Το να κρατήσουμε την πατρίδα στους καιρούς μας φαντάζει ένας αγώνας απελπισμένος εναντίον του ρεύματος της παγκοσμιοποίησης, το οποίο έχει εγκαθιδρύσει μία πραγματικότητα στην οποία οι διαφορές δεν πρέπει να υφίστανται. Τροφή, ενδυμασία, διασκέδαση, χρήση τεχνολογίας, επιστήμη, μεταφορές, επικοινωνία δεν αφήνουν περιθώρια για ιδιαιτερότητες. Και όπου υπάρχει αυτή η επιθυμία, η παγκόσμια τάξη του politically correct σπεύδει να την καλύψει με την προβολή των δικαιωμάτων. Περισσότερη συζήτηση γίνεται στους καιρούς μας για το πώς θα προστατευθούν αυτοί που έρχονται σε μια χώρα, είτε ως πρόσφυγες είτε ως μετανάστες, πώς δεν θα αντιμετωπίσουν φαινόμενα ρατσισμού όσοι κάνουν διαφορετικές επιλογές από τους πολλούς στην σεξουαλικότητα, ενώ η πατρίδα έχει αφεθεί στις σχολικές εορτές και σε κάποιες επετειακές ταινίες στην τηλεόραση. Ακόμη και οι παρελάσεις στις εθνικές γιορτές αντιμετωπίζονται με ειρωνεία ή περιφρόνηση από συγκεκριμένες ομάδες, τόσο πολιτικές όσο και διανοουμένων, ενώ το να βγάζει κάποιος την σημαία στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο θεωρείται κατάλοιπο ενός εθνικιστικού παρελθόντος.
Στην δηλητηριασμένη ιδεολογικά ατμόσφαιρα, όπου υπάρχει φοβία για κάθε τι εθνικό, κάποτε δικαιολογημένη λόγω της καπηλείας, παλαιότερης και νεώτερης, λόγω ενός φανατισμού που παρακινεί σε βία, αρχικά λεκτική και, κάποτε, σωματική, η προτροπή «να κρατήσουμε πατρίδα!» ζητά διασάφηση και πρακτικές λύσεις. Για ποια πατρίδα να μιλήσουμε στους νεώτερους; Αυτήν της ελευθερίας, των αξιών, της παιδείας, της φιλοσοφίας, της χριστιανικής αγάπης, του μεγαλείου της αντίστασης σε κάθε επιβουλή, ή την πατρίδα της διχόνοιας, της μωροφιλοδοξίας, της δοκησισοφίας, αυτήν που ταυτίζεται με το κράτος και μας κάνει όλους να τα περιμένουμε έτοιμα; Την πατρίδα που είναι ανοιχτή σε όποιον θέλει να την γνωρίσει και να κατοικήσει σ’ αυτήν, αλλά που θέτει προδιαγραφές σε όποιον δεν κατανοεί ότι υπάρχουν μερικά θέσμια: η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκευτική πίστη, ο πολιτισμός που γεννούν σεβασμό στον άλλον, αλλά και ανυποχώρητη καρδιά σε ζητήματα όπως η ταυτότητα και η ιδιοπροσωπία μας; Ή την «μη πατρίδα» των διεθνιστών, οι οποίοι οραματίζονται νεφελώδεις συνυπάρξεις στις οποίες ο άνθρωπος, χωρίς ταυτότητα και προδιαγραφές, κάπως μαγικά θα αναγκάζεται να σέβεται έναν άλλον που θα παραμένει περιχαρακωμένος στην όποια δική του ταυτότητα, εθνική, πολιτιστική, κοινωνική, σεξουαλική, αδιαφορώντας για τους πολλούς;
Και επειδή οι νεώτεροι θα κληθούν να αποφασίσουν ποια πατρίδα θέλουν και αν την θέλουν, καλό θα ήταν οι μεγαλύτεροι, μέσα από την παιδεία της ιστορίας, της παράδοσης, της γιορτής, των αγίων και των ηρώων, να προσφέρουμε γνώση και εμπειρία και ένα αίσθημα χρέους έναντι του τόπου, του παρελθόντος, των ανθρώπων, των αγέννητων και των νεκρών που ως κριτές θα μας δικάσουν, να διασώσουμε μνήμες «Πίνδου και Άθωνα» (Οδ. Ελύτης) και να μην πειραματιζόμαστε άσκοπα με ενσωματώσεις χωρίς διάλογο, στις οποίες μόνο ο άλλος έχει δικαιώματα κι εμείς οφείλουμε να ταυτιστούμε μαζί του, αγνοώντας ότι μόνο όποιος αισθάνεται χαρά γι’ αυτό που είναι, για όπου ανήκει, μπορεί να κρίνει σωστά και λάθη, να απλώσει τα χέρια του στον όποιο διαφορετικό ως άρχοντας και όχι ως φοβικός ζητιάνος, να αγαπήσει και να σεβαστεί!
Οι εθνικές επέτειοι, όπως και η όλη διάρθρωση της κοινωνίας μας χρειάζονται επανεκκινήσεις προβληματισμού και προσωπικής βίωσης των θέσμιων μας. «Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ό,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό,τι κινδυνεύει» (Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος)
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 30 Οκτωβρίου 2019