Τι είναι αυτό που ωθεί έναν νέο άνθρωπο να μην σέβεται μία εικόνα; Να θέλει να διακόψει την Θεία Λειτουργία, για να κάνει κατάληψη σ’ έναν ναό, στην προσπάθειά του να προβάλει κάποια αιτήματα; Αρκεί η έκφραση αποδοκιμασίας και αποτροπιασμού για τέτοιες κινήσεις που είδαμε στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης και στην Πολυτεχνειούπολη της Αθήνας; Ή μήπως θα άξιζε ως κοινωνία να προβληματισθούμε για τις αιτίες που οδηγούν σε τέτοιες απερίσκεπτες, ντροπιαστικές, για τους δράστες αλλά και για την ίδια την κοινωνία, και καταδικαστέες ενέργειες; Ποια ανατροφή και ποια παιδεία οδηγούν νέους ανθρώπους στο να αποϊεροποιούν τον κόσμο και να μην έχουν την αίσθηση του σεβασμού προς σύμβολα και αξίες τα οποία απορρίπτουν;
Γιατί το πρόβλημα δεν έγκειται όταν πρεσβεύουμε άλλα. Τούτο είναι θεμιτό και πηγάζει από την ελευθερία με την οποία ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο. Το μυστήριο της ελευθερίας, το οποίο επιτρέπει στον άνθρωπο να στραφεί ακόμη και εναντίον του Δημιουργού Του. Που ενώ «Χριστός υπέρ ημών απέθανεν», εμείς μπορούμε να αρνούμαστε να Τον αποδεχθούμε ως τον Κύριο και Θεό μας. Που παραθεωρούμε την αγάπη την οποία μας δίδαξε και την οποία η Εκκλησία διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού στην ανθρώπινη ιστορία, προβάλλοντας, μέσα από τα μυστήριά της, τα ιερά της σύμβολα και τις εικόνες της, όλους όσους έζησαν το μυστήριο της ελευθερίας, του αγώνα και της αγάπης προς μία εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από ό,τι η εποχή μας και οι «επαναστάτες» της επιλέγουν να ζήσουν.
Είναι εύκολο να αρνηθούμε τους νέους αυτούς. Να εκφράσουμε τις συντηρητικές μας σκέψεις, τον θρήνο μας για την κατάντια της κοινωνίας μας. Έτσι, αποτινάσσουμε τις δικές μας ευθύνες. Που δεν αντιδράσαμε στην «αρχή της ήσσονος προσπαθείας» που θριάμβευσε στην παιδεία μας τα τελευταία χρόνια. Που δεν οργανωθήκαμε ώστε να καταθέσουμε τις απόψεις μας για τα σχολικά βιβλία, τα οποία συνέβαλαν στην σταδιακή αποϊεροποίηση του κόσμου των παιδιών και των νέων. Που ανεχόμαστε, συντηρώντας με την τηλεθέαση που παρέχουμε στα τηλεοπτικά προγράμματα, να διαλύονται αρχές κι αξίες, ενώ μεγαλοδημοσιογράφοι, προπαγανδιστές της ισοπέδωσης, κλονίζουν κάθε εμπιστοσύνη στις παραδόσεις μας, στην πίστη μας, στην ιστορία, στην πατρίδα μας.
Είναι εύκολο να αρνηθούμε τους νέους αυτούς. Όταν δεν τους ακούσαμε ως γονείς, ως δάσκαλοι, ως κοινωνία. Όταν δεν τους πείσαμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών μας. Όταν τους ταΐζουμε για να εκτονωθούν μόνο θέαμα, ποδόσφαιρο και τηλεόραση, μόνο διασκέδαση, χορό, ξενύχτι, αλκοόλ και μουσική χωρίς νόημα και αληθινό καημό, μόνο δικαιώματα, χωρίς την χαρά του κόπου και την δύναμη που δίνει στον άνθρωπο η άρνηση.
Είναι εύκολο να αρνηθούμε τους νέους αυτούς. Όταν δεν τους αφήνουμε περιθώριο να στραφούν πουθενά, επειδή «η Εκκλησία είναι του παρελθόντος», «τα κατηχητικά δεν επιτρέπουν στα παιδιά να ζήσουν ελεύθερα», «το να είσαι τίμιος είναι ανοησία», «τα σχολεία υπάρχουν ως χάσιμο χρόνου ενώ η πραγματική παιδεία δίδεται στα φροντιστήρια, για να περάσουν τα παιδιά στο Πανεπιστήμιο», «η αξιολόγηση στην παιδεία θα οδηγήσει σε διακρίσεις» και όταν «η Κυριακή είναι για ξεκούραση, βόλτα, τηλεόραση» και όχι για συνάντηση με Θεό κι ανθρώπους.
Το εύκολο είναι να αρνηθούμε τους νέους αυτούς. Να τους φορτώσουμε τις δικές μας αμαρτίες. Ή να τους χαρακτηρίσουμε «προβοκάτορες», «αντιεξουσιαστές», «αναρχικούς», που δεν ξέρουν τι κάνουν. Το δύσκολο είναι να ξεκινήσουμε έναν πραγματικό διάλογο όχι για να διορθώσουμε τεχνικά ζητήματα, αλλά για την όλη πορεία της κοινωνίας μας και τον κόσμο που ζούμε. Ακόμη και αν φαίνεται ότι το ρεύμα μάς έχει παρασύρει και ότι τα περιθώρια αντίστασης και πραγματικής επανάστασης είναι ανύπαρκτα, όσοι ζούμε το ήθος και τον τρόπο της Εκκλησίας, και δεν είμαστε λίγοι, οφείλουμε να λάβουμε πρωτοβουλίες, ώστε τα μηνύματα και οι αξίες της παράδοσής μας να αποτελέσουν προτάσεις για την ζωή περισσότερων ανθρώπων.
Η Εκκλησία μας κάνει έναν μεγάλο αγώνα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Όπου συναντιέται με την παιδεία, δηλαδή τα πρόσωπα τα οποία δεν λειτουργούν μόνο επαγγελματικά, αλλά, κυρίως, αληθινά παιδαγωγικά, που έχουν αγάπη για τους ανθρώπους που έχουν απέναντί τους και προσφέρουν όχι μόνο την πεπερασμένη γνώση, αλλά και την αιώνια, όπως επίσης όπου συναντιέται και με την οικογένεια, με ζευγάρια που θέλουν για τα παιδιά τους ποιότητα εσωτερικής ζωής, εκεί το μπόλιασμα των αξιών λειτουργεί δημιουργικά. Γεννά αληθινούς επαναστάτες. Όχι με «μολότοφ» ή με «βεβηλώσεις», αλλά υπάρξεις που κρίνουν, που αγαπούν, που χαίρονται αληθινά τη ζωή. Νέους που ζούνε εν τω κόσμω, χωρίς να είναι εκ του κόσμου. Νέους που έχουν ως κέντρο της ύπαρξής τους τη σχέση με το Χριστό και τον άνθρωπο. Και γι’ αυτό γνωρίζουν να σέβονται και αυτό με το οποίο δεν συμφωνούν.
Μέχρι τότε, όσοι πληγωνόμαστε από τις βεβηλώσεις, ας προσευχόμαστε γι’ αυτά τα παιδιά. Είναι ίσως το μόνο που μας απομένει. Κι ας μην μας γνωρίζουν κι ας μην τα γνωρίζουμε. Ο Θεός λαμβάνει την αγάπη μας, θα αναπληρώσει το ελλείπον και θα θεραπεύσει το ασθενές. Και το δικό τους και το δικό μας.
Άρθρο στο περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Φεβρουάριος 2007
No comments:
Post a Comment