ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΜΑΣ
Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την απομάκρυνση του σημείου του Σταυρού από τις αίθουσες των σχολείων στη γείτονα Ιταλία έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένους κύκλους, που αυτοαποκαλούνται μονίμως ως «προοδευτικοί» στα καθ’ ημάς, να ζητήσουν την αποκαθήλωση τόσο των εικόνων όσο και οποιωνδήποτε θρησκευτικών συμβόλων όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από όλους τους δημόσιους χώρους (δικαστήρια, υπηρεσίες, κοινοβούλιο και αλλού). Παράλληλα, το μόνιμο αίτημα της κατάργησης του όρκου επανήλθε και, σε συνδυασμό με τις προτάσεις-αποφάσεις της πολιτείας σχετικά με τη φορολόγηση της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας και τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα των Μητροπόλεων, δίνεται η εντύπωση ότι το πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο.
Τόσο οι εικόνες και οι σταυροί, όσο και ο όρκος, αποτελούν για την πολιτεία σύμβολα, τα οποία δείχνουν τη σχέση του κράτους με την Εκκλησία στο διάβα της Ιστορίας. Μας οδηγούν στη συναλληλία του Βυζαντίου, όταν το κράτος λειτουργούσε με νόμους, οι οποίοι ήταν στηριγμένοι στην ηθική του Ευαγγελίου και η κοινωνία πορευόταν θεωρώντας ως αυτονόητη τη σχέση της με την πίστη. Γνωρίζουμε όλοι ότι ο πολιτισμός του Βυζαντίου, τόσο σε υλικό, όσο και σε αξιακό επίπεδο, παραμένει ένας από τους κορυφαίους πολιτισμούς της Παγκόσμιας Ιστορίας. Όλοι, «πλην Λακεδαιμονίων».
Μας οδηγούν στο κράτος το οποίο προέκυψε μετά την Επανάσταση του 1821. Η πολιτεία, παρά την αυταρχική πολιτική της εις βάρος της Εκκλησίας (πραξικοπηματική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας, κρατικοποίηση της πίστης), θέλησε να δείξει τόσο ότι υπήρχε ευγνωμοσύνη στην Εκκλησία για τη συμβολή της στη διατήρηση της ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, όσο και ότι ήθελε να την αξιοποιήσει για την κοινωνική ενότητα και συνοχή. Έτσι, στην καθημερινή λειτουργία της παιδείας και της δικαιοσύνης όσο και στον τρόπο οργάνωσης των θεσμών ευρύτερα, καθιερώθηκαν τα σύμβολα αυτά, τα οποία δηλώνουν την ιστορικοθρησκευτική συνέχεια του Ελληνισμού.
Η εποχή μας πρεσβεύει μία νέα θρησκεία. Αυτή των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Θα ήταν άτοπο, βεβαίως, να αρνηθεί κανείς ότι ο σεβασμός της κοινωνίας στο ανθρώπινο πρόσωπο, στην ελευθερία, στον αυτοπροσδιορισμό του, στην περιουσία του, στην τιμή του, στην ευκαιρία να είναι πολίτης σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου και αν ζει, δεν αποτελεί στοιχείο προόδου και πολιτισμού. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι αν τελικά υπάρχει συλλογικός βίος, ο οποίος προηγείται του ατομικού, όταν, μάλιστα, οι συλλογικές επιλογές της κοινωνίας δεν υποχρεώνουν το άτομο να παραβιάσει τις βασικές αρχές του.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λειτουργεί στη λογική της αδιαφορίας για το συλλογικό βίο. Κρίνει εντελώς τεχνοκρατικά τη ζωή των λαών και των ανθρώπων, αδιαφορεί για το συλλογικό βίο στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, η ουσία της προσφυγής σ’ αυτό από την Ιταλίδα φιλανδικής καταγωγής έγκειται στο ότι το ατομικό προηγείται του συλλογικού, κάτι που έρχεται σε αντίφαση με τη συλλογική προσφορά παιδείας την οποία το κράτος καλείται να προσφέρει στους νέους.
Σύσσωμη η ιταλική κοινωνία αντέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου, αρνούμενη να την εφαρμόσει. Ο συλλογικός βίος, ακόμη και στην εποχή της εκκοσμίκευσης και του ατομοκεντρισμού, παραμένει στόχος της κοινωνίας. Το αντίθετο θα ήταν τραγικό. Γι’ αυτό και τα σύμβολα, τα οποία εκφράζουν την παράδοση και την ιστορία ενός λαού, όσο και αν έχουν αποδομηθεί από την ηθική της παγκοσμιοποίησης και του θρησκευτικού αποχρωματισμού, παραμένουν λόγοι για τους οποίους οι θεσμικοί φορείς θεωρούν καθήκον τους να στηρίξουν.
Στα καθ’ ημάς η σπουδή μονίμως πρυτανεύει. Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία δεσπόζει η λογική του άμετρου εκσυγχρονισμού: το συλλογικό οφείλει να είναι στο περιθώριο του βίου μας και το ατομοκεντρικό να δεσπόζει. Αποτέλεσμα: η φαυλοκρατία. Αντί λοιπόν οι όποιοι εκσυγχρονιστές και «προοδευτικοί» της κοινωνίας μας να εξετάζουνε ποιοι θεσμοί μπορούν να εγγυηθούν πραγματικά τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης, στρέφουν την μήνη τους, ακολουθώντας έναν στείρο υλισμό, εναντίον της κατ’ εξοχήν έκφρασης του συλλογικού, που είναι η Εκκλησία. Εκκλησία, παιδεία και πολιτική μαθαίνουν στον άνθρωπο να είναι υπεύθυνος πολίτης και να εργάζεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους. Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, δεν είναι μόνο η ιστορία η οποία πρέπει να παραμείνει ακέραιη στις συνειδήσεις μας. Είναι και τα ίδια τα σύμβολα της παράδοσής μας, τα οποία μαρτυρούν ότι ο καθένας μας δεν υπάρχει μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους.
Η κρίση η οποία κυριαρχεί στην κοινωνία μας έχει τις ρίζες της στο σβήσιμο της συλλογικής συνείδησης και στην καλλιέργεια ενός ανθρώπινου τύπου ο οποίος νοιάζεται μόνο για το ατομικό. Αυτός ο τύπος ενοχλείται ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο από ό,τι θυμίζει συλλογικότητα. Γι’ αυτό προσφεύγει σε θεσμούς οι οποίοι δημιουργήθηκαν για να διαγράψουν τελικά μακροπρόθεσμα κάθε έκφραση κοινής πορείας που δίνει νόημα στο βίο μας. Η τελική απάντηση, όμως, εναπόκειται στον κάθε λαό και στην κάθε κοινωνία. Άλλωστε, όσο κι αν φαίνεται λαϊκίστικο, η όποια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όταν μάλιστα αυτό επιθυμεί να διαφυλάξει ό,τι οδήγησε τελικά στη δημιουργία αυτών των θεσμών. Την ανάγκη για προστασία από την αυθαιρεσία των πολλών. Η κατάληξη να υπάρχει πλέον αυθαιρεσία των λίγων ή του ενός, οι οποίοι θέλουν να περιχαρακωθούν στην ιδιωτεία τους και να την επιβάλουν σε όλους, μαρτυρεί ότι η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά από όσο φαίνεται. Κι εδώ απαιτείται πλέον συλλογική αντίδραση.
Η πολιτική σήμερα στην πατρίδα μας δε συζητά για τη σχέση συλλογικού και ατομικού. Μόνο η εξουσία την ενδιαφέρει. Απομένουν Εκκλησία και παιδεία να μπολιάσουν την κοινωνία μας με ψήγματα πνευματικού αναπροσανατολισμού, τα οποία θα δημιουργήσουν πρόσωπα που δε θα σκέφτονται τον εαυτό τους και μόνο, αλλά θα λειτουργούν στην προοπτική της συλλογικότητας. Η όποια κρίση δεν θα ξεπεραστεί με οικονομικές παροχές, αλλά στην προοπτική της προσφοράς και της θυσίας για το σύνολο. Χωρίς όμως σύμβολα, χωρίς πρότυπα και προοπτικές συλλογικότητας, μάτην κοπιώμεν.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την απομάκρυνση του σημείου του Σταυρού από τις αίθουσες των σχολείων στη γείτονα Ιταλία έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένους κύκλους, που αυτοαποκαλούνται μονίμως ως «προοδευτικοί» στα καθ’ ημάς, να ζητήσουν την αποκαθήλωση τόσο των εικόνων όσο και οποιωνδήποτε θρησκευτικών συμβόλων όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από όλους τους δημόσιους χώρους (δικαστήρια, υπηρεσίες, κοινοβούλιο και αλλού). Παράλληλα, το μόνιμο αίτημα της κατάργησης του όρκου επανήλθε και, σε συνδυασμό με τις προτάσεις-αποφάσεις της πολιτείας σχετικά με τη φορολόγηση της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας και τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα των Μητροπόλεων, δίνεται η εντύπωση ότι το πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο.
Τόσο οι εικόνες και οι σταυροί, όσο και ο όρκος, αποτελούν για την πολιτεία σύμβολα, τα οποία δείχνουν τη σχέση του κράτους με την Εκκλησία στο διάβα της Ιστορίας. Μας οδηγούν στη συναλληλία του Βυζαντίου, όταν το κράτος λειτουργούσε με νόμους, οι οποίοι ήταν στηριγμένοι στην ηθική του Ευαγγελίου και η κοινωνία πορευόταν θεωρώντας ως αυτονόητη τη σχέση της με την πίστη. Γνωρίζουμε όλοι ότι ο πολιτισμός του Βυζαντίου, τόσο σε υλικό, όσο και σε αξιακό επίπεδο, παραμένει ένας από τους κορυφαίους πολιτισμούς της Παγκόσμιας Ιστορίας. Όλοι, «πλην Λακεδαιμονίων».
Μας οδηγούν στο κράτος το οποίο προέκυψε μετά την Επανάσταση του 1821. Η πολιτεία, παρά την αυταρχική πολιτική της εις βάρος της Εκκλησίας (πραξικοπηματική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας, κρατικοποίηση της πίστης), θέλησε να δείξει τόσο ότι υπήρχε ευγνωμοσύνη στην Εκκλησία για τη συμβολή της στη διατήρηση της ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, όσο και ότι ήθελε να την αξιοποιήσει για την κοινωνική ενότητα και συνοχή. Έτσι, στην καθημερινή λειτουργία της παιδείας και της δικαιοσύνης όσο και στον τρόπο οργάνωσης των θεσμών ευρύτερα, καθιερώθηκαν τα σύμβολα αυτά, τα οποία δηλώνουν την ιστορικοθρησκευτική συνέχεια του Ελληνισμού.
Η εποχή μας πρεσβεύει μία νέα θρησκεία. Αυτή των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Θα ήταν άτοπο, βεβαίως, να αρνηθεί κανείς ότι ο σεβασμός της κοινωνίας στο ανθρώπινο πρόσωπο, στην ελευθερία, στον αυτοπροσδιορισμό του, στην περιουσία του, στην τιμή του, στην ευκαιρία να είναι πολίτης σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου και αν ζει, δεν αποτελεί στοιχείο προόδου και πολιτισμού. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι αν τελικά υπάρχει συλλογικός βίος, ο οποίος προηγείται του ατομικού, όταν, μάλιστα, οι συλλογικές επιλογές της κοινωνίας δεν υποχρεώνουν το άτομο να παραβιάσει τις βασικές αρχές του.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λειτουργεί στη λογική της αδιαφορίας για το συλλογικό βίο. Κρίνει εντελώς τεχνοκρατικά τη ζωή των λαών και των ανθρώπων, αδιαφορεί για το συλλογικό βίο στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, η ουσία της προσφυγής σ’ αυτό από την Ιταλίδα φιλανδικής καταγωγής έγκειται στο ότι το ατομικό προηγείται του συλλογικού, κάτι που έρχεται σε αντίφαση με τη συλλογική προσφορά παιδείας την οποία το κράτος καλείται να προσφέρει στους νέους.
Σύσσωμη η ιταλική κοινωνία αντέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου, αρνούμενη να την εφαρμόσει. Ο συλλογικός βίος, ακόμη και στην εποχή της εκκοσμίκευσης και του ατομοκεντρισμού, παραμένει στόχος της κοινωνίας. Το αντίθετο θα ήταν τραγικό. Γι’ αυτό και τα σύμβολα, τα οποία εκφράζουν την παράδοση και την ιστορία ενός λαού, όσο και αν έχουν αποδομηθεί από την ηθική της παγκοσμιοποίησης και του θρησκευτικού αποχρωματισμού, παραμένουν λόγοι για τους οποίους οι θεσμικοί φορείς θεωρούν καθήκον τους να στηρίξουν.
Στα καθ’ ημάς η σπουδή μονίμως πρυτανεύει. Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία δεσπόζει η λογική του άμετρου εκσυγχρονισμού: το συλλογικό οφείλει να είναι στο περιθώριο του βίου μας και το ατομοκεντρικό να δεσπόζει. Αποτέλεσμα: η φαυλοκρατία. Αντί λοιπόν οι όποιοι εκσυγχρονιστές και «προοδευτικοί» της κοινωνίας μας να εξετάζουνε ποιοι θεσμοί μπορούν να εγγυηθούν πραγματικά τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης, στρέφουν την μήνη τους, ακολουθώντας έναν στείρο υλισμό, εναντίον της κατ’ εξοχήν έκφρασης του συλλογικού, που είναι η Εκκλησία. Εκκλησία, παιδεία και πολιτική μαθαίνουν στον άνθρωπο να είναι υπεύθυνος πολίτης και να εργάζεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους. Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, δεν είναι μόνο η ιστορία η οποία πρέπει να παραμείνει ακέραιη στις συνειδήσεις μας. Είναι και τα ίδια τα σύμβολα της παράδοσής μας, τα οποία μαρτυρούν ότι ο καθένας μας δεν υπάρχει μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους.
Η κρίση η οποία κυριαρχεί στην κοινωνία μας έχει τις ρίζες της στο σβήσιμο της συλλογικής συνείδησης και στην καλλιέργεια ενός ανθρώπινου τύπου ο οποίος νοιάζεται μόνο για το ατομικό. Αυτός ο τύπος ενοχλείται ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο από ό,τι θυμίζει συλλογικότητα. Γι’ αυτό προσφεύγει σε θεσμούς οι οποίοι δημιουργήθηκαν για να διαγράψουν τελικά μακροπρόθεσμα κάθε έκφραση κοινής πορείας που δίνει νόημα στο βίο μας. Η τελική απάντηση, όμως, εναπόκειται στον κάθε λαό και στην κάθε κοινωνία. Άλλωστε, όσο κι αν φαίνεται λαϊκίστικο, η όποια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όταν μάλιστα αυτό επιθυμεί να διαφυλάξει ό,τι οδήγησε τελικά στη δημιουργία αυτών των θεσμών. Την ανάγκη για προστασία από την αυθαιρεσία των πολλών. Η κατάληξη να υπάρχει πλέον αυθαιρεσία των λίγων ή του ενός, οι οποίοι θέλουν να περιχαρακωθούν στην ιδιωτεία τους και να την επιβάλουν σε όλους, μαρτυρεί ότι η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά από όσο φαίνεται. Κι εδώ απαιτείται πλέον συλλογική αντίδραση.
Η πολιτική σήμερα στην πατρίδα μας δε συζητά για τη σχέση συλλογικού και ατομικού. Μόνο η εξουσία την ενδιαφέρει. Απομένουν Εκκλησία και παιδεία να μπολιάσουν την κοινωνία μας με ψήγματα πνευματικού αναπροσανατολισμού, τα οποία θα δημιουργήσουν πρόσωπα που δε θα σκέφτονται τον εαυτό τους και μόνο, αλλά θα λειτουργούν στην προοπτική της συλλογικότητας. Η όποια κρίση δεν θα ξεπεραστεί με οικονομικές παροχές, αλλά στην προοπτική της προσφοράς και της θυσίας για το σύνολο. Χωρίς όμως σύμβολα, χωρίς πρότυπα και προοπτικές συλλογικότητας, μάτην κοπιώμεν.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός