«Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς» (Λουκ. 8, 28)
«Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιὰ κραυγή, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε μὲ
δυνατὴ φωνή· ‘τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ’ ἐμένα
Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσεις’».
Το
ερώτημα που θέτει ο δαιμονισμένος άνθρωπος των Γαδαρηνών στον Χριστό, ερώτημα ανθρώπου
και δαιμονίων συνάμα, «τι δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου
Θεού», έχει μια εξήγηση, την οποία αυτός που θέτει το ερώτημα, την δίνει
αμέσως. Η παρουσία του Χριστού στην ζωή του είναι βασανιστήριο. Γι’ αυτό και η επιλογή του Χριστού να εκπληρώσει
το αίτημά του να μεταβεί η δαιμονική συντροφιά της λεγεώνας στην αγέλη των
χοίρων και να την ρίξουν στην άβυσσο,
αποτελεί για τα δαιμόνια πράξη φιλανθρωπίας. Ο Χριστός συγκαταβαίνει στο αίτημα
των δαιμονίων για να δείξει στον διάβολο ότι κι αυτόν τον αγαπά, αλλά και για
να ελεήσει τους βοσκούς της περιοχής, οι οποίοι, με την ανοχή των κατοίκων,
παρότι ο μωσαϊκός νόμος ήταν αυστηρός στο θέμα αυτό, έβοσκαν χοίρους, το κρέας
των οποίων ήταν απαγορευμένο για τους Ιουδαίους. ΟΙ βοσκοί και οι κάτοικοι
έλαβαν μια ευκαιρία μετάνοιας, την οποία δεν αξιοποίησαν, διότι το υλικό κέρδος ήταν ανώτερο από το
ηθικό και πνευματικό που θα είχαν τηρώντας τον νόμο, δηλαδή ακούγοντας την φωνή
του Θεού στην συνείδησή τους.
«Τι
δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού;» είναι ένα ερώτημα που
οι περισσότεροι από μας θέτουμε συνεχώς στην ζωή και στην πορεία μας. Δεν είναι
μόνο ερώτημα αυτών που δεν πιστεύουν. Είναι και δικό μας ερώτημα, παρότι θέλουμε
να πιστεύουμε και ισχυριζόμαστε ότι αυτή η επιθυμία γίνεται πράξη. Ο Χριστός
μιλά μέσα μας με την αγάπη που ζητά να έχουμε σ’ Αυτόν και τον κάθε συνάνθρωπο. Εμείς
λειτουργούμε με γνώμονα το συμφέρον και την κριτική έναντι του άλλου, για
διαφόρους λόγους. Και δεν είναι η κριτική στις πράξεις. Είναι η κριτική που
οδηγεί στην απόρριψή του, επειδή δεν είναι και δεν φέρεται όπως εμείς κρίνουμε
σωστό. Στην θεραπεία του δαιμονισμένου ο Χριστός ελέησε τον διάβολο, ελέησε
τους συμφεροντολόγους Γαδαρηνούς, ελέησε και τον ταλαιπωρημένο και ταλαιπωρούντα
άνθρωπο. Η αγάπη δεν μπαίνει στην λογική της απόρριψης εξαιτίας της κριτικής.
Συμπονά. Συμπάσχει. Βρίσκει τη καλύτερη λύση. Ακούει. Δέχεται. Ελεεί τελικά,
κατά τον τρόπο που ο άλλος μπορεί να δεχτεί.
«Τι
δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού;», λέμε στον Χριστό,
διότι Τον θεωρούμε εχθρό της ελευθερίας μας. Δεν είναι μόνο ο επηρμένος
άνθρωπος που νομίζει ότι στην δύναμη και τα επιτεύγματά του, στις λογικές
ικανότητες των δερμάτινων χιτώνων θα βρει το νόημα της ζωής. Είναι και αυτός
που θεωρεί πως κάθε εντολή που τον δεσμεύει ηθικά, τον καλεί να δει την
συνείδησή του, του θυμίζει ότι υπάρχει μια άλλη πορεία, η οποία του δόθηκε εξ
αρχής, αυτή του να πορεύεται κατά Θεόν ή κατά την γνώμη του, συνεχίζει να υφίσταται.
Και επειδή «δεν μας αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρουμε να σωθούμε», όπως λέει
το τραγούδι, προτιμούμε τη οδό της γνώμης μου και κωφεύουμε στην κλήση μας να
συνοδοιπορήσουμε με τον Χριστό, ιματισμένοι και σωφρονούντες. Προτιμούμε την
επανάσταση του αγρίου θελήματός μας, την έπαρση του εγώ μας, τον πλουτισμό μας
σε ηδονή, χρήμα, δόξα, από την ταπεινότητα να είμαστε του Χριστού ακόλουθοι, να
νοικοκυρεύουμε τον εαυτό μας και την ζωή μας και να αντιστεκόμαστε στο κακό, παλεύοντας
για ένα άλλο νόημα ελευθερίας: αυτό της υιοθέτησης του θελήματος του Θεού,
δηλαδή να μπορούμε με βάση την αγάπη να πορευόμαστε, νικώντας την εξάρτηση από
την αμαρτία και τη συγκατοίκηση με τον διάβολο.
«Τι
δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού;», λέμε όταν θυμώνουμε μαζί Του επειδή δεν εκπληρώνει
τα αιτήματά μας, φαίνεται ότι δεν ακούει τις προσευχές μας, δεν αποφασίζει κατά
πώς θέλουμε εμείς να αποφασίσει, δεν μας λυτρώνει την στιγμή που θέλουμε, μας αφήνει
να δοκιμαζόμαστε, να ταλαιπωρούμαστε, να κουραζόμαστε σωματικά και ψυχικά. Όταν
δεν κάνει επίδειξη δύναμης στον κόσμο μας, για να λύσει «για το καλό μας» τα προβλήματα της ανθρωπότητας, αλλά αφήνει
όλους μας να αποφασίσουμε πώς θα συνδράμουμε στην όποια επίλυσή τους. Όταν μας
στέλνει ανθρώπους που μας λένε την αλήθεια κι εμείς δεν μπορούμε να την
αντέξουμε. Όταν στο πρόσωπο του φτωχού και δοκιμασμένου, αλλά και στο πρόσωπο
του καθενός που έρχεται δίπλα μας για οποιονδήποτε λόγο δεν βλέπουμε τον Ίδιο.
Κι εμείς, επειδή θέλουμε «εδώ και τώρα» εκπλήρωση των επιθυμιών μας, καλών και
κακών πάντοτε κατά τη κρίση μας, τελικά στην πράξη Τον αποδιώχνουμε, μαζί με
την Εκκλησία Του.
Το κακό
στον κόσμο και στην ζωή μας είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός που αντιμετωπίζουμε.
Όπως λέει ο Ντοστογιέφσκι στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή», θέλουμε να διορθώσουμε το
έργο Του και, αν χρειαστεί, Τον διώχνουμε από την ζωή μας, Τον στέλνουμε στην
πυρά, για να μη μας γιατρέψει και σωθούμε. Δεν αντέχουμε την ματιά Του, την
αγάπη Του, κάποτε την σιωπή Του. Ας προβληματιστούμε.
24 Οκτωβρίου 2021
Κυριακή ΣΤ’ Λουκά