ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 5
Mέσα μου φέγγουνε άσβηστα και τα
γλαυκά σου μάτια.
Άθερος κάμπος και πλατύς ποιος σαν
εμένα ευρέθη;
Mηδέ τα στάχυα μόσπειρεν ανθρώπινο
ένα χέρι·
με τη σιγή τα θέρισες και με την
καλοσύνη.
Kι αν κάποτε τα μάτια σου με
βλέπουνε, σα μάτια
που απάνω αλησμονήθηκαν σε σιωπηλό
ποτάμι,
κι ως ακλουθάν τα ρέματα, το κλάμα
αργά ανεβαίνει
- τα μάτια φεύγουν από με κι
ακολουθάν το ρέμα-
σκυμμένα δεν αναρωτούν για με τη
γη, που πέφτει
η σκιά μου ως ανοιξιάτικου συννέφου
απάνωθέ σου,
και το χαμόγελο ως βουβή πλατιά
αστραπή του Mάη·
ως την καρδιά σου απ' το θαμπό τον
ίσκιο του θανάτου
σου αλάφρωσα, και το αίμα σου στη
φλέβα ρέει σα λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτάν τα μάτια σου
ωσά μάτια
π' αλησμονήθηκαν ψηλά στο ημερινό
φεγγάρι!
(Άγγελος Σικελιανός, «Τύμβος»)
Θα ‘θελα να ‘μουν στο ανώγαιον το μέγα, το εστρωμένον,
να βλέπω τα μάτια του Χριστού, την ώρα που κοιτάνε τον Πέτρο, τον Ιωάννη, τον
Ιούδα. Τον Πέτρο με το παράπονο ότι δεν θα έχει το θάρρος να πει ότι «σε
γνωρίζω, Κύριε». Τον Ιωάννη με το παράπονο ότι ζήτησε να είναι ο κριτής της γης
και τη λίγη ώρα της αγρύπνιας και της προσευχής στη Γεθσημανή η αγάπη λύγισε
μπροστά στον κόπο. Τον Ιούδα, με το παράπονο ότι ένα όραμα πολιτικό και μια
χούφτα αργύρια γέννησαν τον μεγάλο καημό: «Γιατί με μίσησες;».
Θα
‘θελα να ‘μουν στο ανώγαιον το μέγα, το εστρωμένον για να μην ξεχάσω τη δική
μου λήθη, τη δική μου ακηδία, τη δική μου παραμόρφωση του Προσώπου Του. Μα πιο
πολύ για να νιώσω μέσα μου βαθιά τη σιγή και την καλοσύνη Του. Και άμπωτες να
μπορούσα, σκιά κι εγώ, να Τον αλαφρώσω λίγο ότι η θανή Του άξιζε για μένα, ότι
το Σώμα και το Αίμα του μ’ ανάστησαν, ότι το βλέμμα Του θα φύγει απ’ το
παράπονο και θα μου χαμογελάσει.
Εκείνος μ’ αγαπά. Εγώ;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
2 Μαΐου 2024
Μεγάλη Πέμπτη