5/22/09

Με αφορμή τις μάσκες

Αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τις μάσκες που είναι το σήμα κατατεθέν του καρναβαλιού της Βενετίας και τις οποίες μπορούμε να συναντήσουμε σε πολλά παλιά κερκυραϊκά σπίτια, εκτός από τα χρώματα και την ποικιλότητά τους, εντυπωσιάζεται από τη νέκρωση την οποία βγάζουν στα πρόσωπα των ανθρώπων που τις φορούν. Μόνο τα μάτια φαίνονται μέσα από αυτές τις μάσκες. Πουθενά χαμόγελο και ζεστασιά. Μία νεκρωμένη όψη, ένα εκμαγείο, το οποίο μπορεί να συνδυάζεται με ένα εντυπωσιακό κοστούμι που καθιστά την μεταμφίεση αξιοπερίεργη, ωστόσο δίδει την αίσθηση της απώλειας αυτού που χαρακτηρίζει τον κάθε άνθρωπο: το ξεχωριστό, μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο.
Είναι μελαγχολικές οι μάσκες του βενετσιάνικου καρναβαλιού. Δείχνουν ότι ο άνθρωπος αποζητά να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο και να παραδοθεί στην ομοιομορφία με το πρόσωπο των άλλων. Να μην ξεχωρίζει ποιος αληθινά είναι, αλλά να κάνει εντύπωση μόνο μέσα από τα ρούχα που φορά ή ακόμη και από την ίδια την μάσκα την οποία φέρει, όχι όμως και να παρουσιάζει το πρόσωπό του.
Κάποιοι ίσως υποστηρίξουν ότι αυτός που χρησιμοποιεί τη βενετσιάνικη μάσκα θέλει να δείξει την ανάγκη του να ελευθερωθεί από τον περίγυρό του και τον έλεγχο που αυτός ασκεί επάνω του. Να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, που δεν μπορεί να είναι. Να θυμηθεί το παρελθόν και τη γοητεία της παλαιάς αριστοκρατίας, να νιώσει άρχοντας. Να μπορεί να απολαύσει ηδονές που δεν του δίδεται το δικαίωμα να έχει από την ηθική της κοινωνίας ή της θρησκείας στην οποία ανήκει. Να διασκεδάσει με εκείνο τον ψυχρό αλλά και υπερήφανο τρόπο που οι άρχοντες στη Βενετία κάποτε διασκέδαζαν.
Το βενετσιάνικο καρναβάλι έχει ομοιότητες, αλλά και διαφορές με τα άλλα, τα πιο λαϊκά καρναβάλια. Εκεί που τα παιδιά, αλλά και οι μεγαλύτεροι χορεύουν υπό τους ήχους των μεγάλων χορευτικών επιτυχιών της εποχής, σατιρίζοντας, δίκην επιθεώρησης πρόσωπα και γεγονότα της εποχής. Όπου ο Καρνάβαλος θυμίζει τον κόσμο μας, ο οποίος δεν έχει επάνω του τίποτε αληθινό και το μόνο που του μένει είναι να καεί, αφού οι άνθρωποι, ντυμένοι πρώτα ό,τι μπορεί να φανταστεί ο καθένας, χορέψουν και γλεντήσουν για να ζήσουν το μόνο αληθινό: την επιθυμία για χωρίς όρια ελευθερία, η οποία μόνο στη φρενίτιδα του χορού και του γλεντιού μπορεί να βιωθεί, έστω και για λίγο. Συστατικό στοιχείο κι εδώ η μάσκα και το κοστούμι. Μόνο που η μάσκα δεν είναι υποταγμένη στην ομοιομορφία, ενώ το κοστούμι δε δεσμεύεται από το χρόνο.
Κοινό στοιχείο τόσο του βενετσιάνικου, όσο και των λαϊκών καρναβαλιών, ο φόβος του ανθρωπίνου προσώπου. Ο φόβος της ιδιαιτερότητάς μας. Της ευθύνης μας για τις επιλογές μας. Ο φόβος να μη φανερωθούν οι απωθημένες επιθυμίες μας, με τις οποίες δεν έχουμε συμβιβαστεί, αλλά και δεν θέλουμε να αφήσουμε. Ο φόβος να δείξουμε ότι δεν είμαστε τελικά χαρούμενοι και γεμάτοι στη ζωή μας, με αποτέλεσμα να ψάχνουμε λύτρωση, έστω πρόσκαιρη, στο προσωπείο. Ο φόβος ότι δεν θα έχουμε αυτά που έχουν οι άλλοι. Ο φόβος του παρόντος που ωραιοποιεί το παρελθόν.
Όλα αυτά γεννούν την ανάγκη για τη μάσκα.
Η ειρωνεία όμως είναι πως ό,τι δεν είναι διαφορετικό, αλλά αντιγράφει το άλλο, είναι νεκρό. Μπορεί να βλέπει τον κόσμο μέσα από διαφορετική ματιά, αλλά δεν τον αλλάζει. Τον παρατηρεί χωρίς να τον μεταμορφώνει. Στέκεται στην «κατ’ όψιν κρίση» του, αλλά δεν εισέρχεται στην εσώτερη αλλαγή του. Δε γεμίζει τον άνθρωπο με μόνιμο θάρρος, αλλά με επιφανειακό και πρόσκαιρο. Και τον κάνει αντιγραφέα και όχι δημιουργό.
Η Εκκλησία δεν αγαπά τα καρναβάλια, όχι γιατί δεν κατανοεί την ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία και αλλαγή ή τους βαθύτερους πόθους του, ή, έστω, την μόδα. Η Εκκλησία αγαπά αληθινά το ανθρώπινο πρόσωπο και το θέλει να βρίσκεται σε μία διαρκή πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν». Αυτή η πορεία προϋποθέτει την συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και την απόφαση του για αλλαγή, δηλαδή για μετάνοια. Να γνωρίσουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και να αγωνιστούμε για την αληθινή ελευθερία, η οποία δεν μας απαλλάσσει από ό,τι μας καταπιέζει στη ζωή μας, αλλά από τα πάθη που μας κατατρώγουν εντός μας. Και είναι τα πάθη που δεν μας κάνουν ευτυχισμένους και όχι οι περιστάσεις της ζωής. Τα πάθη μας εμποδίζουν να αγωνιστούμε δημιουργικά, να αγαπήσουμε, να χαρούμε, να αναζητήσουμε μεταμόρφωση προσωπική και μετά αυτή του κόσμου.
Είναι ειρωνεία όταν η Εκκλησία μιλά για μετάνοια και παρακαλεί τον Ζωοδότη να ανοίξει τις πύλες της, ο κόσμος να φορά μάσκες. Όχι για την Εκκλησία, αλλά για τον κόσμο που ψάχνει νόημα στη νέκρωση του καρναβαλιού. Και δεν ενοχλείται από μία ομοιομορφία θανάτου ή επιστροφής σε έναν διονυσιασμό, ο οποίος αποκαλύπτει, στην καλύτερη περίπτωση, την κρυμμένη ανθρώπινη μελαγχολία που αναζητεί την έξοδο από την καθημερινότητά της, και, στη χειρότερη, τα πάθη που κυριεύουν την ύπαρξη και αποζητούν την ικανοποίησή τους. Ο ίδιος κόσμος που κατηγορεί την Εκκλησία για συντηρητισμό, για εμμονή στο παρελθόν, για μη κατανόησή του. Ο ίδιος κόσμος που αναζητεί την ευτυχία και που δε γνωρίζει ότι μόνο στη σχέση με το Χριστό αποτυπώνεται το αληθινό του πρόσωπο. Αυτό που τελικά δε νεκρώνεται ούτε στο θάνατο, αλλά ακολουθεί τον πρωτότοκο των νεκρών στη Βασιλεία Του.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός