«Οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλά θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται» (Γαλ. 6, 13)
«Άλλωστε ούτε κι αυτοί που επιμένουν στην περιτομή τηρούν τον νόμο. Απλώς θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν ότι σας κατάφεραν να το κάνετε».
«Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», λέει μια παλιά, αυθεντική, λαϊκή παροιμία. Είναι εύκολο να διδάσκει κάποιος τι είναι σωστό και να ζητά από τους άλλους να το τηρούνε. Το δύσκολο είναι να το εφαρμόσει ο ίδιος, όχι γιατί κατά βάση είναι ανεφάρμοστα τα λεγόμενα, αλλά διότι προϋποθέτουν υπαρξιακή αποδοχή της σημασίας τους, όπως επίσης και κόπο. Και οι άνθρωποι δεν είμαστε πρόθυμοι να εργαστούμε ούτε προς την μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Γαλάτες, επισημαίνει αυτήν την μεγάλη αλήθεια για την ανθρώπινη κατάσταση. Υπήρχαν ανάμεσα στους κατοίκους της μικρασιατικής αυτής πόλης κάποιοι χριστιανοί εξ Ιουδαίων οι οποίοι απολυτοποιούσαν τα έθιμα της ιουδαϊκής τους θρησκευτικής προέλευσης, με έμφαση στην περιτομή. Ενώ είχαν αποφασίσει να αποκτήσουν μία νέα ταυτότητα, την χριστιανική, στην οποία η περιτομή δεν χρειαζόταν για να αποδειχθεί η πίστη, αλλά μόνο το σημείο του σταυρού, οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί είτε από νοσταλγία είτε για να μην χαρακτηριστούν προδότες των πατρογονικών τους εθίμων, τα οποία ήταν σημάδια σύζευξης με τον Θεό, είτε επειδή έβλεπαν και την καινούργια πίστη, όπως και την παλαιά, ως συνήθεια που νοηματοδοτούνταν από τα σύμβολα, τόνιζαν την μεγάλη αξία της περιτομής και απαιτούσαν και από τους εξ εθνικών χριστιανούς να περιτμηθούν. Τελικός σκοπός τους η καύχηση ότι κατάφεραν τα νέα μέλη του σώματος του Χριστού να αλλάξουν όχι μόνο θρησκευτική, αλλά και εθνική ταυτότητα.
Ο απόστολος όμως ουσιαστικά μας δείχνει ότι η πίστη αφ’ εαυτής της δίνει ταυτότητα στον άνθρωπο ικανή για να τον οδηγήσει στην βασιλεία του Θεού και να πληρώσει την καρδιά του από νόημα ζωής, χάρις στην παρουσία του Χριστού και με επίγνωση ότι όλα έχουν να κάνουν με τον σταυρό του Κυρίου, με τον κόπο της αυταπάρνησης, της εγκατάλειψης του παλαιού εαυτού, όπως και κάθε άλλης ταυτότητας. Για τον Παύλο το πρόβλημα δεν είναι η εθνική ταυτότητα καθαυτή. Δεν αρνείται άλλωστε ότι και ο ίδιος ζηλωτής υπήρξε των πατρικών του παραδόσεων. Τονίζει όμως ότι με τους Ιουδαίους ήταν Ιουδαίος, με τους Έλληνες Έλληνας, με τους πάντες τα πάντα, διότι τα πάντα είναι ο Χριστός. Η χριστιανική μας πίστη μας κάνει, χωρίς να αρνούμαστε την πραγματικότητα της ζωής και της ιστορίας, χωρίς να παύουμε να χάνουμε την εθνική μας ταυτότητα, να μην την θεωρούμε λόγο διαφοροποίησής μας από τους άλλους χριστιανούς, λόγο επιβολής της στους άλλους ανθρώπους. Το να είσαι χριστιανός είναι το παν. Τα υπόλοιπα έρχονται δεύτερα.
Ο αποστολικός λόγος έρχεται να συναντήσει τους καιρούς μας. Οι άνθρωποι προτάσσουμε τις εθνικές μας ταυτότητες, τις ιδεολογικές, τις αθλητικές, τα σωματικά μας χαρακτηριστικά, αδιαφορώντας για την πνευματική μας ταυτότητα και ιδιοπροσωπία. Έχοντας περιθωριοποιήσει την πίστη στον ιδιωτικό χώρο ζωής, δεν θεωρούμε την χριστιανική μας ταυτότητα ως προηγούμενη όλων των άλλων και ως επαρκή για να νοηματοδοτήσει, αλλά και να διαφοροποιήσει την ζωή μας. Καυχόμαστε για τις άλλες ταυτότητές μας, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να κατανοήσουμε και να ζήσουμε την χριστιανική, η οποία είναι άνοιγμα στην αιωνιότητα , η οποία αγκαλιάζει όλες τις άλλες ταυτότητες και τις βλέπει στην προοπτική του παρόντος χρόνου, δηλαδή στην προοπτική των ορίων. Η μοναδική ταυτότητα που δε νικιέται από τον χρόνο ούτε έχει όριο τον θάνατο είναι η χριστιανική. Αυτή θα μας συνοδεύει στην αιωνιότητα, ενώ οι άλλες θα μείνουν εδώ. Για την βίωσή της ή όχι θα κριθούμε από τον Θεό, όχι για το αν υπήρξαμε Έλληνες, Ιουδαίοι, οπαδοί κομμάτων ή ιδεολογιών, όμορφοι ή άσχημοι. Τα σχήματα του κόσμου τούτου περνούνε. Η πίστη μένει.
Γιατί τότε να αγωνιούμε για την εθνική μας ταυτότητα;
Η απάντηση έρχεται με πολλή απλότητα. Διότι την αποσυνδέουμε από την χριστιανική. Η πίστη μας είναι το συστατικό στοιχείο και της εθνικής μας ταυτότητας. Ανησυχούμε ότι οι μετανάστες θα μας αλλοιώσουν, η κρίση, η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία θα πάρουν από εμάς την σύνδεση με την παράδοσή μας, και όντως μπορεί να γίνει αυτό, χωρίς να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε από την καρδιά μας ότι όλα αυτά μπορεί να συμβούν ή συμβαίνουν επειδή ξεχάσαμε την προτεραιότητα της χριστιανικής μας ταυτότητας. Δεν κινδυνεύουμε αν ξέρουμε σε ποιον Θεό πιστεύουμε, πώς βλέπουμε τον πλησίον μέσα από την πίστη, πώς μπορούμε να παραμείνουμε ανυποχώρητοι στην αλήθεια. Αντί λοιπόν να φωνασκούμε και να διαμαρτυρόμαστε, ας κατανοήσουμε και ας βιώσουμε ό,τι προέχει.
Δεν κρατούσαν τον μωσαϊκό νόμο οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί. Έμεναν στα σύμβολα και στα έθιμα και πίεζαν τους άλλους χριστιανούς κι αυτοί να τα ακολουθήσουν. Κατά βάθος ένιωθαν ότι η ιουδαϊκή τους ταυτότητα ήταν η σημαντική. Ούτε όμως γι’ αυτήν ήταν έτοιμοι να παλέψουν με συνέπεια. Κάθε ταυτότητα θέλει κόπο για να την κατακτήσεις και να την διατηρήσεις. Αυτό ισχύει και για την δική μας. Αρκεί να κατανοούμε την σημασία της και να την αποδεχόμαστε στην καρδιά μας, μη μένοντας στο συμβολικό μόνο ή στο εθιμικό.
Κέρκυρα, 17 Νοεμβρίου 2019
Θ’ Λουκά