ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 119- ΤΖΩΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ, "ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ",
μετάφραση ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ, εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
Ο Τζωρτζ Στάινερ, ένας από τους πιο σπουδαίους
διανοητές του παλιού και του νέου αιώνα στον οποίο βαδίζουμε, αφήνει συνεχώς το
στίγμα του σε όποιον θέλει να προβληματιστεί για την ζωή, την κοινωνία και τον πολιτισμό
μας. Έχοντας φύγει πρόσφατα από την ζωή (2020), μας δίνει την δυνατότητα να
φιλοσοφήσουμε πάνω στο δυσκολότερο γεγονός της, που είναι ο θάνατος. Πρόσφατα
κυκλοφορήθηκε στα ελληνικά, σε μετάφραση και εξαιρετικό επίμετρο του Σεραφείμ
Βελέντζα, ένα βιβλίο με τίτλο "Περί θανάτου", το οποίο περιλαμβάνει δύο
μέρη.
Στο πρώτο, ο συγγραφέας παίζει ως εξαίρετος
λογοτέχνης, με τα σπαράγματα ενός καψαλισμένου χειρογράφου του εν πολλοίς
άγνωστου φιλοσόφου του 2ου αι. π. Χ.
Επίχαρνου της Άγρας. Ο Στάινερ σχολιάζει τις προτάσεις-σπαράγματα, τις οποίες
καταγράφει σε μεγαλογράμματη γραφή και όχι σε στα αρχαία ελληνικά, αλλά
μεταφρασμένες από τον ίδιο. "¨Όταν μιλά η αστραπή λέει σκοτάδι",
"Φιλία ερωτοκτόνος", 'Υπάρχουν λέοντες υπάρχουν ποντικοί",
"Το κακό είναι", "Στη θεά ύμνησε το χρήμα", "Διάψευσε
τον Όλυμπο αν μπορείς", "Γατί κλαίω όταν τραγουδά ο Αρίων;",
"Φίλος θάνατος", είναι οι
τίτλοι των μικρών δοκιμίων που καταγράφουν τα σχόλια του Στάινερ σε θέματα υπαρξιακά. Η αποφατικότητα, η σιωπή και ο προορισμός του
ανθρώπου. Η φιλία που σκοτώνει ή
παρατείνει τον έρωτα (εξαιρετικό κείμενο που δείχνει ότι ο έρωτας δεν πεθαίνει
αν μετατραπεί σε φιλία των ερωτευμένων, που υπερβαίνει την σωματική εξάρτηση-
άμποτες να το έβλεπαν αυτό οι άνθρωποι σήμερα, έστω και λίγο). Η σύζευξη των
χαρισμάτων με την παιδεία και την άρνηση να ταυτίσουμε την πρόοδο με την κυριαρχία
διάφορων ελίτ ("Η μεγαλοφυΐα χλευάζει το αδύνατο. Σήμερα, ένα άτομο
ανίκανο για την παραμικρή σωματική κίνηση, που μιλάει με μεταλλικό λάρυγγα από
ένα αναπηρικό καροτσάκι, χαρτογραφεί τις μακρινές όχθες του σύμπαντός μας"-
Στήβεν Χώκινγκ, σ. 34). Η οντολογική ανυπαρξία του κακού που δεν γίνεται δεκτή
από την μυθολογία και την λογοτεχνία, κάποτε και από την ίδια την
πραγματικότητα και δεν δικαιολογεί την αδιαφορία μας έναντί του. Η ιδέα του
πλούτου, που υπερβαίνει την "οικονομία της αγιότητας που είναι η
οικονομία του ζητιάνου" (σσ. 44-45), ως απληστία και τσιγκουνιά, ως
επιβράβευση του τίμιου ιδρώτα, κατά τον προτεσταντισμό, την παντοδυναμία του
άγριου καπιταλισμού, που παλεύει να εξαγοράσει και τον θάνατο. Η απόπειρα των θεολόγων να ερμηνεύσουν με
επιχειρήματα την ύπαρξη του Θεού και η σύγκρουσή τους με ένα μη πειστικό ρεύμα
αθεΐας ("Μπορεί να μην υπάρχει λογική ούτε τελεολογική απόδειξη ότι ο
Θεός υπάρχει, δεν έχουμε όμως ούτε απόδειξη πως δεν υπάρχει", σ. 58). "Τι
γίνεται η λογική, η βούλησή μας, η ψυχολογική και ηθική εγκράτειά μας όταν
ακούμε μουσική;" (σ. 59), ένα
από τα ωραιότερα κείμενα του βιβλίου, που δείχνει ότι "η μουσική είναι
απόλυτα και υπερβατικά άχρηστη, όμως δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς αυτή.
Είναι αμεταγλώττιστη" (σ. 63) και ότι η ζωή μας χωρίς αυτήν "θα
ήταν ασύλληπτα φτωχή" (σ. 69). Τέλος, το μεγάλο ερώτημα αν πρέπει να
επιλέγουμε, εφόσον έχουμε την δυνατότητα, την ευθανασία, ώστε να δούμε τον
θάνατο ως φίλο μας.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που επιγράφεται "Ο
θάνατος του θανάτου;", ο Στάινερ κάνει μία δυνατή αναφορά στην ιστορία του
θανάτου, θέτοντας το ερώτημα πότε και πώς ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι πρέπει
να αποδεχτεί την αναπόφευκτη θνητότητα, την αντίληψη ότι "υπάρχω άρα
πεθαίνω" (σ. 83). Εξηγεί το πώς οι γλωσσικοί μηχανισμοί, οι
γραμματικοί τρόποι, κυρίως οι
εγκλίσεις ("είμαστε παιδιά της υποτακτικής", σ. 85) και οι υποθετικοί
λόγοι, ιδίως το μη πραγματικό, μας έδωσαν και μας δίνουν την δυνατότητα να
σκεφτούμε την ζωή στην προοπτική του θανάτου., τουτέστιν να μας ωριμάσουν. Ο
Στάινερ σχολιάζει την ανάγκη του ανθρώπου να αποδεχτεί κάποια μορφή αθανασίας,
με έμφαση στην ανάσταση. Τονίζει ότι η ιστορία του ανθρώπινου ψυχισμού και τα
πνευματικά θεμέλια των πολιτισμών μα καθορίστηκαν από την προσπάθεια του homo
sapiens "να εξημερώσει, να
ξεγελάσει, να αναβάλει την τυραννία του παντοδύναμου θανάτου" (σ. 93. Στην εποχή μας,
λέει ο Στάινερ, τείνουμε να οδηγηθούμε σε μια "αλλαγή παραδείγματος",
"στον θάνατο του κλασικού θανάτου". Αυτό γίνεται από την μία με τον
εθισμό μας σ' αυτόν, με τις σφαγές και τους
πολέμους, το ολοκαύτωμα των Εβραίων, με την στατιστικοποίηση του θανάτου, και
από την άλλη με την ανάπτυξη των βιοεπιστημών, που μας κάνουν να ζούμε μία
προσμονή ότι θα παραταθεί η ζωή μας και ότι με την μεταμόσχευση οργάνων, ακόμη
και μνήμης, θα αγγίξουμε την υπέρβαση του θανάτου. Η επιστήμη γεννά τέτοιες
προσδοκίες. Δεν είναι όμως για όλους.
Ο Στάινερ θα κλείσει τις σκέψεις του με την αναφορά
στην αυθεντική αγάπη, που γίνεται και μοναχικότητα, να κρατάμε την αξιοπρέπειά μας
απέναντι στους άλλους, ιδίως και στον θάνατο. Η αγάπη είναι συνδεδεμένη με την
ελευθερία. Καλούμαστε να ελευθερωθούμε όμως από την δημόσια έκθεση των στιγμών της
ζωής μας, ακόμη και του θανάτου, από την υπέρβαση της δήθεν θεραπευτικής
κοινωνίας των εικονικών πραγματικοτήτων. Ο θάνατος είναι ατομικό γεγονός. Είναι
όμως συγκλονιστικά μοναδικό. Χρειάζεται σεβασμό, αν αγαπούμε και μας αγαπούν.
Σίγουρα, όχι ψέματα.
Ο λόγος του Στάινερ, σπουδαίου φιλοσόφου, καθηγητή της συγκριτικής λογοτεχνίας, εβραϊκής καταγωγής, μας δείχνει ότι όσο κι αν η πίστη στον Θεό φεύγει από τις καρδιές των ανθρώπων και ιδίως των φιλοσοφούντων και φιλοσόφων, μπορεί να συναντηθεί με την ανάγκη μας να δούμε πολύπτυχα τα μεγάλα γεγονότα της ζωής. Ο διάλογος γίνεται αφόρμηση επίγνωσης και εκζήτησης νοήματος. Κι εδώ ο λόγος των ξεχωριστών είναι βοήθεια.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
10 Αυγούστου 2023