«Ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου» (Β’ Κορ. 12, 4-5).
«Μεταφέρθηκε ξαφνικὰ στὸν παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο θὰ καυχηθῶ· γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ταλαιπωρίες μου»
Οι
άνθρωποι καυχιόμαστε για τις επιτυχίες μας στη ζωή, στον έρωτα, στα γράμματα,
στην εργασία, στα υλικά αγαθά, στην αποδοχή μας από τους άλλους, ιδίως στους καιρούς
της εικονικής πραγματικότητας. Μας φαίνεται αδιανόητο να καυχηθούμε για συμπτώματα
που ο κόσμος και ο πολιτισμός μας τα θεωρούν ήττες, όπως για παράδειγμα την ασθένεια
και την ταλαιπωρία. Αντίθετα, το ξορκίζουμε, για να φύγουν όσο το δυνατόν
μακρύτερα από εμάς. Θέλουμε συνήθως γεγονότα χαράς να διαπνέουν την προσωπική μας
πορεία και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε πολύ να αποδεχθούμε ότι
υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Την απωθούμε, αλλά και λυπόμαστε
γι’ αυτήν. Είναι ανθρώπινο. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χριστός ενώπιον του θανάτου
του φίλου Του Λαζάρου δάκρυσε. Ενώπιον του δικού Του θανάτου είχε αγωνία στην
Γεθσημανή. Υπερέβη την ήττα επάνω στον Σταυρό κυρίως με συγχώρηση, σιωπή και
προσευχή. Η τελευταία του φράση όμως ήταν διπλή: το «τετέλεσται» του πόνου,
αλλά και της ολοκλήρωσης του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, όπως και το «πάτερ,
εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου», της εμπιστοσύνης και της αγάπης, την
ώρα της εξόδου Του από αυτόν τον κόσμο. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν σημεία πολύτιμα
και για την δική μας ανάγκη να αποδεχθούμε τις ήττες στις οποίες μας οδηγούν ο
χρόνος, η φθορά, χωρίς να μας στερούν την ελπίδα της ανάστασης και της αιωνιότητας.
Ο
απόστολος Παύλος όμως μάς βοηθά ως πιστούς να δούμε και μιαν άλλη προοπτική.
Γράφοντας στους Κορινθίους, διηγείται με έμμεσο τρόπο την εμπειρία του
Παραδείσου που έζησε, σαν να μην ήταν ο ίδιος. Διηγείται την έκστασή του από τα
μέτρα του χρόνου και του κόσμου, χωρίς να μπορεί να είναι βέβαιος αν το σώμα
του συμμετείχε σ’ αυτήν, την αρπαγή του στην βασιλεία του Θεού, τα λόγια και
την πληρότητα της χαράς που ένιωσε ακούγοντάς τα, δηλαδή την κοινωνία του
λόγου, της όρασης, της μετοχής της ύπαρξης στην σχέση με τον Χριστό, ως
πρόγευσης της βασιλείας των ουρανών. Όμως ο απόστολος των εθνών δεν αφήνει τον
εαυτό του στην παρούσα ζωή να καυχηθεί για τα επιτεύγματά του, για την δόξα την
οποία λαμβάνει επειδή μιλά για τον Θεό, βαπτίζει ανθρώπους, ιδρύει Εκκλησίες,
συμβουλεύει και καθοδηγεί, ξεκαθαρίζοντας την αλήθεια της πίστης. Καυχάται για
την σχέση με τον Χριστό, καυχάται όμως και για τις ασθένειες του, για ό,τι
δηλαδή οι υπόλοιποι απορρίπτουμε.
Σπουδαίος
αυτός ο λόγος για μας τους χριστιανούς του καιρού μας. Από την μία να
καυχόμαστε διότι ο Χριστός μας αγαπά, διότι μας περιμένει η ανάσταση και η ζωή,
η μετοχή μας στην χαρά της βασιλείας, ακόμη και μέσα από τον πόνο του θανάτου
κάθε μορφής. Από την άλλη, να καυχόμαστε στις ασθένειές μας, στις δοκιμασίες μας,
στη φαινομενική μας ήττα ότι τα στοιχεία
αυτά έρχονται στην ζωή για να μην υπερηφανευόμαστε, για να μην αισθανόμαστε πώς
ό,τι πετυχαίνουμε στην ζωή είναι αρκετό για να μας καταξιώνει. Μας υπενθυμίζουν
τις αμαρτίες μας, που νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν. Μας δείχνουν ότι χρειάζεται η
κάθαρση διά της υπομονής. Η συναίσθηση της φθοράς, για να επιζητούμε την χάρη
του Θεού. Ότι τελικά μέσα στις αδυναμίες, τις ασθένειες, τον θάνατο ακόμη, ο
Θεός δεν μας λησμονεί, ότι γίνεται ο βοηθός μας και κάνει την ήττα νίκη της ζωής
και της ελπίδας.
Χρειάζεται κουράγιο. Να πάρουμε βαθιά ανάσα, να προσευχηθούμε, να νιώσουμε ότι ο καθένας μας, με αυτό που είναι, έχει μια αποστολή μεγάλη στην ζωή: να φανερώνει τον Χριστό, να αγαπά, να αντέχει, να επιστρέφει από τα πάθη και τα λάθη και να εμπιστεύεται. Τα υπόλοιπα είναι η δωρεά της αγιότητας, καθώς ο Χριστός δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
30 Οκτωβρίου 2022
Ε’ Λουκά