«Όταν θελήσεις να νουθετήσεις κάποιον, ώστε να πορευτεί τον δρόμο του αγαθού, πρώτα δώσ’ του μια ανάπαυση σωματική και τίμησέ τον με τον λόγο της αγάπης» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)
Πόσες φορές οι γονείς και οι μεγαλύτεροι θέλουμε να νουθετήσουμε, να συμβουλέψουμε τα παιδιά μας να ακολουθήσουν τον δρόμο που εμείς θεωρούμε, και συχνά έτσι είναι, ο σωστός! Βρίσκουμε, κάποτε, τοίχο στα λόγια μας. Τα παιδιά δείχνουν ότι ακούνε, στην πραγματικότητα όμως κάνουν το θέλημά τους, και αυτό μας θλίβει. Αναρωτιόμαστε, αν κάνουμε κάτι λανθασμένα. Αν έχουμε επιχειρήματα, σ’ αυτά που αναφέρουμε. Αν τηρούμε πρώτοι εμείς τα όσα ζητούμε από τα παιδιά να τηρήσουν. Κι αν διαπιστώσουμε ότι οι προϋποθέσεις είναι θετικές, το αποτέλεσμα όμως δεν είναι αυτό που περιμένουμε, αποδίδουμε την ανυπακοή, την απειθαρχία των παιδιών, την άρνησή τους να ακολουθήσουν αυτό που τους προτείνουμε στον χαρακτήρα τους, στο ότι επηρεάζονται από το φρόνημα του κόσμου, ο οποίος κείται εν τω πονηρώ, στο ότι οι παρέες τους τα παρασύρουν, στο ότι άλλοι παράγοντες, όπως το σχολείο, το κράτος, η κοινωνία γενικότερα δεν ασκούν υγιή επίδραση επάνω τους.
Σήμερα, βεβαίως, καταδικάζουμε και το Διαδίκτυο και την υπερ-ενασχόληση των παιδιών μ’ αυτό ως αιτία του κακού. Και είναι αλήθεια ότι το Διαδίκτυο θεριεύει τον εγωισμό των παιδιών, καθώς όντας μπροστά στην εικόνα που απορροφά την προσοχή, πόσο κοινωνικότητα, πόσα όρια, πόσο σεβασμό να περιμένει κάποιος, αφού τα πρότυπα είναι άλλα, όπως επίσης και η προτεραιότητα της ζωής είναι το «εγώ και η οθόνη μου, εγώ και ο διαδικτυακός μου κόσμος». Αυτό όμως είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί στους ψηφιακούς καιρούς μας. Μάλλον, θα πρέπει να συμβιβαστούμε και να προσπαθήσουμε να δώσουμε στα παιδιά κριτήρια που θα τα προσανατολίσουν σε υγιή σχέση με το Διαδίκτυο και όχι αυτή του ναρκισσιστικού εθισμού.
Υπάρχει όμως για το θέμα μας ένας ωραίος ασκητικός λόγος. Η συμβουλή δεν πιάνει, αν αυτός που συμβουλεύουμε δεν αισθάνεται ότι τον αγαπούμε και τον τιμούμε. Και η αγάπη δεν είναι μόνη δηλωμένη με τα λόγια. Είναι και με τα έργα που ξεκουράζουν το σώμα. Έχει να κάνει με την τροφή. Με την προσφορά ενός δώρου. Με την έξοδο για περπάτημα και παιχνίδι. Με την αίσθηση ότι προσέχουμε την εικόνα του άλλου, μας νοιάζει πώς είναι, τι του αρέσει, τι του δίνει αληθινή χαρά. Η μάνα που θέλει να μιλήσει στο παιδί, μπορεί να το ευχαριστήσει με ένα ωραίο φαγητό. Ο πατέρας που θέλει να δώσει ένα μήνυμα στο παιδί του, πρώτα πρέπει να το αγκαλιάσει, να παίξει μαζί του, να του δώσει χαρά και οικειότητα. Αλλά και ο λόγος της αγάπης είναι σπουδαίος. Η αίσθηση της έγνοιας. Ότι το παιδί, ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν παύει να είναι παιδί μας. Ότι δείχνουμε τον δρόμο ως μεγαλύτεροι, τον οποίο κι εμείς ακολουθούμε, όχι αρνούμενοι διαφορετικές επιλογές, αλλά μοιραζόμενοι την εμπειρία, την πρόταση, την αγάπη με τον νεώτερο.
«Για να νουθετήσεις, πρέπει να τιμήσεις», μας διδάσκει ο ασκητής. Εισακούεται ο λόγος μας, όταν αυτός στον οποίο τον απευθύνουμε νιώθει ότι δεν τον έχουμε απορρίψει, όσα λάθη κι αν έχει κάνει. Ότι νοιαζόμαστε και προτείνουμε, χωρίς να επιβάλουμε. Πως όποια κι αν είναι η στάση του άλλου, εμείς θα αγαπούμε. Όταν, τελικά, ο άλλος αισθάνεται ότι νιώθουμε το πρόσωπό του, την εικόνα του Θεού σ’ αυτόν.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της Τετάρτης 12 Ιουνίου 2024