4/14/08

Οδοιπορικό στην Μεγάλη Εβδομάδα

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Το μέλλον, τα έσχατα, είναι ένα θέμα που μόνιμα απασχολεί τον άνθρωπο. Ο θάνατος και η αγωνία αν υπάρχει ζωή μετά την πέτρα του μνήματος, το ερώτημα γιατί η κάθε χαρά να είναι παροδική, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα αποτελούν σημεία αναφοράς που θα υπάρχουν πάντοτε μέσα μας. Προλήψεις και δεισιδαιμονίες μας δίνουν προσωρινές λύσεις. Κάποτε ταυτίζουμε το μέλλον με μια από Θεού δικαίωση για την όποια αρετή μας. Ενίοτε απευθυνόμαστε σε διάφορους ψευδοπροφήτες ή ιδεολόγους ή προσπαθούμε με την υλιστική αδιαφορία μας να προσπεράσουμε τα ερωτήματα.
Η Εκκλησία την Κυριακή των Βαίων προβάλλει τον Ιησού Χριστό ως τον "Ερχόμενο" εν ονόματι Κυρίου. Ο Ερχόμενος Ιησούς ανήκει στο παρελθόν, στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα- πόλη του μοναδικού ως τότε μονοθεϊστικού λαού της ανθρωπότητας, για να αποκαλύψει τη δόξα του Θεού, αλλά και για να προτυπώσει το μέλλον του κόσμου από την στιγμή του θριάμβου της Βασιλείας Του. Και είναι η είσοδος αυτή στα Ιεροσόλυμα είσοδος ταπείνωσης και δόξας. Ο Κύριος κάθεται πάνω σε ένα πουλαράκι. Την παρουσία Του χαίρονται κατεξοχήν τα μικρά παιδιά, αλλά και όλος ο λαός που ξέρει για την δύναμή Του, αυτήν που ξεπερνά την πέτρα του μνήματος και ανασταίνει τον Λάζαρο. Όλοι κρατούν βάγια, τα σύμβολα της νίκης και της χαράς. Όλοι στρώνουν τα ρούχα τους, που σημαίνει ότι προσφέρουν ένα κομμάτι από τα υπάρχοντά τους για να περάσει. Όλοι φωνάζουν "Ωσαννά, Υιέ Δαβίδ", δείχνοντας ότι Τον αναγνωρίζουν ως τον Μεσσία. Και μέσα τους πιστεύουν ότι το μέλλον με Αυτόν Βασιλιά θα είναι διαφορετικό.
Και όντως έτσι είναι, μόνο που το νόημα της Εισόδου δεν ήταν αυτό που οι ιδεοληψίες τους νόμιζαν. Γιατί ο Κύριός μας αποτελεί την υπέρβαση του χρόνου και την Αποκάλυψη του μέλλοντος και των εσχάτων. Τα έσχατα δεν αποτελούν το τέλος της Ιστορίας, αλλά ήδη τα ζούμε κάθε φορά που τελείται η Θεία Λειτουργία στην Εκκλησία. Διότι εκεί βρίσκεται το μέλλον που γίνεται παρόν. Ζώντες και κεκοιμημένοι- παρελθόν και παρόν, άγιοι και αμαρτωλοί, γυναίκες και άντρες, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, με μοναδικές προϋποθέσεις την πίστη και την αγάπη, εισερχόμαστε ακολουθώντας τον Κύριο στη νέα Ιερουσαλήμ, την Εκκλησία, που είναι πρωτεύουσα, όχι πλέον του ενός λαού, αλλά όλου του κόσμου, αυτήν που δέχεται τον Κύριο καθήμενο όχι πλέον επί πώλου όνου, αλλά εν δόξη, επάνω στο θρόνο της θεότητας, σε όλο του το μεγαλείο, που γι' Αυτόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά η Αγάπη, η κάθοδός του για να προσφέρει σε όσους ανταποκρίνονται στο κάλεσμά Του το Σώμα Του και το Αίμα Του.
Ο χρόνος της Θείας Λειτουργίας, η ώρα της ειρήνευσης και της αγάπης, η ανάμνηση της θυσιαστικής ταπείνωσης του Θεού, αποτελούν για μας την είσοδο του Ερχόμενου στη ζωή μας. Το μέλλον δεν κρύβει αγωνία για μας, ούτε φόβο για την απώλεια της χαράς. Ζούμε την μονιμότητά της κάθε φορά που δοξάζουμε σαν τα παιδιά της Ιερουσαλήμ τον Κύριο. Μέσα στην Εκκλησία βγάζουμε τα ρούχα της υποκρισίας, του προσωπείου, της δικαιώσεώς μας, προσφέρουμε κάτι από την αμαρτωλότητά μας, γιατί αυτή θέλει ο Χριστός, και ζητούμε τη συγχώρεση. Προσευχόμαστε με χαρά στο Θεό ως Πατέρα μας και γευόμαστε την αδελφοσύνη και την ομορφιά της διαρκούς εισόδου Του στη ζωή μας.
Όποιος πιστεύει στον Ιησού ζει ένα άλλο μέλλον. Αυτό που είναι ήδη παρόν. Ζει τον Ερχόμενο. Και στην καθημερινότητά του μετά, μεταφέρει αυτή τη νοσταλγία του για το παροντικό μέλλον στους συνανθρώπους και αδελφούς του, αφήνοντας ιδεολογίες, προλήψεις, αδιαφορίες. Και περιμένει την νέα είσοδο στο Ναό της δόξης του Κυρίου. Μέχρις ότου αυτή η νοσταλγία, με τον θάνατό του, γίνει η αφετηρία της αιώνιας κοινωνίας. Με τον Ερχόμενο Ιησού. Αυτόν που τον αγαπά. Αυτόν που είναι "ο ων, ο ην και ο ερχόμενος". Ο προσωπικός μας Θεός και Σωτήρας.