ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 60- CHARLES DICKENS, «ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ» , μετάφραση Γιάννης
Παλαβός, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ/ΤΑ ΑΣΤΕΓΑ
Ο σπουδαίος Κάρολος Ντίκενς, ακόμη και σε βιβλία που
έχουν περιηγητικό χαρακτήρα, αναδεικνύει την οξυδερκή ματιά του ανθρώπου που βλέπει
πέρα από την περιγραφή και αποτυπώνει « άστεα και νόον ανθρώπων», δείχνοντας
ότι το συγγραφικό ταλέντο δε έχει να κάνει μόνο με την ικανότητα να στήνει
κάποιος ιστορίες και πλοκή και να χειρίζεται την γλώσσα με την ποιητική της
διάσταση, αλλά και με την έμπνευση να ενσωματώνει στα κείμενά του την γνώση της
ανθρώπινης ύπαρξης και να θέτει λεπτά αλλά και σοβαρά ζητήματα που διαμορφώνουν
την κοινωνία.
Στο βιβλίο «Δύο εικόνες της Ρώμης» περιλαμβάνονται δύο κείμενα για το καρναβάλι της
αιώνιας πόλης και ένα σχόλιο πάνω σε έναν δημόσιο αποκεφαλισμό που έλαβε χώρα εκεί λίγο
πριν το Πάσχα των ρωμαιοκαθολικών και κυκλοφορείται στα ελληνικά σε μετάφραση,
εισαγωγή και σημειώσεις του λογοτέχνη Γιάννη Παλαβού από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ/ΤΑ
ΑΣΤΕΓΑ. Τα κείμενα είναι παρμένα από μία
συλλογή με τίτλο «Εικόνες από την Ιταλία» (Pictures from Italy) που πρωτοκυκλοφορήθηκε το 1846, ως επεξεργασμένη
μορφή οκτώ επιστολών που ο Ντίκενς έγραψε μετά από ένα ταξίδι ξεκούρασης, στο
οποίο περιηγήθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο. Εκτός από την
περιγραφή των τόπων που ο Ντίκενς ως περιηγητής αποτυπώνει, ο μεγάλος
συγγραφέας δε θα διστάσει να σχολιάσει την Ιταλία «ως χώρα μεγάλων αντιθέσεων,
όπου συνυπάρχουν η ακραία φτώχεια και η θρησκοληψία με την ομορφιά της φύσης
και τη βαριά ιστορική κληρονομιά...μαζί με μελαγχολικές παρεκβάσεις περί φθοράς
και θνητότητας...καθώς και λεπτή ειρωνεία που αγγίζει τον σαρκασμό, όταν
θίγονται οι πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας και η επιρροή της στον λαό» (σελ.
12). Ο Ντίκενς δεν θα διστάσει να ασκήσει κριτική στην εξαθλίωση των κατώτερων
τάξεων σε πολλές περιοχές της χώρας, αλλά και να καταγράψει ευτράπελα
περιστατικά που του συνέβησαν, δημιουργώντας ένα κείμενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον,
χωρίς, εννοείται, μεγάλη εμβάθυνση, την οποία ο Ντίκενς αφήνει για τον
αναγνώστη, αρχικά τον Άγγλο και στη συνέχεια τον καθέναν.
Κι εδώ είναι το ενδιαφέρον. Ο μεγάλος συγγραφέας δεν
δίνει όλες τις απαντήσεις, αλλά μας αφήνει να τις εικάσουμε κα να τις
διαμορφώσουμε εντός μας ο καθένας προσωπικά. Προερχόμενος από μία χώρα
προτεσταντική ο Ντίκενς συναντά μια χώρα ρωμαιοκαθολική. Και οι δύο όμως
αποτυπώνουν όψεις του δυτικού κόσμου, σε διαφορετικό timing, αλλά με τις ίδιες καταβολές. Όποιος έχει
διαβάσει την «Ιστορία δύο πόλεων» του συγγραφέα, στην οποία η συνεχής παράθεση
θανατικών εκτελέσεων και η απουσία ανθρωπιάς στην Αγγλία και την Γαλλία δείχνει
ότι αυτό που ονομάστηκε «Διαφωτισμός» και διαμόρφωσε τον σύγχρονο κόσμο δεν
μπόρεσε να προφυλάξει την αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά και
συνάντησε και ενσωμάτωσε μία αντίληψη διαμορφωμένη στα πλαίσια της ρωμαιοκαθολικής
θρησκείας, την οποία ο προτεσταντισμός άφησε άθικτη, ότι ο νόμος της Παλαιάς
Διαθήκης «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», αλλά και η επίκληση του δημοσίου
συμφέροντος, όπως αυτό αποτυπώθηκε με τον κυνικότερο τρόπο από τον αρχιερέα Καϊάφα
πριν την σύλληψη και σταύρωση του Χριστού ότι «συμφέρει έναν άνθρωπο απολέσθαι
υπέρ του λαού» (Ιωάν. 18,14), κατέστησε ανενεργή την αγάπη, την
συγχώρεση, την δεύτερη ευκαιρία ή την τιμωρία που δεν θα είχε οριστικό
χαρακτήρα για τη ζωή του ανθρώπου. Ένα αίσθημα δικαιοσύνης το οποίο πάντοτε
μπαίνει πάνω από την μοναδική αξία του κάθε ανθρώπου, πέρα από την ηθική ή
ιδεολογική του κατάσταση, καταγράφεται από τον Ντίκενς ως βάση ώστε ο δυτικός
πολιτισμός να μην είναι τελικά όσο ανθρωπιστικός ήθελε να φαινόταν.
Ο χριστιανισμός χρησιμοποιήθηκε από τον δυτικό κόσμο
για να δικαιολογήσει την ανάγκη για επιβολή εξουσίας. Ο καταδικασμένος σε
θάνατο άνθρωπος πρέπει να εκτελεστεί, όπως ο Χριστός, «σε μία περίοδο κατά την οποία πλήθη
προσκυνητών απ’ όλα τα μέρη συνέρρεαν στη
Ρώμη για τον εορτασμό της Μεγάλης Εβδομάδας προς παραδειγματισμό» (σελ.
53). «Είδα στους τοίχους των εκκλησιών τις ανακοινώσεις, που καλούσαν τους
πιστούς να προσευχηθούν για την ψυχή του εγκληματία» (σελ. 53). Την ώρα της
εκτέλεσης γινόταν περιφορά του Εσταυρωμένου Χριστού (σελ. 61), για να μπορεί ο
εγκληματίας να βλέπει τον Χριστό μέχρι πριν πέσει η λαιμητόμος στο κεφάλι του
και του το κόψει. Αληθινά τι τραγική ειρωνεία, αυτός που εκτελέστηκε για την
αγάπη και την σωτηρία των ανθρώπων ως το μεγαλύτερο θύμα της ανθρώπινης
δικαιοσύνης να χρησιμοποιείται από την ίδια δικαιοσύνη για να υπομνήσει στον
εγκληματία ότι δίκαια πεθαίνει, ενώ ο Χριστός ζήτησε από τον Πατέρα του να
συγχωρέσει τους σταυρωτές Του! Και η απανθρωπιά να είναι η αρχή και το τέλος
του θεάματος. «Κανένας δεν έδωσε σημασία ούτε αισθάνθηκε το παραμικρό. Δεν
υπήρξε καμιά έκφραση αηδίας, οίκτου, αγανάκτησης ή λύπης. Απαίσιο, βρωμερό,
κακοστημένο θέαμα. Σκέτη κτηνωδία και πέρα από ένα στιγμιαίο ενδιαφέρον για τον
δύστυχο πρωταγωνιστή δεν είχε καμία σημασία για τους θεατές» (σελ. 65),
Ο Ντίκενς θα κάνει μία ακόμη ενδιαφέρουσα καταγραφή επί
του θέματος. Θα τονίσει τις μικροκλοπές που γίνονταν κατά τη διάρκεια του
θεάματος, ενώ θα επισημάνει το «ένα και μοναδικό περιεχόμενο και μήνυμα του
γεγονότος που ήταν οι τζογαδόροι (!) της λοταρίας οι οποία πιάνουν τα κατάλληλα
σημεία για να μετρήσουν τις κηλίδες αίματος (!) που σχηματίστηκαν εδώ κι εκεί. Έπειτα
ποντάρουν στον αριθμό. Σίγουρα θα πιάσουν την καλή» (σελ. 65).
Αυτό το κείμενο είναι κείμενο θανάτου. Υπάρχει και το
κείμενο της ζωής. Είναι αυτό που αναφέρεται στο καρναβάλι της Ρώμης. Δεσπόζουν
οι γυναίκες. «Χόρευαν, γελούσαν, στραφτάλιζαν, όπως το φως πάνω στο νερό.
Κάθε είδους τρελή και παρδαλή αμφίεση που μαγεύει το βλέμμα βρισκόταν στον
δρόμο...κάθε έξαλλο, αλλόκοτο, τολμηρό, άτολμο, σκερτσόζικο, θεότρελο γούστο
είχε βρει το ενδυματολογικό του ταίρι. Και ταυτόχρονα, μέσα στην παραζάλη του ξεφαντώματος,
κανένας δεν έδινε δυάρα γι’ αυτές τις αλλοκοτιές, λες και τα τρία αρχαία
υδραγωγεία που ως τις μέρες μας στέκουν ανέπαφα είχαν φέρει εκείνο το πρωί στη
Ρώμη, πάνω στις στιβαρές αψίδες τους, την Λήθη» (σελ. 27,28). Η ξέφρενη
χαρά της μεταμφίεσης, οι καρναβαλικές αρματοδρομίες, οι ιππικοί αγώνες, ο
χορός, η μετοχή πλούσιων και φτωχών σε
ένα πανηγύρι ισότητας και ανεμελιάς, δείχνουν την ανάγκη του ανθρώπου να
ξεφύγει από την μουντάδα ή την σοβαρότητα της καθημερινής ζωής και να ζήσει
πέρα από προγράμματα και κανόνες μία χαμένη παιδικότητα. Καταπληκτική η περιγραφή
των Μοκολέτι, δηλαδή του αγώνα εν είδει
πολέμου να σβήσει ο ένας τη φλόγα του άλλου και να κρατήσει αναμμένη την δική
του, σαν ένα είδος πασχαλινής λαμπαδηδρομίας που σε κάνει παιδί (senza mocolo, χωρίς φλόγα, χωρίς φωτίτσα). Ο Ντίκενς καταγράφει την εξήγηση ότι «αποτελεί
μια παρωδιακή τελετουργία πένθους για τον θάνατο του καρναβαλιού, μια και για
τους Καθολικούς τα κεριά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έννοια της οδύνης.
Ανεξάρτητα όμως από το αν έτσι έχουν τα πράγματα ή αν το έθιμο αποτελεί
κατάλοιπο των αρχαίων Σατουρναλίων ή αν έχει αφομοιώσει στοιχεία και των δύο
παραδόσεων, ή αν, αντάμα, έχει τις ρίζες του κάπου αλλού, η ιλαρότητά του θα
μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου ως ένα υπέροχο και εξόχως συναρπαστικό
θέαμα» (σελ. 43, 44). Και θα κλείσει το κείμενο με το εξής καταπληκτικό
σχόλιο: «Αυτή η εκδήλωση άκρας ελαφρότητας και αυθορμητισμού δεν είναι
περισσότερο ηθικά επιλήψιμη από οποιαδήποτε άλλη περίσταση κατά την οποία συγχρωτίζονται
τα δύο φύλα. Κι έχω την αίσθηση πως, όσο διαρκεί, επικρατεί μια διάχυτη, σχεδόν
παιδιάστικη διάθεση αθωότητας και εγκαρδιότητας, την οποία αναπολεί κανείς μ’
ένα σφίξιμο στην καρδιά, αφότου ο ήχος του Άβε Μαρία την αποδιώξει για έναν
ολόκληρο χρόνο» (σελ. 44 και 45).
Και τα δύο γεγονότα
είναι συνδεδεμένα με το «Άβε Μαρία», το ρωμαιοκαθολικό «Θεοτόκε Παρθένε». Το
καρναβάλι τελειώνει την ώρα του « Άβε Μαρία»
και η εκτέλεση του κατάδικου γίνεται πάλι την ίδια ώρα. Όταν η μέρα
τελειώνει και η θρησκεία έρχεται να υπομνήσει ότι η χαρά του ανθρώπου πρέπει να
έχει μέτρο, διότι η αυστηρότητα της διδασκαλίας δεν επιτρέπει άλλη αμαρτία, ενώ
την ίδια στιγμή πάλι η θρησκεία ορίζει την ώρα του θανάτου του ανθρώπου που
έχει αμαρτήσει. Σημεία μίας παράδοσης που έχει σημαδέψει τον δυτικό πολιτισμό
και που κατά την ορθοδοξία απέχει πόρρω από αυτό που είναι η αληθινή πίστη. «
Άβε Μαρία». Ο ύμνος στην Παναγία. Την μάνα που αγκαλιάζει το Χριστό, αλλά και
τον κάθε άνθρωπο. Συγχωρεί. Παρηγορεί. Μεσιτεύει, γλυκαίνει, δίνει ζωή κι όχι
θάνατο. Ο Ντίκενς, ίσως και χωρίς να το
νιώθει, καταδεικνύει το προφίλ ενός κόσμου που μεταβαίνει σε μία νέα εποχή.
Μπορεί να μην γνωρίζει πού και πώς, αλλά που δεν μπορεί να συνεχίσει να
πιστεύει σε έναν Θεό τιμωρό, που δεν επιτρέπει την χαρά στους ανθρώπους ή που
υπενθυμίζει ότι το νόημα της ζωής είναι ο θάνατος. Για την δική μας προοπτική
τα πάντα ήταν, είναι και θα είναι αγάπη και ανάσταση!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα,
12 Αυγούστου 2020