“Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα μοι συμφέρει. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος” (Α᾽ Κορ. 6, 12)
“Όλα μου επιτρέπονται. Σωστά. Όλα όμως δεν είναι προς το συμφέρον. Όλα μου επιτρέπονται, εγώ όμως δεν θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει”
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Μία αποστολική φράση που σήμερα έχουμε λησμονήσει το βαθύτερο περιεχόμενό της. Την βλέπουμε στην προοπτική του Άλλου. Δεν θα αφήσω κανέναν να με κυριεύσει. Το λέει ο έφηβος στους γονείς του. Ο μαθητής στον δάσκαλο. Ο ψηφοφόρος στον πολιτικό. Ο ντόπιος στον ξένο. Ο πολίτης στους ισχυρούς της γης. Ο εργαζόμενος στον προϊστάμενο. Ο άντρας στην γυναίκα και η γυναίκα στον άντρα. Ο ανταγωνιστής σ’ αυτόν που τον ανταγωνίζεται. Ο άνθρωπος στον Θεό. Ο επιστήμονας στον χρηματοδότη. Κάθε ανθρώπινη σχέση σήμερα ξεκινά από το δίπολο εξουσία-υποταγή. Ο μέσα κόσμος μας αισθάνεται ότι δεν μπορεί να επιτρέψει η αυτοδιάθεσή του να καταπατηθεί. Να γίνει δούλος του άλλου. Ακόμη και η μικρή διακονία που προσφέρει, θέλει ανταμοιβή, θέλει αναγνώριση, ανταπόδοση, και υλική και κοινωνική. Συνήθως επικρατεί η λογική της αγγαρείας και όχι της χαράς. Μπορεί να συνεισφέρω, αλλά δεν το κανω για να με εξουσιάσει ο άλλος, είτε έχει τέτοια πρόθεση είτε όχι. Ο φόβος του εξουσιασμού βασιλεύει στις ανθρώπινες σχέσεις. Και γι’ αυτό οι άνθρωποι τείνουμε να μην θέλουμε δεσμεύσεις. Να μην θέλουμε να χτίσουμε κάτι που θα κρατήσει “για πάντα”, διότι νιώθουμε έτσι ότι θα χάσουμε άλλες ευκαιρίες στην ζωή μας για κάτι διαφορετικό, για κάτι που δικαιούμαστε.
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Ο λόγος του αποστόλου Παύλου όμως δεν αναφέρεται τόσο στους ανθρώπους, για τους οποίους ο απόστολος των Εθνών βλέπει ότι μόνο στην προοπτική της αγάπης μπορεί να συνυπάρξουν, με την ανοχή, με την παραίτηση από τα δικαιώματα προκειμένου να μην σκανδαλίζεται ο άλλος, με την θυσία του θελήματος και τελικά του εαυτού. Ο αποστολικός λόγος έχει να κάνει με την εσωτερική μας υποταγή σε ένα θέλημα που γίνεται αντίθεο. Έχει να κάνει με τα πάθη μας. Τα ονοματίζει: είναι η επιβίωση διά της τροφής που γίνεται γαστριμαργία και είναι η χαρά και η ευχαρίστηση διά του σώματος που γίνεται πορνεία. Η τροφή και το σώμα θεοποιούνται. Η τροφή και το σώμα γίνονται οι εξουσιαστές της ύπαρξής μας. Και χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, μετατρεπόμαστε σε όντα που δεν βλέπουμε πιο πέρα από την ενασχόληση με το φαγητό και την απόλαυσή του, αλλά και την θήρευση της ηδονής του σώματος, καθιστώντας όποιον μπορεί να μας την προσφέρει αντικείμενο.
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Το φαγητό είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο. Σήμερα όμως, όπως και στις κοινωνίες που είχαν χαρακτήρα ηδονιστικό, το φαγητό από στοιχείο συνάντησης των ανθρώπων και συντήρησής τους στην ζωή, έχει γίνει αυτοσκοπός. Επενδύουμε πολύ χρόνο στο πώς θα οργανώσουμε την μαγειρική μας. Διαβάζουμε βιβλία, περιοδικά, κείμενα στο Διαδίκτυο, παρακολουθούμε εκπομπές, διαγωνισμούς μαγειρικής με συμμετοχή ακόμη και παιδιών, αναζητούμε εστιατόρια με κάτι το διαφορετικό για να ικανοποιήσουμε την γαστριμαργία μας, να αισθανθούμε την απόλαυση του φαγητού και των όσων το συνοδεύουν, ξοδεύουμε πολλά χρήματα για να αγοράσουμε προϊόντα καταναλωτικά, τα οποία δεν έχουν αξία ούτε θρεπτική ούτε κάνουν καλό στο σώμα μας. Έχουμε υποκαταστήσει την νηστεία και την ασκητικότητα στην τροφή με ιδέες κινημάτων που προέρχονται από την ανατολή, ότι δεν τρώμε κρέας και ζωικά προϊόντα, όχι γιατί κάνουμε μία μικρή ή μεγάλη άσκηση, αλλά διότι τα ζώα είναι ιερά και δεν δόθηκαν ως τροφή στον άνθρωπο, αφήνοντας να υπολανθάνει μία αντίληψη ότι είναι ανθρώπινες μετενσαρκώσεις που δεν δικαιούμαστε να τις καταναλώνουμε ως τροφή.
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Η σχέση με τον συνάνθρωπο είναι απαραίτητη για να μοιραστούμε την αγάπη. Ιδίως ο έρωτας είναι η ευλογία του Θεού που οδηγεί στην κατ’ οίκον εκκλησία, την οικογένεια, την αλληλοβοήθεια του άντρα και της γυναίκας, την συμπόρευση στην οδό της σωτηρίας, στην παρηγοριά για τις δυσκολίες της ζωής, στο απόλυτο μοίρασμα ψυχών και σωμάτων, στην ενότητα της αγάπης που περιλαμβάνει τον σύνολο άνθρωπο. Σήμερα, όμως, για μια ακόμη φορά, η κοινωνία μας έχει μετατραπεί σε ηδονιστική κοινωνία. Ο έρωτας έχει ταυτιστεί με το σώμα και όχι με την συνάντηση των ανθρώπων ως προσώπων. Ο άλλος γίνεται αντικείμενο προς ευχαρίστηση. Χωρίς δέσμευση, χωρίς διάρκεια, χωρίς ευθύνη. Κι αν δεν θέλει ή δεν μπορεί να με ευχαριστήσει, ο εικονικός πολιτισμός μας έχει βρει υποκατάσταστα την πορνογραφία ιδίως στο Διαδίκτυο, το χτίσιμο με τις εικόνες τρισδιάστατων και παραπ΄νω πραγματικοτήτων στις οποίες υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι απολαμβάνεις σωματικά μία εικόνα σώματος, ώστε να εκτονώνεσαι, χωρίς να χρειαστεί να νοιαστείς και να αγαπήσεις. Και η πορνεία έχει κυριαρχήσει ως λογισμός, ως λόγος, ως θέμα συζήτησης, ως στόχος σε μικρότερους και μεγαλύτερους, αποθεώνοντας το “θέλω να περνάω καλά”.
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Ο αποστολικός λόγος δείχνει ότι αφήνοντας την τροφή και το σώμα να μας κυριεύουν διά της ευχαρίστησης που μας παρέχουν, υποτασσόμενοι σε έναν πολιτισμό που βρήκε τον τρόπο να παρακάμψει την διάθεσή μας να είμαστε ελεύθεροι, μη στοχεύοντας σ’ αυτό που μπορούμε να σκεφτούμε, αλλά στις ανάγκες μας που εύκολα θολώνουν την κρίση μας, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι δεν υποτασσόμαστε σε πρόσωπα που η εξουσία τους φαίνεται άμεσα, μας παγιδεύει συνεχώς στα πάθη και δεν μας αφήνει να είμαστε ελεύθεροι. Κάποιοι θεωρούν πως αυτό πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. Να μείνει στα πάθη και “δεν πειράζει”. Όμως έχουμε πλαστεί για μιαν άλλη πορεία. Αυτή της αγάπης τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Εκεί βρίσκεται η αλήθεια και η ευτυχία. Γιατί εδώ υπάρχει το “για πάντα” και όχι μόνο το “εδώ και τώρα”.
Η Εκκλησία μας καλεί να διαλέξουμε. Μέτρο και αγάπη ή “όλα μου επιτρέπονται”. Η ελευθερία πάντως σίγουρα δεν βρίσκεται στο δεύτερο, το οποίο νικιέται από τον θάνατο. Και μπορεί το πρώτο να φαίνεται σταυρός, αλλά μαζί του βρίσκεται ο Χριστός. Η ελπίδα μας!
Κέρκυρα, 16 Φεβρουαρίου 2020
Κυριακή του Ασώτου υιού