8/16/20

ΑΝΤΙΧΑΡΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΤΣΕ


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 61- ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, «ΑΝΤΙΧΑΡΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΤΣΕ», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

                Ένας από τους στοχαστές και διανοουμένους που άνοιξαν σπουδαίους δρόμους στην κατάδειξη των διαφορών ανάμεσα στην Ορθοδοξία και την Δύση, που μας έκαναν να κατανοήσουμε τις πολιτισμικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό και τον δυτικό τρόπο ζωής είναι ο Χρήστος Γιανναράς. Παρότι το επιστημονικό – ακαδημαϊκό του έργο φαίνεται ότι έχει ολοκληρωθεί, εντούτοις παραμένει ακμαίος στον αγώνα του να αφυπνίσει, να προβληματίσει, να δείξει ότι υπάρχει ο δρόμος που περνά από την παράδοση και που μπορεί να γίνει παράδειγμα ζωής και αναμόρφωσης της κοινωνίας μας, αλλά και ευκαιρία επανέναρξης ενός γόνιμου διαλόγου που θα αποτελέσει αντιπρόταση στα αδιέξοδα τόσο του νεωτερικού όσο και του μετανεωτερικού παραδείγματος που κυριαρχεί πολιτισμικά.
                Κρατάμε στα χέρια μας, διαβάσαμε με προσοχή και απολαύσαμε στην κυριολεξία το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Αντιχάρισμα στον Νίτσε» (εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ). Ο Γιανναράς τολμά να δει τον Νίτσε με τα μάτια του Έλληνα ερμηνευτή, φιλοσόφου και πιστού ανθρώπου επισημαίνοντας σε ποια σημεία μπορούμε να συναντηθούμε με έναν από τους κορυφαίους στοχαστές της ανθρωπότητας, αλλά και πώς μπορούμε να κρίνουμε τα αδιέξοδα στα οποία παγιδεύτηκε. Η μέχρι τώρα κριτική των απολογητών του χριστιανισμού έναντι του Νίτσε ήταν δομημένη πάνω σε χαρακτηρισμούς:  «άθεος», «θεωρητικός προπομπός του ναζισμού», «πρόδρομος και του Αντιχρίστου διά της θεοποίησης του ανθρώπου», «διαπρύσιος κήρυκας της ελευθερίας στην απόλαυση» και άλλες τέτοιες ταμπέλες, οι οποίες ξεκινούν από την μη κατανόηση των αδιεξόδων του δυτικού ανθρώπου και πολιτισμού που ο Νίτσε επεσήμανε στο έργο του.
Για τον Γιανναρά ο Νίτσε εκφράστηκε με προφητική οργή, με ρεαλισμό των διορατικών του διαγνώσεων, πολύ πρώιμος πρόδρομος μιας πολύ όψιμης άνοιξης. Ο Γιανναράς δε θα διστάσει να υιοθετήσει την κριτική του Νίτσε στον δυτικό χριστιανισμό, απότοκος του οποίου είναι ο μηδενισμός «ο πιο απεχθής από κάθε επισκέπτη στην πόρτα μας» (σελ. 15).  Η απαξίωση των αξιών για τον Νίτσε είναι ο μηδενισμός. «Ο μηδενισμός δηλώνει άρνηση (ή αδιαφορία) να απαντηθεί το ερώτημα της αιτίας και του σκοπού του υπάρχειν. Όλα ξεκινάνε από το μηδέν και τελειώνουν στο τίποτα. Αλλά χωρίς αιτία και σκοπό η ύπαρξη δεν έχει νόημα, δεν νοούνται στοχεύσεις, κλιμάκωση επιδιώξεων, ούτε κίνητρα. Η ύπαρξη ταυτίζεται με την άλογη επιβίωση, την κτηνώδη υποταγή στις ενστικτώδεις ενορμήσεις, στην αναγκαιότητα των ορμεμφύτων. Αυτή η εικόνα απανθρωποποίησης του ανθρώπου, εικόνα που παραπέμπει στον ορισμό του μηδενισμού, τρομάζει τον Νίτσε»  (Σελ. 15).
Αιτία όλων αυτών, όπως αναφέρει ο Γιανναράς, είναι η άρνηση του βιωμένου χριστιανισμού από τον Νίτσε. «Μοιάζει παγιωμένη, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες του 19ου αιώνα, η αδυναμία διάκρισης και αντιδιαστολής της Εκκλησίας από τη θρησκεία, του εκκλησιαστικού γεγονότος σχέσεων κοινωνίας από την ατομοκεντρική πίστη (πιστότητα σε αλάθητα δόγματα και πεποιθήσεις), όπως και στην ατομοκεντρική ηθική (πιστότητα στον κώδικα δεοντολογίας) της θρησκείας» (σελ. 18). Και ο Γιανναράς θα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα της α-λήθειας. «Η λέξη α-λήθεια παρέπεμπε στην εμπειρία της εμφάνειας/μη λήθης, μη αφάνειας, εμπειρία φανέρωσης (εις φως έρχεσθαι). Παρέπεμπε η λέξη όχι απλώς στην κατα-νόησή της, αλλά στην ανάκληση (εναργή επαναβίωση) της μετοχικής εμπειρίας που συγκροτούν (προσπορίζουν) και άλλες γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου πέρα από τη νόησή του: η κρίση και η σύγκριση, η ανάμνηση, η γνωρίζουσα έξις, η κατά φιλοσοφία φρόνησις, η επί την όψιν αίσθησις» (σελ. 19-20)  Για τον δυτικό πολιτισμό, για το δυτικό παράδειγμα, η αλήθεια είναι η ορθολογική κατανόηση και όχι η μετοχή!  
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ελληνικό τρόπο ζωής, το ελληνικό παράδειγμα, που είναι η κοινωνία, όχι με την έννοια της societas, αλλά με την εμπειρία της συνάντησης σε υπαρξιακό επίπεδο και γι’ αυτό ο τρόπος των Ελλήνων ήταν πολιτικός και δεν περιοριζόταν στο επίπεδο της συμπεριφοράς.  «Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκουν η γέννα και ο θάνατος, η αύξηση και η φθίση, η ελευθερία και η αναγκαιότητα, το κάλλος και το ακαλλές. Τίποτε από αυτά δεν ελέγχεται από την ανθρώπινη θέληση, ευφυΐα, επινοητικότητα. Δεν επιλέγουμε τους γονείς που μας γέννησαν, την εποχή και την κοινωνία όπου γεννηθήκαμε, το φύλο μας, το ανάστημά μας, το χρώμα των ματιών μας, τη γλώσσα που μας δόθηκε μητρική, την ιδιαιτερότητα της φωνής μας και μύρια ανάλογα. Μπορούμε έμμεσα να ασκήσουμε επιρροές στο πεδίο της ύπαρξης πειθαρχώντας στους δεδομένους όρους-τρόπους της φύσης- να ευνοήσουμε τη γέννα και την αύξηση, την άσκηση ελευθερίας, το ανεμπόδιστο της ωρίμασης, την όξυνσης της ευαισθησίας. Την έμμεση επιρροή στο υπαρκτικό πεδίο τη μεθοδεύει, έμπρακτα και διακριτικά, η παιδεία (το σχολείο, η οικογένεια), αλλά και η σοφία οργάνωσης θεσμών όπως η αγορά (οι παραγωγικές και ανταλλακτικές σχέσεις), η αυτοδιοίκηση,  παιδευτικός χαρακτήρας της νομοθεσίας και του σωφρονισμού. Στην ελληνική οπτική και προοπτική, το πολίτευμα της δημοκρατίας είναι πρωτευόντως άθλημα αληθείας, δηλαδή κατά λόγον ύπαρξης και ζωής και όχι σκόπευση χρησιμοθηρική. Το δυτικό παράδειγμα στηρίζεται στο πεδίο της συμπεριφοράς, όπου τα περιθώρια αυτενέργειας του ανθρώπινου ατόμου μοιάζουν απεριόριστα, τιθασεύουμε- διαμορφώνουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά χρησιμοποιώντας την Ηθική, τους Νόμους, τους θεσμούς Δικαιοσύνης το Σωφρονιστικό σύστημα. Οι πρακτικές της οικογενειακής και κοινωνικής παιδαγωγίας επίσης συντείνουν αποφασιστικά στην οργάνωση του πεδίου συμπεριφοράς. Στόχος κάθε ατομικής ή θεσμικής πρακτικής στο πεδίο αυτό  είναι η επιδίωξη του χρήσιμου αποτελέσματος: η ωφελιμότητα. Χρησιμότητα και ωφελιμότητα κατασφαλίζουν το άτομο, υπηρετούν την ενστικτώδη αυτοάμυνά του, αγνοούν ολοκληρωτικά τη σχέση ως αγώνισμα ελευθερίας από τον ενστικτώδη ατομοκεντρισμό» (σελ. 32-34). Ο Νίτσε εξεγείρεται ενάντια στην Ηθική ενός τέτοιους θρησκειοποιημένου χριστιανισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον δυαλιστικό χαρακτήρα:  την αντιθετική διαστολή ύλης-πνεύματος, ψυχής- σώματος.
Ο Γιανναράς επισημαίνει την παρατήρηση του Νίτσε, ότι ο δυτικός χριστιανισμός, ιδίως ο προτεσταντικός, απογυμνώθηκε από την οντολογία. Μεταφέροντας την σχέση ανθρώπου και Θεού στο επίπεδο της συμπεριφοράς, ο δυτικός χριστιανισμός στηρίχτηκε στην αθανασία του προσώπου, τον άλλο κόσμο, τον παραλογισμό να είναι η έννοια της τιμωρίας και η έννοια της αμαρτίας στο κέντρο (να αποτελούν τον άξονα) ερμηνείας της ενθαδικής ύπαρξης, την απογύμνωση του ανθρώπου από το θεϊκό του στοιχείο, την προτίμηση του σύνολου κόσμου της διεστραμμένης φαντασίας και των νοσηρών αισθημάτων αντί του καλοσυνάτου και απλού τρόπου ζωής, την αποθέωση της εκκλησιαστικής τάξης (ιερατείου, θεολογίας, λατρείας, μυστηρίου) και την κυριαρχία του θαύματος και της δεισιδαιμονίας. Ο αρχικός χριστιανισμός, για τον Νίτσε, δεν λειτούργησε έτσι. 
Ο Γιανναράς θα σχολιάσει τις νιτσεϊκές αποφάνσεις και θα τονίσει ότι σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση η αθανασία δεν είναι ιδιότητα της ύπαρξης αλλά τρόπος που πηγάζει από δωρεάς του αγαπώντος Θεού στον άνθρωπο, που όμως καλείται να την ενεργοποιήσει στη προοπτική της σχέσης τόσο μαζί Του όσο και με τον πλησίον. Αλλιώς η δωρεά γίνεται ανυπόφορος κολασμός. Το ίδιο και η ανάσταση, δεν μπορεί να νοηθεί με ακριβείς χαρακτηρισμούς αλλά με την εικονοποιΐα της ποίησης και την εμπειρία αρρήτων ρημάτων του αποστόλου Παύλου. Η αμαρτία και η τιμωρία του νομικισμού καταργούν την πατρότητα, την συγχώρεση, την αγάπη του Θεού. Στηρίζουν τον νομικισμό και αρνούνται τις σχέσεις κοινωνίας. Γι’  αυτό και ο δυτικός κόσμος αποθεώνει τα δικαιώματα ως τρόπο εξασφάλισης και δεν βλέπει τον άνθρωπο στην προοπτική της αγάπης. Ο Νίτσε έχει δίκιο όταν μιλά για τον χριστιανισμό που ηθικοποιεί τον άνθρωπο αντί να τον θεώνει. Γι’  αυτό και εκφράζει τον πόθο του για επιστροφή στο ευαγγέλιο της αγάπης και της ελπίδας και όχι στην διατήρηση του ευαγγελίου της συμπεριφοράς και της ηθικοποίησης. Όλα ξεκινούν από την αγάπη. Ο δυτικός χριστιανισμός για τον Νίτσε αποσκοπεί στην ηθικότητα. Γι’ αυτό και για τον Νίτσε η εκκλησιαστικότητα δεν έχει νόημα. Αν πρόκειται βεβαίως για τυπολατρία και σχήματα και όχι για λειτουργία, για μυστήρια που ξαναφέρνουν τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τότε ο Νίτσε είχε δίκιο. Όμως η χριστιανική παράδοση στην αυθεντικότητά της αποβλέπει διά της εκκλησιαστικής τάξεως, της ιερωσύνης, των μυστηρίων να χτίσει κοινωνία σχέσεων, να επαναφέρει τον άνθρωπο στην αγκαλιά του Θεού και στην συνάντηση με τον πλησίον, να κάνει ελπιδοφόρα και ανακαινιστική την ανάγκη του ανθρώπου για βίωση της χάριτος του Θεού, να μας βοηθήσει να βρούμε σε όλες τις πτυχές της ζωής μας την αγάπη που ελευθερώνει.
Ο Γιανναράς κλείνει αυτό το αντιχάρισμα ζητώντας από όλους μας να ξαναδούμε, με αφορμή την περιδιάβαση στον Νίτσε, «τι σημαίνει αλήθεια, τι σημαίνει λόγος, τι σημαίνει ψυχή, πόλις, πολιτική τέχνη και επιστήμη, δημοκρατία, πρόσωπο, υπόσταση, ενέργειες, εικόνα, λειτουργία, σχέση , κάλλος, έρως» (σελ. 107). Οι λέξεις απηχούν τα παραδείγματα, τη διαφοροποίηση των πολιτισμών...η εκδοχή της αλήθειας ως κοινωνούμενης εμπειρίας φωτισμού- φανέρωσης, και η εκδοχή της σωτηρίας ως υπαρκτικής πληρότητας, ακεραιότητας, ολοκληρίας, οι δύο αυτές εκδοχές (δύο μοναχικές λέξεις) γεννάνε καθολικό τρόπο ή πολιτισμό, ιστορικό παράδειγμα. Τα παραδείγματα  μάλλον έρχονται και παρέρχονται (ή εναλλάσσονται(, δύσκολο να πούμε ότι τελειώνουν ιστορικά. Ένας τρόπος βίου ίσως δεν εκλείπει ποτέ, δεν αφανίζεται. Επιβιώνει ο τρόπος ως ενδεχόμενο, ανοιχτή δυνατότητα υπαρκτικής πραγμάτωσης» (σελ. 108).
Ο διάλογος του Γιανναρά με τον Νίτσε ερμηνεύει με εκπληκτικά εναργή τρόπο τον κόσμο και τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε. Καταδεικνύει την αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος την οποία βιώνουμε και στην καθ’  ημάς Ορθοδοξία. Φωτίζει την ανεπάρκεια της πολιτικής ως διαχείρισης, της παιδείας ως κατανόησης γνώσεων και αποστήθισής τους, όχι ως εμπειρίας που αλλάζει την ζωή μας. Κυρίως, μας δείχνει γιατί οι άνθρωποι βλέπουν την Εκκλησία ως θεσμό χρησιμοθηρίας και ωφελιμισμού ή την περιορίζουν στα πεδία της ηθικής και της μεταφυσικής εξασφάλισης, χωρίς να μπορούν να την δούνε ως πανηγύρι χαράς, στο οποίο μετέχουμε ως σύνολες υπάρξεις, ακόμη και με την προτροπή να τηρούμε εντολές που πηγάζουν όμως από την σχέση με τον Χριστό και την αγάπη και δεν λειτουργούν στο επίπεδο της διαμόρφωσης μιας συμπεριφοράς εξασφαλιστικής. Φαντάζει ανεφάρμοστος αυτός ο τρόπος, ο ελληνορθόδοξος. Η ευθύνη όμως είναι στον καθέναν μας και στις ενοριακές και μοναστικές κοινότητες. Πρόσωπα πρέπει να βγούνε μπροστά και να μην θρηνούμε για ό,τι έχει δήθεν παρέλθει.
Ο τρόπος αυτός της εν σχέσει ύπαρξης οδηγεί στην χαρά της αγάπης, στην ανταπόκριση στην κλήση του Θεού και μας καταδεικνύει την πίστη ως ελπίδα που νοηματοδοτεί την ζωή στην Αλήθεια. Και Αλήθεια είναι ο Χριστός!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 16 Αυγούστου 2020