7/19/19

ΕΙ ΕΚΒΑΛΛΕΙΣ ΗΜΑΣ, ΕΠΙΤΡΕΨΟΝ ΗΜΙΝ ΑΠΕΛΘΕΙΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΕΛΗΝ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ




«Οἱ δέ δαίμονες παρεκάλουν αὐτόν λέγοντες: εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τήν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καί εἶπεν αὐτοῖς: ὑπάγετε» (Ματθ. 8, 31-32)
«Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: ‘αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων’. Κι εκείνος τους είπε: ‘πηγαίνετε’»


            Στην εποχή μας η ύπαρξη του κακού έχει αποπροσωποποιηθεί και αποπνευματικοποιηθεί. Το κακό θεωρείται ως μία ηθική κατηγορία η οποία έρχεται να φανερωθεί όταν οι άνθρωποι δεν τηρούμε κάποιους κανόνες αποδεκτούς από την πλειονοψηφία της κοινωνίας. Κακό θεωρείται η παραβίαση των βασικών μας δικαιωμάτων, ζωής, ελευθερίας, περιουσίας. Κακό, αλλά όχι για όλους, θεωρούνται η αδικία και η ανισότητα  ευκαιριών. Από την άλλη, το να πληγώνουμε τον συνάνθρωπο με γνώμονα τα δικαιώματά μας, την επιθυμία για ηδονή και αυτάρκεια, την επίδειξη δύναμης, παραδοσιακά θεωρείται ως ηθικώς κακό, αλλά όποιος μπορεί το πράττει, χωρίς να αφήνει περιθώριο στην συνείδησή του να τον ελέγξει. Άλλωστε, κέντρο της ζωής μας είναι ο εαυτός μας.
            Για την παράδοση της πίστης μας όμως το κακό δεν είναι μία αόριστη ηθική κατηγορία, αλλά είναι η άρνηση του Θεού και του τρόπου με τον οποίο ο Θεός φανερώνεται και σχετίζεται με τα δημιουργήματά Του, δηλαδή με την αγάπη, την επιθυμία για ενότητα και την πρόσκληση για συμπόρευση με σκοπό μία διαρκή κοινωνία προσώπων. Η άρνηση κάνει τα δημιουργήματα του Θεού να επιλέγουν το μη αγαθόν, δηλαδή γεννούν έτσι το κακό. Συνέπεια του κακού είναι η ακοινωνησία. Η αμαύρωση του κάλλους, του ήθους, του προσώπου. Είναι ο φόβος που προκαλούμε στον συνάνθρωπο. Η απόρριψη εξ αρχής της πρόσκλησης τόσο του Θεού όσο και του συνανθρώπου για συνοδοιπορία. «Τι δουλειά έχω εγώ μαζί σας; Τι δουλειά έχετε εσείς με μένα;». Γι’ αυτό και η μοναδική κοινωνία που το κακό μπορεί να έχει είναι με ό,τι ή με όποιον μπορεί να εξουσιάσει. Η κοινωνία όμως αυτή είναι καταστροφική. Τρελαίνει. Είναι κοινωνία από την οποία δεν απαλλάσσεται κάποιος εύκολα, διότι τον καθιστά δέσμιο του κακού, δίδοντάς του μια νέα ταυτότητα, κάποτε τόσο ισχυρή, ώστε να αισθάνεται ο δέσμιος του κακού ευχαρίστηση ή ανικανότητα απόφασης για πάλη εναντίον του κακού, για παραίτηση από την κυριαρχία του.
            Αυτό το βλέπουμε στα κάθε μορφής εγκλήματα, τα οποία τα αποδίδουμε και σε ψυχικές διαταραχές. Οι περισσότερες όμως από αυτές αναπτύσσονται σε πρόσωπα που μεγαλώνουν σε συνθήκες στις οποίες το κακό, ως απουσία αληθινής αγάπης και κοινωνίας, μοιάζει η μόνη κατεύθυνση. Διαφυλάττουν το συμφέρον τους, καθώς προσέχουν πολύ τα χρήματά τους. Ευχαριστιούνται με το να προκαλούν την περιέργεια των άλλων, με το να συζητιέται το όνομά τους.  Τα εγκλήματα ή και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά χτίζονται στην απουσία ή στο έλλειμμα της κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Στην υποκατάσταση της αγάπης με την εμμονή ότι ουδείς αναγνωρίζει την αξία μου, ότι δεν επιτρέπεται να είμαι στο περιθώριο, ότι δικαιούμαι την προσοχή, ότι θα εκδικηθώ την κοινωνία που άφησε να μεγαλώσω ελλειμματικά, κάποτε και τον ίδιο τον Θεό.
            Το κακό όμως για την παράδοση της πίστης μας έχει ξεκίνημα στα πρόσωπα του διαβόλου και των δαιμόνων, των πνευματικών εκείνων υπάρξεων που άφησαν την κοινωνία με τον Θεό, για να θεοποιήσουν τους εαυτούς τους, να δείξουν ότι μπορούν χωρίς την κοινωνία με τον Θεό. Και εμμένουν σε μία κοινωνία αναμεταξύ τους, αμαυρωμένη, καταστροφική, ηδονική στο να απομακρύνουν από τον Θεό κάθε ύπαρξη που Εκείνος δημιούργησε, για να αποδείξουν ότι είναι ισχυρότεροι Αυτού, για να Τον εκδικηθούν που αγαπά, έχοντας καταστεί ανίκανοι να μοιραστούν αλήθεια κι αγάπη. Και όλα αυτά εξ ιδίας βουλήσεως. Εν ελευθερία, το μεγαλύτερο δηλαδή δώρο που ο θεός έδωσε σε όλες τις υπάρξεις που δημιούργησε, να μπορούν και να αρνηθούν την δωρεά της κοινωνίας και να την διαστρέψουν, επιλέγοντας θάνατο αντί για ζωή.
            Η ελπίδα και η παρηγοριά μας είναι ο Χριστός. Αυτός διώχνει τους δαίμονες από τους δύο δαιμονισμένους των Γεργεσηνών, γιατί αγαπά το πλάσμα Του, για το οποίο ενηνθρώπησε. Μας δείχνει ότι όταν Εκείνος είναι παρών στην ζωή μας, τότε οι δαίμονες δεν έχουν καμία δύναμη. Θα πάρουν άδεια και για το ελάχιστο. Δεν δεσμεύει όμως τους πρώην δαιμονισμένους να Τον ακολουθήσουν. Τους δίνει την ευκαιρία, όπως και στον κάθε άνθρωπο, να ξεκινήσουν την ζωή από την αρχή. Να βρούνε ταυτότητα κοινωνίας με τους συνανθρώπους τους. Να αγαπήσουν τον Θεό που τους ελευθερώνει και να αλλάξουν πορεία. Και να αγωνιστούν να απορρίψουν το κακό, ως καταστροφή της ζωής και της χαράς!
            Χρειάζεται, εις πείσμα των καιρών μας, να κατανοήσουμε ότι πέρα από ψυχικά προβλήματα, έχουμε ευθύνη σε τι συνθήκες συναναστρεφόμαστε με τους συνανθρώπους μας, πόσο εγωισμό αφήνουμε να βγει, πόση εξουσία αποπνέουμε, πόσο το εγώ μας μάς κάνει να αισθανόμαστε μικροί θεοί, πόσο δεν νοιαζόμαστε αν κοντά μας άλλοι στενοχωριούνται εξαιτίας μας. Πόσο ακούμε την συνείδησή μας, στην οποία ο Θεός εγκατέστησε την φωνή Του, για να μας οδηγεί στο αγαθό. Και ποια χρήση ελευθερίας κάνουμε. Ο διάβολος ελλοχεύει. Ας μην του παραδίδουμε την ταυτότητα της εικόνας του Θεού και του τρόπου Του.  

Κέρκυρα, 21 Ιουλίου 2019
Ε’ Ματθαίου