8/16/24

RACHEL CUSK, «ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΠΙΤΙ»


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 137-
RACHEL CUSK, «ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΠΙΤΙ», μετάφραση Δώρα Δαρβίρη, εκδόσεις GUTENBERG (σειρά ALDINA)

 Η Rachel Cusk  είναι μια σπουδαία σύγχρονη συγγραφέας, με κλασική παιδεία από την Οξφόρδη, άνθρωπος που γράφει όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να δείξει ότι στους καιρούς μας, αν έχεις σπουδάσει την ανθρώπινη ύπαρξη, τις σχέσεις, την ανάγκη να έχουμε ταυτότητα και προσωπικότητα όχι ετεροδιαμορφωμένη, αλλά ως καρπό αναζήτησης, οι κρίσεις της ηλικιακής εξέλιξης του ανθρώπου μπορούν να αποβούν γόνιμες, ακόμη κι αν πρέπει να καταβληθούν τα ψυχικά τιμήματα, αληθείας είνεκεν.

Στο νέο της μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορείται στα ελληνικά και πάλι από τις εκδόσεις Gutenberg, με τίτλο «Δεύτερο Σπίτι», σε ρέουσα και ποιοτική μετάφραση της Δώρας Δαρβίρη, το κεντρικό πρόσωπο είναι η Μ., μία γυναίκα στη μέση ουσιαστικά ηλικία, η οποία προσπαθεί να βρει αυτό που της λείπει σχετικά με την εικόνα του εαυτού της μέσω μιας πρόσκλησης σε έναν συγγραφέα και ζωγράφο, υπαρκτό πρόσωπο, τον Ντ. Λώρενς, τον οποίο θα φιλοξενήσει σε ένα σπίτι, δίπλα από το δικό της, όπου ζει με τον δεύτερο άντρα της Τόνι και την κόρη της από τον πρώτο γάμο Τζάστιν, μαζί με τον φίλο της Κουρτ. Η περιοχή βρίσκεται σε έναν βάλτο, όχι όμως με την έννοια του τροπικού χώρου, αλλά με την έννοια της μοναχικότητας, της ζωής κοντά στη φύση, σε έναν χώρο όπου ο καλλιτέχνης θα μπορούσε να ξεκουραστεί και να εμπνευστεί. Ο Λώρενς θα έρθει, μαζί με την φίλη του Μπρετ, και εκεί η παρουσία τους θα λειτουργήσει καταλυτικά για τα δύο ζευγάρια, στον αγώνα της αυτογνωσίας, της αναζήτησης του μεγάλου ερωτήματος που ταλαιπωρεί ουσιαστικά όλους τους ανθρώπους, αν η αγάπη που νιώθουμε είναι γνήσια, ενώ θα αποκαλυφθεί και η καρδιά και το συναίσθημα του ίδιου του συγγραφέα-ζωγράφου.

Στην πραγματικότητα η Cusk αναπτύσσει ένα θέμα, το οποίο στην εμπορευματοποιημένη εποχή μας λίγο το κατανοούμε: ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης στη ζωή μας. Σήμερα, λειτουργούμε περισσότερο ως καταναλωτές βιβλίων, κινηματογραφικών έργων, τηλεοπτικών σειρών, πινάκων ζωγραφικής, μουσικής, χωρίς όμως να εντρυφούμε στο γιατί μας αρέσουν ή και όχι, στο αν έχουν τη δυνατότητα να μας κάνουν να δούμε μέσα στην ψυχή μας τον ίδιο μας τον εαυτό. Παράλληλα, θέτει και ένα άλλο θέμα: αυτό του δεύτερου σπιτιού, του παράλληλου κόσμου στον οποίο φυλάμε αυτά που δεν χωρούν στην καθημερινή μας ζωή, τους πόθους και τα όνειρά μας, αυτά που θα θέλαμε να δούνε κάποιοι που τους θεωρούμε ικανούς να τα αποκρυπτογραφήσουν. Έτσι, έχουμε δύο ζωές: αυτή που ζούμε και αυτή που θα θέλαμε να ζήσουμε. Αυτό κάνει και η κεντρική ηρωΐδα, η Μ., η οποία σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε μορφή διαλόγου με έναν φίλο της (πραγματικό η πλαστό, αδιάφορο), τον Τζέφερς, περιγράφει όλο το ταξίδι της προς την συνειδητοποίηση ότι η αγάπη είναι το κλειδί για ν υπερβούμε τις φαντασιώσεις και τα απωθημένα, ότι μόνο οι σχέσεις που είναι πραγματικές, έχουν την πρακτική τους βάση, αναγνωριζόμαστε σ’ αυτές, όσο κι αν κάποιες στιγμές αφήνουν το μέσα κόσμο μας αχόρταστο, είναι αυτές που νοηματοδοτούν πραγματικά την ύπαρξή μας, την ψυχή και το σώμα μας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συμβολισμοί της Cusk. Η ηρωΐδα συλλαμβάνει την ιδέα να καλέσει τον Λ. σε ένα ταξίδι της στο Παρίσι και στην επίσκεψή της σε μία έκθεση ζωγραφικής. Η Ευρώπη που έρχεται στην Αμερική να της διδάξει την δύναμη της τέχνης, με μια έπαρση και μια αίσθηση ότι οι δικές της αξίες θα «ξεβλαχέψουν» τους Αμερικανούς, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν ότι κι εκεί υπάρχουν αξίες που ο άνθρωπος έχει ανάγκη. Γι’  αυτό και στο μυθιστόρημα τονίζεται σχεδόν αποκλειστικά η ιδιότητα του ζωγράφου στον Λ. , ενώ η συγγραφική του πλευρά αποτυπώνεται στην κριτική που κάνει στην απόπειρα του φίλου της Τζάστιν Κουρτ να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ο άνθρωπος της τέχνης είναι κυνικός. Δεν νοιάζεται για τις ψυχές των ανθρώπων που επενδύουν σ’ αυτόν, αλλά τους χρησιμοποιεί. Δεν διστάζει να γελοιοποιήσει τα πρόσωπά τους, όπως με το να καταστήσει την Μ. μοντέλο για την ζωγραφική του δέντρου του κακού στον Παράδεισο, αποτυπώνοντας το σώμα της με προσβλητικό τρόπο (έμμεση κριτική στο body shaming των καιρών μας). Όμως και αυτός θα ταπεινωθεί από τον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου που είναι η φθορά του θανάτου, ιδίως όταν ο καλλιτέχνης λειτουργεί αυτοκαταστροφικά, μη αφήνοντας να αγαπηθεί και να αγαπηθεί, παρασυρμένος από μια εωσφορική αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει (αλληγορία του τεχνολογοκρατούμενου κόσμου μας). Παράλληλα, βλέπουμε τον υπέροχο Τόνυ, άνθρωπο που μπορεί να μην καταλαβαίνει την γυναικεία ψυχή της Μ. στην απόλυτη ανάγκη της για αναγνώριση, να μη της δείχνει την απαραίτητη κολακεία που να καλύπτει τη φιλαρέσκειά της, αλλά είναι δίπλα της, θυσιαστικά, συγχωρητικά, αγαπητικά. «Τα θέλω όλα για να είμαι ευτυχισμένη», του λέει ουσιαστικά η Μ. Και εκείνος, με επίγνωση του τι μπορεί να δώσει, της δείχνει ότι υπάρχει η ομορφιά του συμβιβασμού της αγάπης, της αποδοχής όπως είναι, της διακριτικής παρουσίας που κάνει την αγάπη ζώσα πράξη και όχι θεωρία, διότι ο Τόνυ έχει μια μοναδική αρετή που λείπει από τους καιρούς και τις σχέσεις μας: την ταπείνωση.

Σας προτρέπουμε να διαβάσετε αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, γραμμένο από μια γυναίκα που δεν κάνει φεμινιστική προπαγάνδα για να γίνει αρεστή, αλλά εισχωρεί στα κατάβαθα της γυναικείας ψυχής για να δείξει το μείζον, ό,τι έχουμε ανάγκη όλοι, άνδρες και γυναίκες, την αγάπη. Αυτό που είναι ο Θεός και αυτό με το οποίο μας προίκισε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

16 Αυγούστου 2024