Ένα οδοιπορικό στις «αλησμόνητες πατρίδες» δεν είναι απλώς μία εκδρομή. Είναι προσκύνημα σ’ εκείνες τις αξίες που σάρκωσαν πολιτισμό, ιστορία, αλλά και φανέρωσαν αυτό που ονομάζουμε Βασιλεία Θεού επί γης. Χωρίς να θέλουμε να αποθεώσουμε τους ανθρώπους που έζησαν στο διάβα του χρόνου σ’ εκείνα τα μέρη, χωρίς να ισχυριστούμε ότι ήταν αναμάρτητοι ή τέλειοι, και μόνο οι προτεραιότητες της ζωής τους είναι πολύ σημαντικές στο να σχηματίσουμε μια τέτοια γνώμη.
Βλέποντας τα ηφαιστειογενή μέρη της Καππαδοκίας, το Κόραμα, το Τσαβουσίνη, το Ortahisar, το Uchisar, τη Ζέλβη, αλλά και τις υπόγειες πόλεις της Μαλακοπής και της Ανακού, όπως και το φαράγγι του Περιστρέμματος, διαπιστώνει κανείς ότι η κύρια μέριμνα των ανθρώπων ήταν η λατρεία του Θεού. Δε νοούνταν επιβίωση χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα για πνευματική σχέση με το Θεό και το συνάνθρωπο. Δεκάδες μικρές εκκλησίες, λαξευμένες μέσα στους βράχους, πάνω και κάτω από τη γη, με τις Αγίες Τράπεζες σήμερα ερημωμένες, αλλά διατηρημένες, δείχνουν την βαθιά ανθρώπινη ανάγκη κοινωνίας με το Θεό. Ούτε οι Ρωμαίοι με τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, ούτε οι διάφοροι επιδρομείς, αργότερα, ούτε και οι οικιακοί εικονομάχοι, μπόρεσαν να υποτάξουν αυτή την ανάγκη. Δε νοούνταν ζωή χωρίς Θεό. Στις υπόγειες μάλιστα πόλεις, όπου υπήρχε η δυνατότητα να επιβιώσουν οι άνθρωποι πολλά μέτρα κάτω από το χώμα ακόμη και για διάστημα έξι μηνών, οι χριστιανοί από τη λατρεία του Θεού ξεκινούσαν.
Αλλά και σήμερα, στην Βασιλεύουσα Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, παρά τις μεγάλες περιπέτειες της Ρωμηοσύνης, διασώζονται αρκετές εκκλησίες. Μπορεί να μην υπάρχει παρά ελάχιστο ποίμνιο και να μην ακούγονται καμπάνες. Μπορεί οι λίγοι ιερείς να έλκουν στην πλειοψηφία τους την καταγωγή τους από την Ελλάδα. Ωστόσο, έστω και εκ περιτροπής, η θεία λειτουργία θα τελεσθεί. Η λατρεία του Θεού θα αναπεμφθεί. Οι προτεραιότητες παραμένουν οι ίδιες γι’ αυτόν που θέλει να πιστέψει. Και διασώζεται στη Θεία Λειτουργία, όχι μόνο η χριστιανοσύνη, αλλά και η Ρωμηοσύνη.
Αισθανόμαστε πολλές φορές το μένος εναντίον της Εκκλησίας στην Ελλάδα από κάποιους κύκλους. Ιδίως από αυτούς πού αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί». Ειρωνεύονται στις εφημερίδες, χλευάζουν στην τηλεόραση, επιχειρηματολογούν εναντίον της συμμετοχής των μαθητών των σχολείων στη θεία λειτουργία ότι δήθεν παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία και συνείδηση, ότι είναι απώλεια πολύτιμου σχολικού χρόνου, ότι καθηλώνει τα παιδιά στο παρελθόν. Όταν επισκεπτόμαστε όμως τέτοιους χώρους, στους οποίους χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο αφήνουν πολύτιμο συνάλλαγμα, εύλογα αναρωτιόμαστε: τελικά στην ιστορία έμειναν όσοι έμαθαν γράμματα ή όσοι δημιούργησαν πολιτισμό;
Γιατί μπορεί ο λαϊκός ζωγράφος που φιλοτέχνησε στους ηφαιστειογενείς βράχους τις νωπογραφίες να ήταν ανορθόγραφος. Όμως τα έργα του είναι πολιτισμός και μάλιστα αξιοθαύμαστος. Κι αυτός ο πολιτισμός είναι ένας από τους καρπούς της πίστης. Ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι αποτελούσαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια της καρδιάς των ανθρώπων εκείνων κι από κει ξεκινούσε και η υπόλοιπη ζωή τους. Μπορεί η απεικόνιση των μορφών με τον μοναδικά ιδιαίτερο τρόπο, να μην είναι γεγονός μεγάλης σημασίας για την οικονομική ή την πολιτική ιστορία. Μπορεί τα ονόματά τους να χάθηκαν. Όμως, αυτοί οι απλοί άνθρωποι έγραψαν ιστορία. Και είναι βέβαιο, πως τα ονόματά τους διασώζονται στη μνήμη του Θεού. Γιατί εκείνον είχαν ως αναφορά στη ζωή τους.
Η λατρεία του Θεού είναι μία κίνηση που βγαίνει από την καρδιά του ανθρώπου και αποτελεί για τον καθένα άνοδο, από γης προς ουρανόν. Αυτή η άνοδος δίνει στη ζωή νόημα κι ελπίδα. Γιατί είναι ταυτόχρονα κοίταγμα αγάπης προς το Θεό, τους Αγίους, αλλά και το συνάνθρωπο. Και είναι μετοχή στο συμπόσιο της πίστης, στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού που μας κάνει αδέρφια. Αυτή η άνοδος και ταυτόχρονα κοινωνία γεννά μουσική, χρώματα, οικοδομήματα, μα πρωτίστως αξίες. Όταν προτεραιότητα είναι ο Θεός, τότε ταυτόχρονα κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον άνθρωπο. Την αγάπη γι’ αυτόν. Το μοίρασμα. Την υπομονή. Την αντοχή. Την κοινότητα. Και τότε η γνώση γίνεται όχι μόνο αφορμή προσωπικής προόδου, αλλά και συνεργείας στο κοινό καλό. Τότε, όπως μας δίδαξαν οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος Νύσσης, κάθε τι του κόσμου, μπορεί να οδηγήσει στο Θεό, να αγιασθεί και να ομορφύνει. Αλλά τίποτε δεν μπορεί να νοηθεί εκτός της λατρείας, της λειτουργίας, της αναφοράς.
Σε μια εποχή που γίνεται λόγος για εντατικοποίηση σπουδών, για επιτυχία, για παραγωγικότητα, για χρήμα, για αειφόρα ανάπτυξη, για νέα μοντέλα που θα υπερκεράσουν το παρελθόν, ένα ταξίδι, προσκύνημα στις αξίες που έθρεψαν μεγάλες μορφές και στιγμές, τόσο ενώπιον του Θεού, όσο και ενώπιον των ανθρώπων, αποτελεί για όποιον το πραγματοποιεί αφορμή αναβάπτισης. Μέσα «στα ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» που ο κόσμος προσφέρει, αξίζει τον κόπο να κρατήσουμε ζωηφόρο ό,τι αποτέλεσε την κατεξοχήν έκφραση ενότητας της Ρωμηοσύνης με το χριστιανισμό: τη λατρεία του Θεού. Κι αυτό να το παραδώσουμε ακέραιο στα παιδιά μας και τις γενιές που έρχονται. Όχι ως απολίθωμα, αλλά ως έκφραση της ψυχής που θέλει να ανέβει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός