12/20/09

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΤΟ ΘΕΟ

Είμαστε άνθρωποι που ψάχνουμε νόημα ζωής. Οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν μας επιτρέπουν να σταθούμε, να ακούσουμε τον εαυτό μας, ίσως ούτε και να δούμε καλά τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Ο θόρυβος από τα δελτία των 8, από τα διάφορα reality, από τα μάταια σήριαλ, τα οποία περισσότερο κουράζουν, διότι σε κάνουν να νομίζεις ότι υπάρχει ένας κόσμος που ποτέ δεν θα μπορέσεις να τον φτάσεις, ενώ μέσα σου αναρωτιέσαι αν θα άξιζε να τον φτάσεις, από την υποταγή της πολιτικής στα συμφέροντα, από την μονότονη τέχνη, από έναν πολιτισμό που παράγει εκδηλώσεις και ομιλίες, όχι όμως ζωή και δημιουργία, όλα αυτά σε κάνουν απλώς να θέλεις να περνάς το χρόνο σου. Να βρίσκεις αφορμές για να ξεκουραστείς. Τόπους για να ταξιδέψεις. Εκείνη τη μικρή στιγμή δίπλα σε ανθρώπους που σε αγαπούν και που αγαπάς ή θα ήθελες να αγαπάς, για να συναντηθείς και να μιλήσεις αληθινά.
Είμαστε άνθρωποι που ψάχνουμε νόημα ζωής. Οι νεώτεροι τρέχουν από το σχολείο στο φροντιστήριο, στο ιδιαίτερο, στις ξένες γλώσσες, στη μουσική, στο χορό, στον αθλητισμό, καταναλωτές εμπειριών και όχι παραγωγοί τους, και γυρνούνε στο σπίτι για να συναντηθούν με την τηλεόραση, τον υπολογιστή, το Internet, το Facebook και το Twitter, να παίξουν παιχνίδια, να μιλήσουν μέσα από το Skype και το Messenger, με την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας, άγνωστον της κοινωνίας.
Είμαστε άνθρωποι που ψάχνουμε νόημα ζωής. Ο πολιτισμός μας μάς λέει ότι έχει απαντήσεις για όλα. Στις βιτρίνες και στα αγαθά. Στα μαγαζιά, στις καφετέριες, στους κινηματογράφους. Αρκεί να έχεις χρήμα, έστω και λίγο, για να μπορείς να απολαύσεις το νέο μοντέλο. Κι αν δεν έχεις, θα δανειστείς. Για να μπορείς να χαρείς, έστω και λίγο, πριν έρθουν η τράπεζα, το δημόσιο χρέος, η οικονομική κρίση για να σε προσγειώσουν απότομα, να σου πούνε «τα κεφάλια μέσα».
Είμαστε άνθρωποι που ψάχνουμε νόημα ζωής. Στο κρεβάτι του πόνου, στην πείνα και τη φτώχεια που δεν ζούμε, αλλά που κάποιοι εξακολουθούν να θυμούνται και να φοβούνται, στο αδυσώπητο πρόσωπο του θανάτου, αναρωτιόμαστε αν αξίζει η ζωή που ζούμε. Αν το «ψυχή μου, φάγε, πίε, ευφραίνου» μπορεί να δώσει προοπτική. Αν η απόλαυση μπορεί να καλύψει την ανάγκη για αγάπη, για μοίρασμα, για κοινωνία. Αν, τελικά, έχουμε ελπίδα και προοπτική μέσα από έναν ρυθμό ζωής, τον οποίο στην ουσία δεν διαλέξαμε, αλλά νιώθουμε παγιδευμένοι μέσα σ’ αυτόν, στην προοπτική ενός μέλλοντος το οποίο δεν το δημιουργούμε μόνοι μας, αλλά το σύστημα, με όποια ονομασία κι αν αναφερθεί κανείς σ’ αυτό, αποφασίζει «πριν από μας για μας».
Κι έρχεται η γιορτή. Η Μητρόπολη των εορτών.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να δώσει νόημα στον καθέναν μας. Στη σιωπή της φάτνης, στο λιγοστό φως της σπηλιάς, στην ησυχία της νύχτας, λάμπει το πρόσωπο. Το «παιδίον νέον». Δίπλα Του η Μάνα. Και παραπέρα ένας απλός και ταπεινός άνθρωπος. Που βλέπει και σιωπά. Που ακούει το Μυστήριο και ξέρει πως η αποστολή του είναι να το διακονήσει. Να βοηθήσει το «Παιδίον Νέον». Να το παραλάβει, μαζί με τη Μητέρα Του, και να το απομακρύνει από τους προβολείς του κόσμου. Να το κρύψει για να το αναζητήσει ο καθένας μας.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να δώσει νόημα στον καθέναν από εμάς. Δεν τρέχει, δεν φωνάζει, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από κάμερες και οθόνες, μέσα από τηλεφωνικές γραμμές και δίκτυα. Στήνει όμως ένα άλλο δίκτυο. Αυτό της παιδικότητας στην κακία, της συγγνώμης, της επιστροφής. Της αγάπης που φανερώνει το αληθινό μας πρόσωπο. Του μοιράσματος και της αίσθησης ότι δεν μπορείς να χαίρεσαι μόνος σου.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να δώσει νόημα στον καθέναν μας. Πτώχευσε εκουσίως, εγκατέλειψε την δόξα του ουρανού για να γευθεί την περιπέτεια της γης. Να ελεήσει, να διακονήσει, να θεραπεύσει, να κηρύξει, να δώσει άρτους και ιχθύες και ρήμα Θεού. Να γίνει ο Ίδιος ο Άρτος της ζωής. Και να ζητήσει μόνο λίγη πίστη και λίγη αγάπη. Η χάρη Του φτάνει για τα υπόλοιπα.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να δώσει νόημα στον καθέναν μας. Για να μας πει ότι αξίζει η ζωή. Είναι δώρο Του. Είμαστε εικόνες Του. Πλασθήκαμε ελεύθεροι, κι όμως υποταχτήκαμε στην ανάγκη για επιβίωση. Στην ηδονή που παραπλανεί. Και αδυνατούμε να σηκώσουμε την οδύνη, γιατί δεν ξέρουμε πώς να επιστρέψουμε κοντά Του. Εκείνος όμως μας δείχνει το δρόμο. Από άνθρωποι να γίνουμε θεοί. Κατά χάριν και ομοίωσίν Του. Για να αντέξουμε. Για να μην υποταχτούμε στον Ηρώδη του κόσμου. Στα είδωλα. Στο ψέμα που διαβάλλει. Και θα αντέξουμε.
Από τον άνθρωπο στο Θεό. Αρκεί να θελήσουμε το «παιδίον νέον» να γεννηθεί «δι’ ημάς». Να βρει τόπο στην καρδιά μας. Σ’ αυτήν που αγωνίζεται να ελευθερωθεί από τα πάθη. Να βρει αυτό που λάμπει αληθινά στον κόσμο. Και που δεν είναι άλλο από το πρόσωπο του πλησίον. Του αδερφού μας. Του φίλου μας. Του οικείου μας. Του εχθρού μας. Μέσα απ’ αυτό το πρόσωπο γίνεται η γιορτή αληθινή αναγέννηση. Μπροστά μπαίνει η κοινωνία με το «Παιδίον νέον» στο Άγιο Ποτήριο της Χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας. Και ακολουθούν όλα τα άλλα. Στολίδια, δώρα, τραγούδια, τραπέζι, επισκέψεις. Όταν βρίσκεις το νόημα, τον μαργαρίτη τον πολύτιμο, τότε όλα αλλάζουν. Κι εντός σου και εκτός σου. Κι ας μη φαίνεται στη λάμψη του κόσμου.
Ποτέ δεν είναι αργά γι’ αυτό το ταξίδι.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός