5/22/09

«ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΤΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΩ;»


«Από έναν κόσμο σαν κι αυτόν τι να κρατήσω;», αναρωτιέται ένα σύγχρονο νεανικό τραγούδι. ΚΙ είναι αλήθεια ότι ο κόσμος μας δεν έχει πολλά για να κρατήσει κανείς. Πείθει μια ματιά στα δελτία ειδήσεων: βία, πόλεμος, ναρκωτικά, θάνατος, ασχήμια, πλήξη, ειδήσεις για ανθρώπους που δεν έχουν να δώσουν νόημα σε κανέναν. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα το ίδιο. Η γενιά των 700 Ευρώ, η γενιά που πουλά τα χρόνια της για ένα πτυχίο και μία μόνιμη θέση στο ταμείο ανεργίας, η γενιά που βαδίζει στα ίχνη του εμπορευματοποιημένου παρόντος, πολλές αφορμές για θυμό, οργή, απογοήτευση.
Και συνεχίζει το τραγούδι: «Ζητάω πολλά μα πάντα λίγα παίρνω πίσω». Κι επειδή οι νέοι νιώθουν ότι όντως λίγα παίρνουν πίσω, κάτι πρέπει να κάνουν. Ή θα συμβιβαστούν μ’ αυτό τον κόσμο και θα χορέψουν όπως εκείνος, μέσα από το σύστημα, τους ζητά να χορέψουν ή, κάποια στιγμή, θα ξεχειλίσει η οργή για το τίποτα που βαφτίζεται «ευτυχία», «χαρά», «νόημα», και όλα θα ισοπεδωθούν, θα πετροβοληθούν, θα απορριφθούν. Και μετά; Ξανά στην ιδιωτεία του υπολογιστή, στο μαγικό κόσμο του facebook όπου κάνουμε παρέες, στα sms και τα mp3, στη ζωή του ο καθένας, στην μίμηση του μονόδρομου στη διασκέδαση, στην απόλαυση, στο δικαίωμα.
Παρήγορο το ότι οι νέοι οργίστηκαν με έναν θάνατο ενός συνομηλίκου τους. Χωρίς να το καταλαβαίνουν ίσως οργίστηκαν με όλο αυτό τον θάνατο που μας περιτριγυρίζει. Γιατί θάνατος είναι να μην μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτά που σε πνίγουν. Θάνατος είναι να μετράς την αγάπη μονάχα στο πόσες σχέσεις έχεις και πόσο καλά περνάς. Θάνατος είναι να μην μπορείς να ανταλλάξεις με τους γονείς σου μια κουβέντα χωρίς να καυγαδίσεις, χωρίς να βαρεθείς, χωρίς να νιώσεις ότι το μόνο που μπορούν να σου προσφέρουν είναι υλικά αγαθά κι όχι νόημα στη ζωή. Θάνατος είναι όταν πηγαίνεις σ’ ένα σχολείο που δεν το αγαπάς, γιατί δεν σ’ αγαπάει, όταν πιάνεις στα χέρια σου βιβλία που δεν σε κάνουν να γεννάς σκέψεις, ιδέες, όνειρα, αλλά τεχνικές για να μπεις στο Πανεπιστήμιο, γνώσεις που δεν ελευθερώνουν το μυαλό και την καρδιά, αλλά σε κλείνουν στα όρια της αποστήθισης, για να «πετύχεις». Θάνατος είναι όταν δεν έχεις μάθει πως υπάρχουν όρια, τα οποία δεν μπορείς να τα ξεπερνάς, και φόβοι, που, αν δεν έχεις αντίδοτο γι’ αυτούς την δύναμη της αγάπης για ό,τι και για όποιον, θα σε καταπιούν.
Δεν είναι αλάθητοι οι νέοι. Δεν υπάρχει, άλλωστε, αλάθητος άνθρωπος. Μας τρόμαξε η οργή τους, γιατί εμείς είμαστε εξοικειωμένοι με τον θάνατο. Τον ζούμε στη νέκρωση των ανθρωπίνων σχέσεων, στην εξάρτησή μας από τον καταναλωτισμό, στις ατέλειωτες ώρες βίας που συντροφεύουν την τηλεοπτική μας διασκέδαση, στον ελάχιστο χρόνο που διαθέτουμε για να μιλήσουμε, να αγαπήσουμε, να θυσιάσουμε, να μοιραστούμε. Τον ζούμε στην ψευδαίσθηση της αθανασίας που δήθεν θα μας δώσει η επιστήμη και η τεχνολογία, της φυγής από τη ρουτίνα της ζωής με το ακριβό μας αυτοκίνητο, της αίσθησης ότι ξεγελάσαμε έναν Θεό που δεν υπάρχει, για να μη μας ελέγχει τίποτε, της φίμωσης της συνείδησης. Και βλέποντας την οργή των νέων για τον θάνατο τι κάναμε; Ξύπνησαν οι ενοχές μας και δικαιολογήσαμε τα πάντα. Δεν κουβεντιάσαμε με τον εαυτό μας, αλλά βιαστήκαμε να πούμε ότι οι νέοι έχουν δίκιο σε όλα, αποκρυβήκαμε μικρόν, όσον όσον, παρήλθε η οργή και συνεχίζουμε τη ζωή μας μέχρι τον επόμενο θάνατο.
Για να ανατείλει ελπίδα στη ζωή των νέων, χρειάζεται να δύσει η δική μας υπεροψία και υποκρισία. Η αίσθηση ότι ο κόσμος υπάρχει μόνο για μας, για τον εαυτό μας, για το δικαίωμά μας, το εγώ μας. Να κατανοήσουμε ότι μας λείπει η ποιότητα από τις επιλογές μας, όχι υλικά, αλλά πνευματικά. Και αυτή η πνευματική ποιότητα έχει να κάνει με το πόσο αγαπάμε και πόσο δίνουμε. Έχει να κάνει με το πόσο πιστεύουμε. Και πόσο τελικά αναγνωρίζουμε τα δικά μας λάθη, όχι ως αφορμή μεταμέλειας, αλλά ως αρχή μετάνοιας. Γιατί δεν μπορούμε να διδάξουμε αλλαγή, αν δεν αλλάξουμε. Φως, αν δεν φωτισθούμε. Κάθαρση, αν δεν καθαριστούμε.
Οι ένοχοι του συστήματος προσπέρασαν την κρίση χαϊδεύοντας τους οργισμένους. Δίδοντάς τους δίκιο σε όλα. Και συνεχίζουν ακάθεκτοι να ζούνε χωρίς Αλήθεια. Με γνώμονα τον εαυτό τους και τις ηδονές του βίου τους. Την δόξα και την εξουσία τους. Είναι στο χέρι του καθενός από εμάς να μιλήσουμε στους νέους για την Ζωή. Αυτή που βιώνεται στη σχέση με την Όντως Ζωή. Στη σχέση με Εκείνον που είδε το νεκρό παιδί έξω από το χωριό της Ναϊν στην Παλαιστίνη, του έδωσε το χέρι Του και το ανέστησε. Το χέρι αγκαλιάζει, αλλά και ταρακουνά. Ο κόσμος αυτός δεν αλλάζει, αν δεν πετάξει το βλέμμα μας στον ουρανό. Κι αν δεν ζητήσουμε η γη να γίνει ουρανός. Με την αγάπη που μόνο η πίστη μας διδάσκει. Με την μεταμόρφωση που η μετάνοια γεννά. Με την Ανάσταση που μόνο ο Χριστός δίνει. Κι εδώ η ευθύνη πέφτει σε μας, τους μεγάλους. Κι ας είναι ο πολιτισμός και η εποχή μας αντίθετοι. Αυτός που πιστεύει κι αγαπά, αγωνίζεται. Ας κάνουμε την αρχή και οι νέοι θα ακολουθήσουν. Και τότε, ακόμη και τα λάθη διορθώνονται. ΟΙ ελλείψεις αναπληρώνονται. Και τα ασθενή θεραπεύονται. Εκεί που ο Αναστάς κατοικεί. Στην Εκκλησία.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός