8/10/20

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 59-  CHARLES DICKENS, «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ», μετάφραση Ιάσων Καραχάλιος- σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Πόσο ανήσυχοι είμαστε οι άνθρωποι σήμερα για τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Συνήθως μας ενδιαφέρει ο εαυτός μας, η επιβίωσή μας, το “έχειν” μας. Ο κόσμος θεάται ατομικά, αλλά δεν είναι απαραίτητα μόνο για μας. Ο πολιτισμός μας όμως μας έχει οδηγήσει, όχι μόνο στην νεωτερική του, αλλά και στην μετανεωτερική του διάσταση, να βλέπουμε τα πάντα με γνώμονα τι είναι χρήσιμο για μας και τι είναι αληθινό για μας. Αυτός όμως που δεν νοιάζεται για τους ανθρώπους, για τον άλλον, για την ζωή και την νοοτροπία του κόσμου, όχι απλώς ως παρατηρητής, αλλά για να καταθέσει την άποψη και τον αγώνα του για μία πορεία την οποία μπορούν να ακολουθήσουν και να ωφεληθούν απ’ αυτήν και οι άλλοι, στην ουσία περνά μη μπορώντας να χαρεί αυθεντικά. Διότι η χαρά και η λύπη νοηματοδοτούνται, όταν μοιράζονται.
Διαβάσαμε ένα μικρό αριστούργημα του αγαπημένου μας Κάρολου Ντίκενς. Επιγράφεται “Νυχτερινοί Περίπατοι” και κυκλοφορείται σε μία κομψά λιτή έκδοση, σε μετάφραση Ιάσονος Καραχάλιου και σημειώσεις Κατερίνας Σχινά, από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ. Ο Ντίκενς καταγράφει, σε μορφή περιπατητικού χρονικού, τις εικόνες  και τις εμπειρίες της Αγγλίας στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, στο αποκορύφωμα της βιομηχανικής επανάστασης, στον τρόπο της βικτωριανής εποχής. Θα αναρωτηθείτε τι μας ενδιαφέρει μια τέτοια περιγραφή; Ο ανήσυχος, ο αντισυμβατικός ταξιδιώτης και παρατηρητής Ντίκενς γράφει αυτά τα κείμενα- άρθρα ακριβώς για να μας δείξει ότι η ζωή δεν πρέπει να περιορίζεται στο “εγώ”. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε να δώσουμε λύσεις, το να είμαστε υποψιασμένοι για τους άλλους και τον κόσμο είναι ελπίδα. Μαρτυρεί άνθρωπο που έχει άποψη, που δεν μένει στην ατομική του επιβίωση, που αποφεύγει την ανία του βαλτώματος. Σήμερα το όπλο μας δεν είναι ο περίπατος, αλλά η οθόνη του κινητού. Γι’ αυτό και ο κόσμος μας αποδέχεται αμαχητί ιδέες και νοοτροπίες που του επιβάλλονται, χωρίς να τις παλεύει. 
Για τον Ντίκενς ο κόσμος είναι η πόλη (σελ. 12). Ο νυχτερινός περιπατητής λειτουργεί στην προοπτική της τέχνης του βλέπειν. Παράλληλα, βιώνει την Ανεστιότητα ως στάση ζωής. Δεν ανήκει πουθενά. Μόνο περπατά και βλέπει. Παρατηρεί την εμπειρία του πεζοδρομίου, τους μεθυσμένους, πλούσιους και φτωχούς, τους μοναχικούς, τα φαντάσματα όσων έχων αυτοκτονήσει πέφτοντας από την γέφυρα του Γουότερλου, την αγριότητα του φεγγαριού και τα ξετρελαμένα σύννεφα “ανήσυχα όπως μια μοχθηρή συνείδηση στο ανάστατο κρεβάτι της” (σελ. 20, εκπληκτική παρομοίωση, βαθιά ανθρώπινη και ρεαλιστική). Παρατηρεί την πύλη του Νιουγκέιτ, από όπου περνούσαν οι κατάδικοι βαδίζοντας στην εκτέλεση, κυρίως όμως το Σαράκι.
Το Σαράκι για τον Ντίκενς είναι ό,τι τρώει την ανθρώπινη ψυχή. Πρώτο σύμπτωμά του η τάση να παραμονεύεις και να χασομεράς (σελ. 23), να μην κάνεις τίποτα συγκεκριμένο, αλλά να έχεις την πρόθεση να φέρεις εις πέρας μια σειρά από αόριστα καθήκοντα την επόμενη και την μεθεπόμενη ημέρα. Δεν είναι η προφητική εικόνα του απορροφημένου στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αυτή; Δεύτερο σύμπτωμα του Σαρακιού η αλλαγή προς το χειρότερο του παρουσιαστικού του ασθενούς, μια ατημελησία, μια κατάπτωση, που δεν είναι φτώχεια ούτε βρωμιά ούτε μέθη ούτε κακή υγεία, απλώς Σαράκι (σελ. 24). Δεν μοιάζει με τον άνθρωπο του καιρού μας ο οποίος έχει εγκαταλείψει την πάλη του για έναν διαφορετικό κόσμο, δεν τον νοιάζει για τίποτα και στο τέλος φτάνει να μην ενδιαφέρεται ούτε για το φαίνεσθαί του; Τρίτο και τελειωτικό στάδιο το ποτό, η χαλαρότητα, το τρέμουλο στα άκρα, η υπνηλία, η εξαθλίωση, η διάλυση, ο θάνατος. Ο άνθρωπος που εγκαταλείπει τον εαυτό του, που παραιτείται από κάθε νοηματοδότηση, στο τέλος μοιραία βιώνει τον πνευματικό θάνατο.
Ο Ντίκενς φιλοσοφεί πάνω στην ανθρώπινη τρέλα. “Όταν οι σώφρονες κοιμούνται και ονειρεύονται τις νύχτες, δεν εξισώνονται άραγε με τους παράφρονες; Ονειρευόμαστε τις νύχτες, όπως εκείνοι τις ημέρες, ότι συνδεόμαστε με βασιλιάδες και βασίλισσες…μπερδεύουμε γεγονότα και προσωπικότητες και τόπο και χρόνο τη νύχτα, όπως αυτοί την ημέρα. Δεν μας προβληματίζουν οι νυχτερινές μας αντιφάσεις και δεν προσπαθούμε μέσα στη σύγχυσή μας να τις εκλογικεύσουμε ή να τις δικαιολογήσουμε, όπως κάνουν εκείνοι κάποιες φορές με τις εν εγρηγόρσει παραισθήσεις τους;” (σελ. 25). Λεπτά τα όρια σε έναν κόσμο οπότε και η τρέλα θεωρούνταν επικίνδυνη για τους υγιείς, ενώ σήμερα οι πολλοί την έχουν αποδεχτεί και προσπαθούν με κάθε τρόπο να την διαχειριστούν ή να δικαιολογήσουν τα έργα τους εξαιτίας της ή να την κρύψουν, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν!
Ο Ντίκενς θα περάσει από τα νεκροταφεία, όπου θα φιλοσοφήσει για την μοναξιά του ανθρώπου και στην ζωή και στον θάνατο, θα συναντήσει τον κουρελιασμένο ζητιάνο που σιωπηλά παραπονιέται για την κοινωνική αδικία και προσφέρει στον συγγραφέα τα απομεινάρια των ρούχων του, όπως ο δαιμονισμένος της Καινής Διαθήκης και θα κλείσει την βόλτα του στην αγορά του Κόβεν Γκάρντεν, όπου θα συναντήσει τα παιδιά των δρόμων, έναν άντρα που η μόνη του χαρά είναι να καταβροχθίζει ένα λουκάνικο, θα σταθεί στον σταθμό που το ταχυδρομικό τρένο θα μεταφέρει τις επιστολές σαν σημάδια επικοινωνίας και θα επιστρέψει στο σπίτι του για να κοιμηθεί, την ώρα που η μέρα έχει φέρει στους δρόμους της πόλης κάθε λογής μιλιούνια.
Θα συμπεράνει:  “Ήξερα πολύ καλά πού να βρω φαυλότητα και δυστυχία κάθε λογής, αν το επέλεγα. Αλλά τώρα είχαν και τα δυο κρυφτεί κάτω από το βλέμμα μου και η ανεστιότητά μου είχε χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων να διανύσει, περνώντας από δρόμους μέσα στους οποίους μπορούσε, πράγμα που έκανε εξάλλου, να τραβήξει την μοναχική της πορεία” (σελ. 32)
Εξαιρετικά είναι και τα επόμενα κείμενα του Αντισυμβατικού Ταξιδιώτη (Uncommercial Traveler, όπως υπέγραφε συχνά ο μεγάλος συγγραφέας). Ένα μικρό παιδί χάνεται και φιλοσοφεί στις αστικές διασκεδάσεις, το θέατρο, τις πλατείες, στο Σίτι και το χρηματιστήριό του (κομπίνα, κερδοσκοπία, μαγείρεμα λογαριασμών, φούσκωμα μετοχών, ωραιοποίηση καταστάσεων- σελ. 41), σπουδάζοντας την ευκολία της διαφθοράς, αλλά και την διασκέδαση της πλήξης με το ανούσιο. Ο Ντίκενς επισκέπτεται ένα Πτωχοκομείο και φιλοσοφεί στην φτώχεια, τα γηρατειά, τις ανυπότακτες γυναίκες που εκτίουν ποινές κάνοντας κοινωνική εργασία, την αναζήτηση της συμπόνοιας αλλά και τον συμβιβασμό, την απόσταση της πολιτικής από την πραγματικότητα. Κατόπιν, δεν θα διστάσει να περιγράψει το μαρτύριο των γυναικών που εργάζονται σε εργοστάσια παραγωγής μολύβδου και δηλητηριάζονται για να ζήσουν τα παιδιά τους, ένα Νοσοκομείο Παίδων στο οποίο εκτός από υπηρεσίες υγείας οι φωτισμένοι γιατροί εξασφαλίζουν τροφή τόσο για τα άρρωστα παιδιά όσο και για τις νοσηλεύτριες που εργάζονται, δείχνοντας ότι δεν είναι μόνο θέμα του κράτους η αλλαγή της κοινωνίας, αλλά του καθενός.
Μας εντυπωσιάζει η περιγραφή των μέσων προφύλαξης της υγείας σε ένα άλλο εργοστάσιο παραγωγής μολύβδου: “ο κίνδυνος έγκειται στην εισπνοή σωματιδίων μολύβδου ή στην επαφή μεταξύ του μολύβδου και του δέρματος ή και στα δύο. Για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων παρέχονται καλοί αναπνευστήρες (μάσκες δηλαδή), φτιαγμένοι από φανέλα και μουσελίνα, ώστε η ανανέωσή τους να μην κοστίζει πολύ, που πότε πότε μάλιστα πλένονταν με αρωματικό σαπούνι, ειδικά γάντια και φαρδιές ρόμπες. Παντού υπήρχε φρέσκος αέρας, όσο το επέτρεπαν τα ανοιχτά και σωστά τοποθετημένα παράθυρα. Μου εξήγησαν ότι εναλλάσσοντας προληπτικά, με σταθερή συχνότητα, τις γυναίκες που απασχολούνταν στα χειρότερα τμήματα της παραγωγής, είχαν σωθεί. Τα καλυμμένα πρόσωπα και οι φαρδιές ρόμπες τους προσέδιδαν μια μυστηριώδη και ομοιόμορφη εμφάνιση και η μεταμφίεση αυτή επέτεινε ακόμη περισσότερο την ομοιότητα της σκηνής με τους Τούρκους και τα χαρέμια τους”  (σελ. 104, ας βάλουμε στη θέση του μολύβδου τον κορωνοϊό). Και η παρατήρηση του Ντίκενς ότι “οι γυναίκες αντέχουν πολύ περισσότερο την δουλειά αυτή από τους άντρες” (σελ. 106), θυμίζουν την αντοχή των γυναικών και στον κορωνοϊό!!!
Ο  Ντίκενς κάνει μια εξαιρετική αναφορά στα στοιχήματα, στις κατεργαριές των προφητών των ιπποδρομιών, στο στήσιμο πρακτορείων παράνομου στοιχηματισμού (σήμερα Ίντερνετ) και βέβαια στην επίδραση που τα τυχερά παιχνίδια και ο στοιχηματισμός ασκούνε στους απαίδευτους νεαρούς κυρίους, που δεν τους ενδιαφέρει “ο Σαίξπηρ ή κάποια ανάλογη συναισθηματική σαχλαμάρα” (σελ. 108). Και πώς η πολιτεία να λειτουργήσει προληπτικά όταν οι περισσότεροι βουλευτές στοιχηματίζουν; Η ευθύνη είναι των γονέων και των εργοδοτών που δεν πρέπει να ανέχονται στοιχηματισμό που δεν καλλιεργεί την αγάπη για την εργασία, αλλά για το εύκολο κέρδος (σελ. 118). Δεν έχει αλλάξει κάτι 170 χρόνια μετά!
Η έκδοση θα κλείσει με ένα καταπληκτικό κείμενο για την εμπορευματοποίηση του θανάτου, με αφορμή κυρίως την δημόσια κηδεία του νικητή του Ναπολέοντα Δούκα του Ουέλινγκτον. Ο θάνατος των άλλων γίνεται θέαμα, γίνεται εμπόριο, γίνεται αφορμή διασκέδασης, ενώ ένας ανταγωνισμός ματαιοδοξίας για τον στολισμό των τάφων μαρτυρεί την απουσία ταπείνωσης αλλά και καταστρατήγησης της “ιερότερης εκδήλωσης της ανθρώπινης κοινωνίας” (σελ. 122). 
Η εξαιρετική αυτή συλλογή δείχνει ότι ο άνθρωπος που μαθαίνει να βλέπει έχοντας εσωτερική ευαισθησία και αναζήτηση, αν μη τι άλλο, είναι προσωπικότητα. Έχει την καλή ανησυχία για την ζωή και την αλήθεια κι αυτό καταξιώνει την πορεία του!  Παράλληλα, θα διαπιστώσετε εξαιρετικές αναλογίες στους καιρούς μας. Είναι η ανθρώπινη φύση, αλλά και τα πάθη μας που δεν αλλάζουν αν δεν φιλοσοφήσουμε αυθεντικά κι αν δεν παλέψουμε ασκητικά! Θα το απολαύσετε!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 10 Αυγούστου 2020