Την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου ακούμε στον Μεγάλο
Παρακλητικό Κανόνα συχνά τον υμνογράφο να αναφέρει την λέξη «προστρέχω» προς
την Υπεραγία Θεοτόκο και την σκέπη της, την αγκαλιά και την προστασία της. Αναρωτιέται
λοιπόν εύλογα κάποιος: Προστρέχουμε σε ένα πρόσωπο που δεν βλέπουμε; προστρέχουμε
σε ένα πρόσωπο που δεν είναι στην ζωή μας παρά μόνο ως εικόνα; προστρέχουμε σε
ένα πρόσωπο που εορτάζουμε την κοίμηση, τον θάνατό του; Οι άνθρωποι σπεύδουμε
να συναντήσουμε πρόσωπα ζώντα. Ο θάνατος είναι για μας κατάσταση επώδυνη και
απευκταία. Και δεν μιλάμε μόνο για τον σωματικό θάνατο, αλλά και για κάθε μορφή
θανάτου: για τον χωρισμό από πρόσωπα που
αγαπάμε, για την αποτυχία μας σε έναν στόχο που θέσαμε, για την κακία που μας
κάνει να νιώθουμε ότι πεθαίνουμε, για την απόρριψη από όσους θα θέλαμε να μας
αγαπούνε και να νοιάζονται για μας, κυρίως όμως για το αναίτιο. Όταν δηλαδή
αισθανόμαστε πως χωρίς να έχουμε κάνει κάτι, ο θάνατος έρχεται.
Κι αυτό
συμβαίνει διότι, παρά τα όσα η θεολογία της πίστης μας αναφέρει, ο θάνατος
είναι φύση μας. Είμαστε υπάρξεις εν χρόνω και εν σχέσει. Για να υποστασιαστούμε
στην σύλληψή μας πεθαίνουν τα δύο, το σπερματοζωάριο και το ωάριο και γεννούνε
ένα νέο κύτταρο, μία νέα ύπαρξη. Για να γεννηθούμε, πεθαίνουμε ως προς την
σύνδεση με την μητέρα μας και η σχέση από ταύτιση, γίνεται ελευθερία. Για να
μεγαλώσουμε, πεθαίνουμε ως προς τον γαλακτισμό μας. Για να ενηλικιωθούμε,
φεύγουμε απο το σπίτι και πεθαίνει η παιδικότητα, η εξάρτηση από τους γονείς.
Για να χτίσουμε μία αποκλειστική δική μας σχέση, οδηγούμενοι στον γάμο,
εγκαταλείπουμε οριστικά τον πατέρα και την μητέρα μας. Και έρχεται η ώρα που θα
φύγουμε από τον κόσμο είτε το θέλουμε είτε όχι κι εκεί η ψυχή μας θα χωριστεί
από το σώμα μας.
Μπορούμε λοιπόν να προστρέχουμε σε ένα πρόσωπο που
εορτάζουμε τον θάνατό του; Μπορούμε να παρακαλούμε μία τέτοια ύπαρξη που τα
σωματικά μας μάτια δεν την βλέπουν; Κι
όμως, ο ιερός υμνογράφος, ένας βασιλιάς, ο Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρης, αυτός
που είχε στα χέρια του την ζωή και τον θάνατο των υπηκόων του, προστρέχει και
μαζί του κι εμείς. Γιατί;
Προστρέχουμε στην Υπεραγία Θεοτόκο διότι στο πρόσωπό
της νικήθηκαν οι όροι της φύσης. Συνέλαβε χωρίς να πεθάνουν τα δύο και να γίνουν
ένα. Γαλούχησε, αλλά μέσα της ήξερε ότι ο Υιός και Θεός της δεν της ανήκε.
Ανέθρεψε, αλλά γνώριζε ότι ο οίκος του Πατρός του δεν ήταν το σπίτι της. Ήταν
μητέρα, αλλά στα ευαγγέλια ακούμε τον Υιό της να την ονομάζει « γύναι»,
γυναίκα, εκπρόσωπο όλων τω γυναικών, να νοιάζεται γι’ αυτήν μέχρι και στον σταυρό, αλλά να της
δείχνει την άλλη οδό, αυτήν της αναστάσεώς Του και στην συνέχεια της ανάστασης
όλων των ανθρώπων. Και στην κοίμησή της ακόμα, την βλέπουμε να μεθίσταται, το
σώμα της να ενώνεται και πάλι με το πνεύμα της επειδή ο Υιός και Θεός της την
καθιστά προπομπό αυτού του ανακαινισμένου τρόπου της φύσης μας: ότι ο θάνατος
καταργείται και η αιωνιότητα περιλαμβάνει τον άνθρωπο ακέραιο, ψυχή τε και
σώματι.
Προστρέχουμε σ’ αυτήν διότι δεν είναι η αγάπη της κλειστή,
αφιερωμένη στο παιδί της ως προέκταση του εαυτού της, ούτε καν στους λίγους
οικείους, αλλά είναι η μητέρα όλων τω ανθρώπων. Και η μάνα παρηγορεί,
αγκαλιάζει, κυρίως όμως απευθύνεται ικετευτικά, μεσιτεύοντας, στο πρόσωπο που
μπορεί να δώσει την παράκληση σε όσους έχουν ανάγκη, από την υπέρβαση των
σταυρών της καθημερινότητας, μέχρι την νίκη επί της φύσης, σ’ αυτούς που έχουν βάλει ως στόχο να μην είναι
η οδύνη που τους κατατρώει αλλά η χαρά, σ’
αυτούς που θέλουν την ελευθερία από τα πάθη και τις εξαρτήσεις, σε όσους
η αγάπη τους κάνει δυνατούς, σε όσους ελευθερώνονται και ελευθερώνουν.
Προστρέχουμε διότι γνωρίζουμε τα όριά μας. Και
απευθυνόμενοι στην Υπεραγία Θεοτόκο την αφήνουμε να μας οδηγήσει στην οδό, την
αλήθεια, την ζωή που είναι ο Υιός της. Αυτός είναι ο τρόπος της πίστης που
γίνεται σχέση εμπιστοσύνης, παράδοση, άφημα, αλλά και την ίδια στιγμή αγάπη που
λυτρώνει. Και η αγάπη οδηγεί στην ανάσταση. Οι κοσμικές δυνάμεις ικανοποιούν
πρόσκαιρα την ανάγκη μας για δόξα, για ευχαρίστηση, ακόμη και για ζωή. Η
Θεοτόκος είναι ο οδοδείκτης που μας δείχνει ότι η μόνιμη πατρίδα και η
αυθεντική και αναλλοίωτη ελπίδα είναι ο Υιός της και Θεός μας!
Προστρέχουμε σ’
αυτήν διότι κανένας θάνατος δεν είναι πάνω από την αγάπη που δίνει ζωή.
Οι άνθρωποι πονούμε στον κάθε μορφής θάνατο διότι δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε
με την φύση μας, με τα πάθη μας, με τα λάθη μας, με τον χρόνο που τρέχει, με τα
όσα «θέλω» δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε. Από τον θάνατο όμως γεννιέται η αρχή. Κι
αυτό μας δίνει η πίστη. Το παράδειγμα ότι η ζωή δεν τελειώνει. Ότι στους
σταυρούς μας δεν είμαστε μόνοι. Ότι πάντοτε ο Χριστός θα παραλαμβάνει την
πληγωμένη μας καρδιά, τον τραυματισμένο νου μας και τις περιστάσεις του φόβου
και του θανάτου για να τα ανανοηματοδοτεί στην προοπτική της ανάστασης! Γι’ αυτό προστρέχουμε σ’ Εκείνην η οποία χωρίς να είναι θεός,
θεοποιήθηκε. Ακριβώς διότι αγάπησε και εμπιστεύτηκε! Και μας καλεί κι εμάς να αγαπήσουμε και να
εμπιστευθούμε την Ζωή που κάθε μέρα γεννιέται εντός μας όταν ο Χριστός κυοφορείται
στην ύπαρξή μας ως Κοινωνία, ως συνάντηση με τον πλησίον, ως συγχώρηση, ως
αλήθεια, ως προσδοκία αιωνιότητας και ανάστασης!
Πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι; Πού πορευθώ;
Ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν; Ποίαν θερμή αντίληψιν; Ποίαν εν ταις θλίψεσι βοηθόν;
Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι και επί σε θαρρών κατέφυγον!
Χρόνια Πολλά κι ευλογημένα!
π. Θεμιστοκλής
Μουρτζανός,
Κέρκυρα,
Δεκαπενταύγουστος 2020