ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 82- ΛΙΑΝΑ ΤΣΙΡΙΔΟΥ, «ΜΗΝ ΤΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ», εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ
Οι
περισσότεροι άνθρωποι τη φοβούνται τη νύχτα. Είναι η κούραση, είναι ένα αίσθημα
μοναξιάς, κάποτε ματαιότητας, ένας φόβος θανάτου, η επόμενη ημέρα με τις
υποχρεώσεις της, η ανάγκη να δεις τους δικούς σου ανθρώπους στο σπίτι σου και
να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με ό,τι οι σχέσεις σου μαζί τους απαιτούν, ιδίως
την αλήθεια για το ποιοι είμαστε όλοι. Η συγγραφέας δεν την φοβάται τη νύχτα.
Την θεωρεί σύμμαχο. «Θα πέσει η νύχτα πάλι ευεργετική, θα μας γιατρέψει από
τις γρατσουνιές, από τα αγχωμένα βήματα στη βουή της πόλης, τις αδιάφορες
κουβέντες, τη σκοτούρα της άδειας τσέπης μας. Θα πέσει η νύχτα πάλι, θα μας
γιατρέψει από τις χαρακιές , από τα αφηρημένα βλέμματα των φίλων, τα λόγια που
δεν έπρεπε να ξεστομιστούν, τα ψέματα που δεν κατάφεραν να κρυφτούν. Θα πέσει η
νύχτα πάλι. Θα μας γιατρέψει και από τις βαθιές πληγές, από τις ενοχές που μας
τύλιξαν με δηλητήριο, από τις καλά μεταμφιεσμένες προδοσίες, από τους ανυπόφορα
δειλούς εαυτούς μας. Θα μας γιατρέψει. Α, είναι σπουδαίες οι θεραπευτικές
ιδιότητες της νύχτας όσο μπορούμε ακόμη να μοιραζόμαστε μια μουσική να ζωντανεύει
το λιποθυμισμένο μας συναίσθημα, ένα κρασί να καθαρίζει το απελπισμένο μας
μυαλό ένα χάδι να παγιδεύει μικρά κομματάκια αιωνιότητας. Μην τη φοβάσαι τη
νύχτα, είναι σύμμαχος» (σελ. 20). Η νύχτα είναι μαρτύριο για όσους δεν
ελπίζουν. Για όσους δεν πιστεύουν στο φως, στην αγάπη, στην αιωνιότητα. Ακόμη
όμως και γι’ αυτούς μπορεί να γίνει ένα
σημείο του χρόνου μας που θα μας κάνει να μαζέψουμε τα κουράγια μας, να δούμε
τον μέσα κόσμο μας, να χαμογελάσουμε στους δίπλα μας, να αφήσουμε, έστω και στα
ξημερώματά της, τον θόρυβο στον οποίο κρύβουμε τα μυστικά μας.
Το πρώτο
μέρος του βιβλίου, οι σαββατιάτικες ιστορίες, είναι ένα είδος ιστολογίου, ένα blog, στο οποίο η συγγραφέας καταγράφει
μνήμες, εντυπώσεις, όψεις του χρόνου και της ζωής, με αφορμήσεις από στιγμές
των ηρώων της ή και του εαυτού της (άλλωστε τι είναι κάθε ήρωας που πλάθουμε
παρά ο εαυτός μας και οι γύρω μας), από μικρά ταξίδια σε στιγμιότυπα ψυχής, σε
χαρές και λύπες, απογοητεύσεις φανερές και αφανείς, αισθήματα ανημπόριας
μπροστά στην μη αλλαγή του κόσμου, αναζητήσεις, στάση και τρυφερό παράπονο μπροστά
στην πίκρα του θανάτου και του αποχωρισμού, σχόλια μπροστά στην ήττα του έρωτα
από τη συνήθεια, δίψα για την αγάπη που θέλουμε να γίνει πληρότητα, δίψα για το
«ενός ου έστι χρεία» για να πούμε ότι η ζωή μας άξιζε. Είναι η αναμέτρηση με
τον εαυτό μας, στον οποίο καλούμαστε να αντιτάξουμε «όλα τα όπλα. Τη μαχαιριά,
την πινελιά, τη λέξη, τη νότα. Το σ’
αγαπώ. Και το συγγνώμη». «Να
αναμετρηθούμε με τον φόβο. Και να
διαλέξουμε. Το μόνο προνόμιο που διατηρήσαμε οι εκπεπτωκότες. Κάποιοι διαλέγουν
τη ζωή. Το απλωμένο χέρι βοήθειας. Τα παιδικά χαμόγελα. Τα χρωματιστά μπαλόνια.
Την καλημέρα σε όλες τις γλώσσες» (σελ. 27). Η συγγραφέας διαλέγει τη ζωή.
Το δεύτερο
μέρος είναι ιστορίες γραμμένες στην περίοδο του λοκντάουν. Γυναικεία τα πρόσωπα
που δεσπόζουν άμεσα ή έμμεσα. Σχέσεις, όνειρα, πάθη και αντιζηλίες, μάνα και
κόρη, ανολοκλήρωτοι έρωτες, αποτίμηση της ζωής, μικρά μα ολοκληρωμένα
διηγήματα, ιστορίες που διδάσκουν ότι όπου υπάρχει αγάπη, εκεί και το νόημα, και
μια βαθιά ανάγκη να καταλάβουμε τον άλλον και όχι να τον απορρίπτουμε από τα
φαινόμενα. Στεκόμαστε στο «για ένα φιλί», στο «δώρο εξ ουρανού», στην «Μέλπω»,
στο «όνειρο από πέτρα» και στο «με αυστηρό χρονοδιάγραμμα».
Το τρίτο
και τελευταίο μέρος επιγράφεται «ιστορίες μιας χρονιάς». Εξαιρετικά διηγήματα,
ένα για κάθε μήνα, με θέματα την ευλογημένη
συνήθεια της αγάπης, την συνάντηση με τον θάνατο της μοναξιάς, το ότι η
ανθρωπιά νικά τις διακρίσεις, την ανάγκη του απογαλακτισμού που, αν δεν έρθει
έγκαιρα, γίνεται καταστροφική εξάρτηση, την ανθρωπιά που νικά το χρήμα, αλλά
δεν σώζει από μόνη της, την υποκρισία μιας κλειστής κοινωνίας που προσποιούνταν
στηριγμένη στο φαίνεσθαι, το όνειρο του μεγάλου ταξιδιού που πρέπει να το
κάνουμε έγκαιρα, την φιλία που δεν μπορεί να σταθεί στην καχυποψία, την ταπεινή
και αθόρυβη αγάπη που είναι οδός ζωής και ουρανού, την άρνηση να γεράσουμε πριν
την ώρα μας νικημένοι από την ανάγκη, την δύναμη της μνήμης και τον υπέροχο
Μανώλη Αλεγκρία, τον τρελό του χωριού, που δείχνει ότι πίσω από κάθε άνθρωπο που
τον χαρακτηρίζουμε παράξενο υπάρχει μια ιστορία που δεν ξέρουμε, συχνά βαθιά
ανθρώπινη, έκφραση ευαίσθητης ψυχής.
Εξαιρετική
η γλώσσα, συναρπαστική η γραφή. Ευχαριστούμε την Λιάνα Τσιρίδου για το
εξαιρετικό βιβλίο της και το μοίρασμα ψυχής της!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
23
Οκτωβρίου 2021