Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς κατά την διάρκεια της εφηβείας είναι και ο διάλογος με τα παιδιά τους. Η όποια επικοινωνία από την πλευρά των γονέων έχει συνήθως τα χαρακτηριστικά του εκνευρισμού και της διδακτικής διάθεσης, της λογικής των απαγορεύσεων και της αυστηρότητας, ενίοτε και της αδιαφορίας από ένα σημείο και μετά, καθότι οι γονείς αισθάνονται ανασφαλείς να μιλήσουν στα παιδιά τους.
Οι έφηβοι, και λόγω των σωματικών αλλαγών και λόγω της ψυχοσύνθεσης της ηλικίας, δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους ούτε να συζητήσουν με ψυχραιμία. Ο λογισμός τους κάνει εύκολα άλματα, με αποτέλεσμα η λογική τους να είναι κυριολεκτικά εκνευριστική, λόγω του ότι δείχνουν ανυποχώρητοι και πεισματάρηδες σε ό,τι επιδιώκουν ή σε ό,τι πρεσβεύουν. Ας μην ξεχνούμε ότι οι γονείς αισθάνονται πως κρίνονται από τους εφήβους. Μπορεί η παιδική ηλικία να δημιουργεί την ψευδαίσθηση στους γονείς ότι είναι καλοί και πετυχημένοι, όχι μόνο ως προς τα παιδιά τους αλλά και μεταξύ τους, όταν όμως τα παιδιά μπούνε στην εφηβεία, τότε οι ψευδαισθήσεις μπαίνουν στο περιθώριο. Στα μάτια των εφήβων καθρεφτίζονται όλες οι αδυναμίες των γονέων, όλα τα λάθη και τα προβλήματα της οικογένειας.
Στην εποχή μας τα περισσότερα παιδιά ζούνε «κρυφή εφηβεία». Έχουν εκλείψει τα φαινόμενα άκρατης επαναστατικότητας του παρελθόντος, ενώ συνήθως οι έφηβοι δεν πολυμιλάνε για ό,τι τους απασχολεί. Το φορτωμένο πρόγραμμά τους, η αίσθηση ότι οι γονείς και η κοινωνία έχουν απαιτήσεις από αυτούς, οι φιλίες που τους εκτονώνουν, οι πρώτες σχέσεις, η τηλεόραση που μονοπωλεί τον ελεύθερο χρόνο τους, δίνουν ένα άλλο ύφος στην εφηβεία. Δεν λειτουργεί τόσο έντονα αυτό που παλαιότερα ονομάζαμε «χάσμα των γενεών». Τα ψυχολογικά συμπτώματα της εφηβείας μετατίθενται χρονικά για μετά την είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Εκεί που παλαιότερα ζούσαμε μετεφηβικές καταστάσεις, τώρα στην ουσία οι νέοι διέρχονται την εφηβεία τους.
Η παρατήρηση αυτή έχει αξία για τον διάλογο στο σπίτι κατά την διάρκεια των χρόνων του Γυμνασίου και του Λυκείου. Ο γονέας καλείται να ξεκλειδώσει την καρδιά του παιδιού του. Να το ενθαρρύνει να μιλήσει και να βγάλει τα συναισθήματά του, τόσο απέναντι στον ίδιο όσο και απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Να μη φοβηθεί τον εκνευρισμό και το πείσμα του. Να μη φοβηθεί να ακούσει αλλόκοτες απόψεις. Να προετοιμαστεί ώστε να έχει επιχειρήματα. Επειδή οι έφηβοι σήμερα έχουν πολύ περισσότερα ερεθίσματα απ’ ό,τι οι γονείς τους, όχι μόνο λόγω της απίστευτης έκτασης των πληροφοριών που λαμβάνουν μέσα από τα ΜΜΕ και τον κόσμο των υπολογιστών, αλλά και από τις συναναστροφές τους, οι προβληματισμοί τους συνήθως είναι τελείως διαφορετικοί από αυτά που οι γονείς θα περίμεναν να ακούσουν.
Ο γονέας χρειάζεται να προκαλεί τον έφηβο. Να τον διδάσκει με καλοσύνη και χιούμορ. Να έχει επιχειρήματα. Να ανοίγει μεγάλα θέματα και εγκαίρως. Να ορίζει τα πλαίσια στα οποία ο έφηβος μπορεί να κινείται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις ανάγκες του εφήβου, και να τηρεί τους κανόνες που ο ίδιος ορίζει, ώστε να μην υπάρχει σύγχυση. Και πάνω απ’ όλα μέσα από τον διάλογο ο γονέας να δηλώνει την αγάπη του στο παιδί του. Ακόμη κι αν η αγάπη αυτή φαίνεται σκληρή. Να προσεύχεται στο Θεό ώστε να έχει υπομονή και να μην εκνευρίζεται εύκολα. Να αφήνει να περάσουν άστοχα επιχειρήματα ή λεκτικές δοκιμασίες που ο έφηβος προβάλλει και να ξαναπιάνει το νήμα από την αρχή.
Ο γονέας καλείται να δυναμώσει την αυτοκριτική του για την πορεία της οικογένειας. Εσωτερικοί διχασμοί, αφοσίωση στην καριέρα, η κρίση στην αγάπη μεταξύ του ζευγαριού, οι αξίες που οι γονείς προσέφεραν στα παιδιά, όχι μόνο σε ηθικό, αλλά και σε κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, η αγωγή προς την ελευθερία της ύπαρξης, δοκιμάζονται. Η αυτοκριτική και η παραδοχή των λαθών ενδυναμώνει τον γονέα μπροστά στον έφηβο. Δείχνει ότι ο γονέας δεν είναι δέσμιος του εγωισμού που οδηγεί στα «αλάθητα», αλλά άνθρωπος. Οι εμπειρίες του γονέα από τη δική του εφηβεία θα δείξουν στο παιδί του την διαφορετικότητα όχι μόνο της εποχής, αλλά και της ζωής του καθενός. Το να μη θέλει ο γονέας το παιδί του αντίγραφό του και δούλο του αποτελεί ένδειξη ώριμης αγάπης και βεβαιότητας ότι η ζωή μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού και τίποτα και κανείς δεν είναι κτήμα μας.
Ο διάλογος δεν είναι εύκολο να έχει αποτελέσματα εάν ξεκινήσει στην εφηβεία. Η αγωγή των παιδιών έχει διάρκεια. Ο διάλογος έχει διάρκεια. Και ο διάλογος χρειάζεται χρόνο. Κοινές δραστηριότητες. Χρειάζεται να υπάρχει πρωτίστως μεταξύ των γονέων. Ακόμη, πάντως, κι αν δεν είμαστε ως γονείς αυτό που πρέπει, ακόμη κι αν δεν έχουμε την ενημέρωση για όλα όσα απασχολούν τους εφήβους μας, η αληθινή αγάπη που γεννά φιλία μεταξύ γονέα και εφήβου θα θεραπεύσει τις δικές μας μικρές ή μεγάλες ανασφάλειες. Και η πίστη θα χτίσει πάνω στην επιθυμία για κοινωνία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός