11/25/08

Κατώτερο Κατηχητικό 2008-2009, Συνάντηση 6

Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό είχε τότε τετρακόσιες οικογένειες με Ορθόδοξους Ρωμιούς. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο). Όταν τα παιδιά ήταν μικρά και οι δύο γονείς πέθαναν, με αποτέλεσμα να τα μεγαλώσει μία θεία τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός, ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά.
Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως εμφανίσθηκε έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Οι Τούρκοι επεδίωκαν να αφήσουν τους Έλληνες χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι' αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος, δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ο Όσιος, ενώ ήταν επιεικής με τους άλλους και πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Το κατάλυμά του ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι με αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση, ήταν το ανθρώπινο όπλο του. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί τότε, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Έκανε θαύματα σε όλους τους πιστούς που τον επισκέπτονταν, ακόμη και στους μουσουλμάνους, χωρίς να παίρνει χρήματα από κανέναν. Παράλληλα, όταν κάποιος ήθελε να τον επαινέσει, έπαιρνε αυστηρό ύφος: «Αμαρτωλός είμαι και χειρότερος από σας. Ο Χριστός κάνει τα θαύματα που βλέπετε. Εγώ μόνο τα χέρια μου υψώνω και Τον παρακαλώ».
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, στην οποία ο Άγιος έδειξε μεγάλη υπομονή, παρά την ηλικία του, έφτασε με καράβι στον Πειραιά και κατόπιν στην Κέρκυρα, όπου ο Άγιος διέμεινε για δύο βδομάδες στο Παλαιό Φρούριο και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Όταν μαθεύτηκε, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους Φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει. Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο Δημοτικό κοιμητήριο της Κέρκυρας στη Γαρίτσα, όπου σώζεται μέχρι και σήμερα ο τάφος του.
Το 1958 ο Γέροντας Παΐσιος, μαθητής τους Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη και μεγάλος σύγχρονος ασκητής, πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τα βρήκε και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ιερό Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Το 1979 το Γυναικείο Ι. Ησυχαστήριο της Σουρωτής εξέδωσε το βίο του Αγίου Αρσενίου, με στοιχεία, που είχε περισυλλέξει και συγγράψει ο π. Παΐσιος. Το 1986 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε και επίσημα την αγιότητα του π. Αρσενίου του Θαυματουργού και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.

Ερμηνευτικά σχόλια:

Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης: ο Άγιος που γνώρισε την αγάπη του Θεού μέσα από την απλότητα της ζωής του και τη μετέδωσε στο ποίμνιό του.
Θεραπεύει Έλληνες και Τούρκους: η αγάπη του Θεού δεν ξεχωρίζει καταγωγές και θρησκείες. Απέναντι στο Θεό είμαστε όλοι ίσιοι, Χριστιανοί και μουσουλμάνοι, πλούσιοι και φτωχοί. Το πρόβλημα είναι πώς εμείς βλέπουμε το Θεό και αν τον γνωρίζουμε αληθινά ποιος είναι, όπως επίσης και το αν αγαπάμε το συνάνθρωπό μας, ανεξαρτήτως ποιος είναι.
Άσκηση: ο Άγιος ήταν ασκητικός και λιτός. Κοιμόταν σε ένα φτωχό δωμάτιο και προσευχόταν. Έτρωγε λίγο και, κυρίως, χαιρόταν να είναι σιωπηλός και να έχει το νου του στραμμένο στο Θεό. Ήταν αφιλοχρήματος κιόλας. Αυτό συνεπάγεται έναν τρόπο ζωής που δεν θέλει τίποτε για τον εαυτό του, αλλά λειτουργεί με γνώμονα τι θέλει ο Θεός.
Ταπείνωση: χαρακτηριστικό της άσκησης είναι η ταπείνωση. Ο ασκητής δεν είναι περήφανος γι’ αυτό που κάνει, αλλά το αποδίδει στο Θεό. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον εγωισμό της εποχής μας, όπου ο καθένας θέλει να δείχνει τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους. Ο Άγιος φωνάζει: «Και εγώ είμαι χειρότερος από σας». Είναι γιατί βάζει το Χριστό πιο πάνω από τον εαυτό του.
Απλή και ασκητική ζωή: Ο άνθρωπος που σκέφτεται μόνο τα πλούτη και την καλοπέραση, δεν έχει καταλάβει ποια είναι πραγματικά η σχέση του με το Θεό και με τους ανθρώπους. Γιατί αν δεν ζούμε πιο απλά και με λιγότερα αγαθά, τότε μας τρώει ο εγωισμός και η σχέση μας με τον εαυτό μας, χωρίς να αφήνουμε περιθώριο να σκεπτόμαστε το Θεό και τον συνάνθρωπό μας, ενώ δίνουμε σημασία σε αγαθά και τρόπους ζωής που δεν έχουν ουσιαστικά καμία αξία για το τι είδους άνθρωποι είμαστε.

Ερωτήσεις
1. Πώς σας φαίνεται το ότι ο Άγιος Αρσένιος, εκτός από ιερέας, ήταν και δάσκαλος;
2. Γιατί ο Άγιος έκανε θαύματα και στους μουσουλμάνους;
3. Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της ασκητικής του ζωής;
4. Πώς μπορούμε να είμαστε πιο ασκητικοί σε μια ζωή που τα θέλουμε όλα δικά μας;

Συμπέρασμα: Με το να μην θέλουμε να γίνεται το δικό μας στη ζωή μας και με το να νηστεύουμε, να προσευχόμαστε και να ζούμε απλά, οδηγούμαστε στο δρόμο του Χριστού.

Κέρκυρα, 15 Νοεμβρίου 2008