10/25/08

ΚΥΚΛΟΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ & ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ Ι.Μ.Κ.

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΡΟΤΥΠΟ -ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1. Κατά τη βυζαντινή περίοδο δεν απεμπολήθηκε η τοπική κοινότητα. Από «ζώον πολιτικόν» ο Έλληνας δεν έγινε ζώο ιδιωτικό-κατοικίδιο. Απλώς η πόλις του (ο δεύτερος όροφος, ο πρώτος είναι η κοινότητα των ατόμων) ήταν τώρα η Εκκλησία. Εξ ου και η τοπική ενδημοποίησή της. Τρεφόταν ο κοινοτισμός από το ιδανικό της τριαδικής αλληλοπεριχώρησης των Προσώπων. Κάτω από την κολλεκτιβιστική πίεση της αυτοκρατορικής πυραμίδας, ο Έλληνας νοσταλγούσε την κοινότητα των ομοίων-ελευθέρων Ατόμων. Βρίσκοντας όμως οικουμενική-υπερσυμπαντική απλοχωριά στον εκκλησιαστικό χώρο, ο κοινοτισμός του προσαρμόστηκε στην υποκατάσταση της Βουλής από το Στέμμα. Η Εκκλησία του δίδασκε με την παρουσία της τον κοινοτισμό, αλλά η εσχατολογική της αμφισημία (ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν) τον απέτρεπε από αντίστοιχες πολιτειακές διεκδικήσεις. Η αποδεδειγμένη άλλωστε λειτουργικότητα της χριστιανικής βασιλείας (Pax Romana) καί οι μνήμες της δημοκρατικής αποτυχίας δεν άφηναν τόπο για ψευδαισθήσεις, ότι θα μπορούσε η παραδειγματική συλλογικότητα να επεκταθεί «εδώ και τώρα» στο κεντρικό πολιτικό πεδίο. Η δόμηση της Εκκλησίας με τρόπο παράλληλο στη δόμηση της αυτοκρατορικής εξουσίας και υπό τη διακριτική ευχέρεια αυτής της τελευταίας είχε εισαγάγει τον δεσποτισμό και στους δικούς της κόλπους. Αλλά η κοινοτική δομή της, όπου κάθε τοπική Εκκλησία είναι η τροπική καθολικότητα του εκκλησιαστικού σώματος, εκτατικώς διασφαλιζόμενη από το συνοδικό σύστημα, δεν φτάνει στο σημείο να αναιρέσει πλήρως την εκκλησιαστική συλλογικότητα, όπως συνέβη στη λατινική Δύση. (Θ. Ζιάκα, Αυτοείδωλον εγενόμην, σσ. 298-29)
2. Εδώ είναι που έρχεται ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών που καθιερώνει τη ισότητα ανάμεσα στους ισχυρούς τόπους. Ρώμη, Νέα Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα είναι οι πέντε κόμβοι της Ορθοδοξίας. Οι πέντε θρόνοι αποτελούν τα κέντρα ενότητας και κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών στην ορθή πίστη και την αγάπη. Ο Ρώμης είναι primus inter pares, πρώτος μεταξύ ίσων και αντίστοιχα πρωτεία είχε και ο Νέας Ρώμης, ο Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η παράδοση διαμορφώθηκε πριν την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος και οριστικοποιήθηκε κατ’ αυτήν με τους κανόνες 9 και 17. Οι αυτοκράτορες συναίνεσαν και στην ουσία συνδιαμόρφωσαν αυτό το καθεστώς, καθιερώνοντας το καθεστώς της συναλληλίας Εκκλησίας και Πολιτείας, δηλαδή της συμπόρευσης, της ενότητας και της από κοινού πορείας.
3. Η Εκκλησία, ως επίγειος οργανισμός, επηρέαζε άμεσα έναν παράγοντα της κρατικής υποστάσεως. Η πολιτεία, απ’ τη δική της μεριά και με τα δικά της μέσα, προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη συνδρομή αυτού του παράγοντα. Έτσι, ενώ το πρόβλημα ήταν κοινό και για τους δυο αυτούς οργανισμούς, ο διαφορετικός σκοπός του καθενός απαιτούσε και διαφορετική αντιμετώπιση: Από τη μια πλευρά (Πολιτεία) εξασφάλιση της ενότητας της πίστεως έστω και με δογματικές παραχωρήσεις, από την άλλη (Εκκλησία) ορθοτομία της χριστιανικής διδασκαλίας έστω και χωρίς ενότητα. Τόσο η Πολιτεία, όσο και η Εκκλησία, αποβλέποντας η καθεμιά στα μέσα που η άλλη είχε στη διάθεσή της, επιδίωξαν (τουλάχιστον αυτή την περίοδο στην εξέλιξη των σχέσεών τους, με εξαίρεση μεμονωμένες φάσεις) τη συνεργασία. (Αμαλία Ηλιάδη, Ιστορικός)
4. Ο Μέγας Θεοδόσιος καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Αυτό σήμαινε το πρώτο βήμα προς την θρησκειοποίηση της πίστης, την αλλοτρίωση του ευχαριστιακού χαρακτήρα της κοινότητας. Θρησκειοποίηση σημαίνει εξατομίκευση και αυτή φαίνεται στο ότι ο πιστός προσέρχεται στην Ευχαριστία ως άτομο, δηλαδή νιώθει ότι η ευαγγελική σωτηρία παύει να παραπέμπει στην άντληση νοήματος από τις σχέσεις αγαπητικής κοινωνίας και ταυτίζεται με την ατομική πρόλσηψη των δώρων της Ευχαριστίας. (Χρ. Γιανναρά, Ενάντια στη Θρησκεία, σελ. 219-220) Δηλαδή κοινωνώ όχι ως αποτέλεσμα της αγάπης μου προς το Θεό και τον συνάνθρωπο και της σχέσης μου μέσα στην Ενορία με τους άλλους πιστούς, αλλά επειδή θέλω να σωθώ για το άτομό μου. Κοινωνώ για να σωθώ και όχι επειδή αισθάνομαι σωσμένος, δηλαδή πιστός, δηλαδή άγιος, κοινωνώ. Η σχέση με το Θεό και τον συνάνθρωπο, η σχέση με την Εκκλησία γίνεται μαγική, ηθική, ατομικιστική. Έτσι, και ο θεσμός της Εκκλησίας αποκτά μεγαλύτερη αξία και σημασία από την Ευχαριστία.
5. Η πατερική παράδοση πάντως διδάσκει το «ουκ έχομεν ώδε μένουσα πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Ζητά ωστόσο να μπολιάσει τον ηγεμόνα και τον άρχοντα με χριστιανικές αρχές, οι οποίες θα του δώσουν τη δυνατότητα να οδηγήσει την κοινωνία στην πρόοδο κατά Θεόν και την αρετή. Δεν αλλάζει η αρχαιοελληνική στόχευση της πολιτικής, ως συντελούσας στην αρετή και την ευνομία και την ευδαιμονία. Μόνο που εδώ τίθενται υπεράνω η πίστη στο Θεό και οι αρχές μιας πολιτείας χριστιανικής, προέκτασης του ήθους της Βασιλείας του Θεού σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής.
6. Η Εκκλησία δεν ασχολείται με την πολιτική. Κρίνει όμως, βάζοντας τον πήχυ ψηλά, με βάση τις εντολές του Θεού, τον αυτοκράτορα, τον άρχοντα, τον πολιτικό, αν συντελεί στην κατά Θεόν και κατά άνθρωπον πρόοδο της κοινωνίας. Η Εκκλησία στέφει, αλλά δεν αλλάζει τους αυτοκράτορες. Δίνει όμως στο λαό κριτήρια για να ελέγξει τους αυτοκράτορες. Οι Αυτοκράτορες επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Αλλάζουν τους Πατριάρχες, αλλά και συκαλούν συνόδους που έμειναν στην παράδοση της Εκκλησίας ως ληστρικές, αλλά και απορριπτέες από τον λαό. Στην ουσία οι δύο πόλοι, Κράτος και η Εκκλησία κινούνται στη βάση της συναλληλίας, μόνο που ο μεγαλύτερος πειρασμός έγκειται στην εξουσία της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας.
Κέρκυρα, 23 Οκτωβρίου 2008