«Ἑξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας. Ὅς παραγενόμενος καί ἰδών τήν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καί παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ» (Πράξ. 11, 22-23)
«Η εκκλησία των Ιεροσολύμων έστειλε τον Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά»
Μία φράση με λεπτές αποχρώσεις καταγράφει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Ο απόστολος Βαρνάβας αποστέλλεται στην εκκλησία της Αντιόχειας, εκεί όπου οι χριστιανοί αρχίζουν να αυξάνουν και ως προς τον αριθμό και ως προς τον ζήλο, σε μια πόλη που θα μπορούσε κάποιος να την χαρακτηρίσει με σημερινούς όρους ως το Παρίσι της Ανατολής. Δεν ήταν μόνο ο πλούτος. Ήταν το πολιτιστικό επίπεδο, η αρχοντιά και η παιδεία, ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων, που την ξεχωρίζει, μια πόλη αριστοκρατική η οποία αρχίζει να νιώθει στα σπλάχνα της τον σπόρο του χριστιανισμού να καρποφορεί. Ο Βαρνάβας συμβουλεύει όλους «τῇ προθέσει τῆς καρδίας» να παραμένουν αφοσιωμένοι στον Χριστό.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Δεν είναι μόνο ο ζήλος, η αφοσίωση της καρδιάς που γίνεται ζητούμενο σε μία πίστη, σ’ ένα έργο, σε έναν αγώνα, σε μία σχέση. Είναι και η πρόθεση της καρδιάς. Ο σκοπός της. Το μικρό ίχνος από το οποίο ξεκινά η γέννα του συναισθήματος, της ιδέας, της επιθυμίας, της απόφασης. Είναι το αφανές, που κάποτε δεν το συνειδητοποιούμε ούτε οι ίδιοι ότι μας ωθεί να σκεφτούμε, να επιθυμήσουμε, να πράξουμε. Είναι το κατά βάθος μας. Και είναι τόσο σημαντικό. Η πρόθεση της καρδιάς είναι η αλήθεια μας. Είναι ό,τι μας παροτρύνει. Συνήθως σκεπάζουμε αυτή την αφετηρία. Την ωραιοποιούμε, τη βαφτίζουμε, την ταυτίζουμε με άλλες προθέσεις. Θέλουμε το καλό του άλλου, θέλουμε το καλό το δικό μας. Συχνά κρύβεται η ιδιοτέλεια, η οποία είναι η πρώτη σκέψη μας. Ο εγκλωβισμός στο ατομικό καλό, το οποίο προηγείται. Κάποτε κρύβεται η επιβίωσή μας. Κάποτε η δόξα μας. Και μεταμορφώνεται η ιδιοτέλεια σε έγνοια για το σύνολο, σε μία «δήθεν» νοοτροπία. Και γίνεται στάση ζωής, με την οποία προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τόσο τον εαυτό μας όσο, κυρίως, τους άλλους ότι έχουμε καλές προθέσεις. Τι και ποιον αγαπούμε; Εκεί είναι η απάντηση της καρδιάς.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Η πρώτη-πρώτη σκέψη μας αποτυπώνει τον χαρακτήρα μας. Το ποιοι είμαστε. Την παιδεία μας. Κάποτε τις φιλοδοξίες μας. Το αν η αγάπη είναι το κίνητρό μας. Είναι αποτύπωση της ελευθερίας μας έναντι του Θεού και έναντι του κόσμου και του πλησίον. Είναι η επιλογή του καλού ή του κακού. Είναι η πρόταξη του εγώ, μιας απαίτησης αυτόφωτου και άρνησης της αγάπης του Θεού που γίνεται για μας ετεροκαθορισμός. Είναι η ποιότητα της συνείδησής μας. Είναι το νόημα ζωής που έχουμε. Κι αυτό υφίσταται εξ άκρας συλλήψεως. Από τα γονίδια μας, αλλά και από τον τρόπο που ο ομφάλιος λώρος μας μάς ταΐζει τροφή και νοήματα, συναισθήματα και ήχους, αξίες και όνειρα. Είναι η μάνα και ο πατέρας μας που μας αφήνουν το στίγμα τους. Αλλά είναι και το τι θα προσθέσουμε. Πώς θα διαμορφώσουμε σταδιακά αυτό το ίχνος της καρδιάς μας. Αν αρχίσουμε να ακούμε το τραγούδι του Θεού εντός μας και κάνουμε τη βούλησή μας, το θέλημά μας όχι «γνωμικό», αλλά «φυσικό». Γνωμικό είναι το θέλημα στο οποίο το εγώ προΐσταται. Φυσικό είναι το θέλημα στο οποίο η αγάπη που μας εμφύτευσε ο Θεός κάνει το εγώ να σέβεται, να παραμερίζει ως προτεραιότητα, να οικειοποιείται, να χαίρεται.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Την διαμορφώνουν τα πάθη μας. Ό,τι ριζώνει στην καρδιά μας και γίνεται ιδιοτέλεια. Γίνεται συμφέρον. Γίνεται φιλοδοξία. Φιλαυτία. Φιληδονία. Γίνεται επιβίωση και φόβος για τον πλησίον. Γίνεται αίσθημα μηδενισμού της ύπαρξης μετά θάνατον και απόφαση ότι επειδή «μια ζωή την έχουμε», πρέπει εδώ και τώρα» όλα να γίνουν δικά μας. Και τότε η γνώμη γίνεται η μόνη αλήθεια. Και η φυσική μας στροφή προς τον Θεό, το θέλημά Του που είναι εγγεγραμμένο στις καρδιές μας, παύει να έχει αξία, διότι το ταυτίζουμε με την απουσία της ευχαρίστησης. Ενώ η σχέση με τον Θεό, κάποτε σταυρωμένη, κάποτε αναστημένη, είναι πεπληρωμένη χαράς, εμείς απαιτούμε το άμεσο, το στιγμιαίο, το δεδομένο της σκέψης και της επιθυμίας μας. Δεν αφήνουμε τον χρόνο στην εμπιστοσύνη της πίστης, αλλά τα θέλουμε δικά μας όλα, να τα ελέγχουμε και να τα διαμορφώνουμε. Δεν είναι το πρόβλημα το να αγωνιζόμαστε για ό,τι ονειρευόμαστε. Είναι η απαίτηση ότι όλοι μας χρωστούνε, ακόμη κι ο Θεός ο ίδιος, και ότι ο κόσμος πλάστηκε μόνο για μας. Το ίδιο και οι άλλοι.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Είναι μυστήριο η καρδιά. Ό,τι ο κόσμος δεν θέλει να αποδεχτεί ως τρόπο ύπαρξης. Το μυστήριο υπερβαίνει την εκλογίκευσή του. Την αισθησιοκρατία. Τις αποδείξεις. Θα αρκούσε ο σεβασμός στην εμπειρία της συγχώρησης, στην άρνηση της δικαίωσης που πολλοί άνθρωποι έχουν επιδείξει στους αιώνες. Ο σεβασμός στην απόφαση για νηστεία. Για αφιέρωση στον Θεό και υπέρβαση της σάρκας. Ο σεβασμός στην ελευθερία. Στην αγάπη που δεν λογαριάζει συμφέρον. Όλα αυτά τα βιώματα της χριστιανικής πίστης, τα βιώματα των Αγίων αποκαλύπτουν προθέσεις καρδιάς που παλεύει να μη νικηθεί από τη εγωτική ιδιοτέλεια. Από τον πειρασμό είτε του πονηρού είτε των άλλων που σπρώχνουν στα πάθη ως ευχαρίστηση. Αποκαλύπτουν καρδιές που προτίμησαν να παραιτηθούν και από την ίδια την ζωή, αποδεχόμενες το μαρτύριο, τόσο του αίματος όσο και της συνειδήσεως, για να μας αφήσουν παρακαταθήκη το Ευαγγέλιο της αγάπης και της αλήθειας. Και μία ελευθερία που γίνεται μακαρισμός. Από τις καθημερινές σχέσεις, από το λίγο έως το παν.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Σε έναν κόσμο που βλέπει μόνο το προφανές, ας παλέψουμε να δούμε το ίχνος του αληθινού εαυτού μας στην καρδιά μας. Τον θησαυρό μας. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε, ας διαλέξουμε την προσμονή του Χριστού με όλες μας τις δυνάμεις. Μπορεί να είναι κάποτε φτωχές και ανεπαρκείς. Εκείνος όμως στηρίζει τους ταπεινούς. Τους έχοντας την ελπίδα στο πρόσωπό Του. Αυτούς που μέσα στην Εκκλησία γνωρίζουν να αντέχουν και παρακαλούν γι’ αυτά που δεν μπορούν. Κάποτε για όλα, διότι νιώθουμε την ανεπάρκειά μας.
Κύριε, δος μας το ίχνος της καρδιάς μας να ξεκινά από αγάπη για Σένα, για τον άλλον. Να ξεκινά από την πίστη στην Ανάσταση. Και κάθε σκέψη, έργο, συναίσθημα, επιθυμία να αγιάζονται με την προσμονή Σου!
Χριστός Ανέστη!
Της Σαμαρείτιδος