12/4/21

ΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΕΝ ΑΙΣ ΔΕΙ ΕΡΓΑΖΕΣΘΑΙ


 «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἕξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου» (Λουκ. 13, 14)

«Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως, ἀγανακτισμένος ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς ἔκανε τὴ θεραπεία τὸ Σάββατο, γύρισε στὸ πλῆθος καὶ εἶπε· «Ὑπάρχουν ἕξι μέρες ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργάζεται κανείς· μέσα σ’ αὐτές, λοιπόν, νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεστε, καὶ ὄχι τὸ Σάββατο». 

            Οι ανθρώπινες ανάγκες δεν γνωρίζουν μέρα και ώρα. Κάθε στιγμή ο καθένας μας έχει ανάγκη να φάει, να πιει, να έχει τα αγαθά που του χρειάζονται για την επιβίωσή του, να αγαπήσει, να αγαπηθεί. Κι ενώ έχουμε κληθεί να ζούμε εν χρόνω, η διαχείριση του χρόνου δεν συμβαδίζει πάντοτε με τις ανάγκες μας. Δεν είναι η τεμπελιά, ο κακός προγραμματισμός ή, άλλοτε, η υπερδραστηριότητα που μας κάνουν να χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, τον ρυθμό του μόνο. Είναι και μια πεποίθηση ότι ο χρόνος είναι μπροστά μας. Ότι είναι υπεραρκετός, ιδίως για τους νεώτερους, με αποτέλεσμα να αφήνουμε για αύριο πολλά από αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε σήμερα. Παρόλα αυτά οι ανάγκες μας εξακολουθούν να μας υπενθυμίζουν ότι ο χρόνος μας θέλει διαχείριση ουσιαστική, ώστε να μην χάνεται ανεπιστρεπτί.

            Από την άλλη, συχνά μας διακρίνει μια υποκρισία στον τρόπο με τον οποίο ισχυριζόμαστε ότι θα έπρεπε να διαχειριστούμε τον χρόνο μας. Βάζουμε μπροστά τις υλικές μας ανάγκες, λησμονούμε όμως ότι η ύπαρξη έχει και μια καίρια διάσταση, που είναι η δίψα της για αγάπη και αιωνιότητα. Γι’ αυτές μας τις ανάγκες δεν βλέπουμε αυθεντικά. Αφήνουμε τον χρόνο να περνά. Περιμένουμε τα πράγματα να έρθουν από μόνα τους. Ζούμε με ανθρώπους που αγαπούμε και μας αγαπούν. Δεν τους το δείχνουμε ούτε ζητάμε από αυτούς να το δείξουν. Μας απορροφούν, ιδίως σήμερα, η εκκοσμικευμένη πραγματικότητα, η εικόνα, η έξοδος, το ξέσκασμα, η εκζήτηση της ηδονής, με αποτέλεσμα ο προσανατολισμός να είναι ο εαυτός μας. Και όταν υπάρχουν ευκαιρίες να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη ή ευκαιρίες να χαρούμε επειδή μας αγαπούν ή επειδή στον κόσμο εμφανίζεται η αγάπη, τότε εμείς αφήνουμε να πρυτανεύουν οι δικές μας, κάποτε στενόκαρδες, αντιλήψεις  ή η αδιαφορία μας για την χαρά.

            Στην θρησκευτική παράδοση προστίθεται και μια άλλη διάσταση εκτός του προσανατολισμού στο εγώ. Είναι η υποκρισία. Επειδή ο κόσμος και οι άνθρωποι δεν είναι όπως εμείς θέλουμε ή η χαρά δεν έρχεται με τον τρόπο που εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να έρθει ή επειδή εμείς την στερούμαστε ή επειδή κρίνουμε τα πάντα με το γράμμα του νόμου, έρχεται η άρνηση να αποδεχτούμε ότι οι ανάγκες των άλλων ανθρώπων, ακόμη κι αν δεν είναι πνευματικές καθαυτό δεν είναι τόσο σημαντικές όσο αυτό που η θρησκευτικότητα θεωρεί. Έτσι, φτάνουμε στην υποτίμηση της χαράς του άλλου, όταν οι ανάγκες του καλύπτεται, φτάνουμε στην απόφαση ότι τα πάντα εξαρτώνται από τον τρόπο της δικής μας θέασης και αν δεν είναι όπως εμείς τα θέλουμε, τότε δεν καλύπτονται από την αλήθεια της πίστης.

            Στο θαύμα της θεραπείας της συγκύπτουσας γυναίκας από τον Χριστό στην συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου όλοι χαίρονται. Ο Χριστός βλέπει την ανάγκη της γυναίκας να γιατρευτεί. Ταυτόχρονα, βλέπει την υπομονή της. Την αφοβία της να μην υποκύψει στην νοοτροπία των φανατικών ότι ήταν καταραμένη από τον Θεό εξαιτίας της ασθενείας της και να μην κλειστεί στον εαυτό της, να μην αρνηθεί να πάει στην συναγωγή, για να μην αντιμετωπίζει τον οίκτο και την περιφρόνηση των άλλων, των δήθεν «αναμάρτητων». Και ο Χριστός την γιατρεύει, απολύοντάς την από την ασθένεια, για την οποία λέει ότι ο σατανάς την κρατούσε δεμένη σ’ αυτήν. Όμως ο αρχισυνάγωγος, ο εκφραστής του μωσαϊκού νόμου, ο εκφραστής μιας θρησκευτικότητας τύπων και συμφερόντων και όχι λυτρωτικής κοινωνίας με τον Θεό της αγάπης, σπεύδει να αρνηθεί την ανάγκη της γυναίκας να γίνει καλά και διαλέγει να μείνει στην ανάγκη τήρησης του γράμματος του νόμου, με την πρόφαση ότι τα Σάββατα απαγορεύονται τα θαύματα!  Ουσιαστικά ακυρώνει και τις εντολές του Θεού με την στάση του αυτή. Δεν τον ενδιαφέρει όμως. Η υποκρισία έχει διαστρέψει την καρδιά του.

            Κάθε ώρα είναι ώρα αγάπης. Κάθε μέρα καλούμαστε να εργαζόμαστε την αγάπη και με αγάπη. Οι ανάγκες μας, ναι, πρέπει να καλυφθούν. Κανείς δεν ζητά να είμαστε εκτός του κόσμου μας. Όταν όμως υπάρχει η πίστη στον Χριστό, όταν υπάρχει η πρόκριση της αγάπης, τότε ο χρόνος μας δεν χάνεται. Δεν είναι μόνο η υλική ελεημοσύνη που είναι έκφραση της αγάπης. Είναι η απόφασή μας να χαιρόμαστε με την χαρά του άλλου. Να γνωρίζουμε ότι πίσω από κάθε πράξη αγάπης κρύβεται ο Θεός. Και τότε κάθε έργο μας είναι αγάπη. Κάθε λόγος μας είναι αγάπη. Κι ακόμη και τα λάθη μας θα γίνονται ευκαιρία για να βλέπουμε τι μας λείπει για να προχωρήσουμε, για να αγαπήσουμε,  για να γίνουμε ένα με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στην Εκκλησία.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

5 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή Ι’ Λουκά