«Σ’ όποια διακονία κι αν βρεθείτε, τίποτα να μην κάνετε με φιλονικία, τίποτα με ταραχή, αλλά με ειρήνη» (Αββάς Δωρόθεος)
Στην
καθημερινότητα της σχέσης, στην καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής έρχεται
συχνά ένα αίσθημα αγγαρείας, ένα αίσθημα πως ό,τι πρέπει να γίνει είναι εξ
ανάγκης. Αυτό φέρνει ταραχή. Φέρνει φιλονικία, καθώς ο άλλος για τον οποίο
γίνεται, λαμβάνει κάτι ανεξαρτήτως αν του αξίζει ή όχι, ανεξαρτήτως αν αυτός
που το προσφέρει έχει διάθεση, έχει χρόνο, μπορεί να κάνει αλλιώς. Ιδίως σε
εργαζόμενους ανθρώπους, οι δουλειές του σπιτιού είναι ένα μικρότερο ή
μεγαλύτερο μαρτύριο, καθώς προστίθενται στο πρόγραμμα της εργασίας και γίνονται
υποχρέωση. Ανάλογη συμπερίληψη είναι το να συνοδευτούν τα παιδιά στα φροντιστήρια
ή στις εξωσχολικές τους υποχρεώσεις, να διαβάσουν με τη βοήθεια των
μεγαλύτερων, να γίνει συζήτηση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο σχολείο
ή αλλού.
Η κούραση
λοιπόν φέρνει γκρίνια. Ο λογισμός μάς βασανίζει. Θα θέλαμε να ξεκουραστούμε. Να
κάνουμε κάτι άλλο. Μελαγχολούμε. Κάποτε τα παρατάμε. Συχνά μας φταίει ο άλλος
γιατί δεν αναλαμβάνει κάτι περισσότερο. Άλλοτε περιμένουμε ένα «ευχαριστώ», μία
αναγνώριση, έναν έπαινο και όταν εκείνος ή εκείνη δεν το προσφέρει, τότε η
διάθεσή μας χειροτερεύει. Η ειρήνη στην σχέση κινδυνεύει. Και η συνήθεια
σκοτώνει τον έρωτα. Μας κάνει να απορροφιόμαστε στο πρόγραμμά μας, να
αδιαφορούμε τελικά καρδιακά για τον οικείο μας και ένα παράπονο να είναι
ανεβασμένο στην σκέψη και την καρδιά μας.
Ο ασκητικός
λόγος είναι πολύτιμος. Δεν είναι η διακονία του πλησίον ανάγκη, αλλά προσφορά.
Μπορεί να υπάρχει κόπωση. Όμως αν μέσα μας πρυτανεύει η σκέψη ότι χαρά δίνει η
αγάπη, τότε η ψυχή μας θα ειρηνεύει. Διότι η διακονία θα έρχεται με μια
φυσικότητα, ότι δίνω σ’ αυτόν, σ’ αυτήν, σ’
αυτούς που αγαπώ. Και, παράλληλα, θα βάζω τον καλύτερο εαυτό μου, για να
εκφράσω την χαρά μου και να τους κάνω να χαρούνε. Ακόμη κι αν η αντίδρασή τους
είναι πως κάνω τα αυτονόητα, εντούτοις για μένα είναι αρκετό ότι δίνω τον εαυτό
μου.
Αυτή η
στάση ζωής δεν αρνείται φυσικά την κόπωση που η διακονία γεννά. Και γι’ αυτό χρειάζεται οι ίδιοι να αισθανόμαστε
μέχρι πού φτάνουν τα όρια και τα μέτρα μας. Να μην επιτρέπουμε σε έναν κρυφό
εγωισμό να μας κάνει πως πρέπει να δείξουμε ακούραστοι και ασταμάτητοι. Η
προσευχή μας βοηθά να αντέχουμε. Όμως
μάς χρειάζεται και η ειλικρίνεια να αναγνωρίζουμε τα μέτρα μας. Να ζητάμε από
τον άλλους να σεβαστούν τις αντοχές μας. Να κάνουμε ένα διάλειμμα στο
πρόγραμμα. Να κατανοούμε ότι χρειαζόμαστε ανατροφοδότηση. Να ρίχνουμε μια ματιά
και στον μέσα κόσμο μας. Και να φροντίζουμε και αυτό που φαίνεται στους άλλους
να είναι νοικοκυρεμένο, καλαίσθητο, όμορφο. Ακόμη κι αν θέλουμε λίγο χρόνο
παραπάνω.
Το εγώ μας
μάς λέει ότι περνάμε από εξετάσεις κάθε στιγμή. Αυτό μας κάνει υπεύθυνους.
Κάποτε όμως μάς κλέβει και την χαρά.
Διότι φτάνουμε να κάνουμε τα πάντα για να αποδείξουμε στους άλλους ότι
αξίζουμε, χάνοντας όμως την ψυχική μας ισορροπία. Η θεία κοινωνία και η
προσευχή, λειτουργική και προσωπική, η μελέτη, ένας περίπατος, μία έξοδος από
την ρουτίνα, είναι δρόμοι που μας οδηγούν στην ειρήνη της καρδιάς και στην
διάθεση να δίνουμε με αγάπη. Το χρειαζόμαστε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε
στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο
της Τετάρτης 1ης Δεκεμβρίου 2021