Βασική πτυχή της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι στις μέρες μας ο αγώνας εναντίον του ρατσισμού. Η πραγματικότητα δικαιολογεί δυστυχώς αυτήν την προτεραιότητα, αν και κάποτε η υπερβολή προκαλεί λήψη του αιτουμένου. Αισθήματα πολιτισμικής και κοινωνικής ανωτερότητας γεννούν αντιλήψεις περιφρόνησης των αδύναμων, όπως επίσης και ένα αίτημα εθνικής καθαρότητας έναντι των ενοχλητικών λαθρομεταναστών. Η αντι-ρατσιστική εκστρατεία δίνει έμφαση και στον αγώνα σεβασμού στην διαφορετικότητα του σεξουαλικού προσανατολισμού. Η κοινωνία μας θεωρείται πολυπολιτισμική, μόνο που για τους politically correct διανοουμένους αυτό συνεπάγεται την άρνηση τονισμού κυρίαρχης ταυτότητας και την απαίτηση για εξομοίωση όλων των ταυτοτήτων, ώστε να πάψουμε να είμαστε έθνος και να γίνουμε κοινωνία πολιτών στηριγμένη μόνο στα ατομικά δικαιώματα.
Και ενώ η αντιρατσιστική εκστρατεία θα μπορούσε να στηριχθεί και σε στοιχεία της παραδοσιακής μας ταυτότητας, τα οποία λειτουργούν στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ήθους που αγκαλιάζει τον άνθρωπο πέρα από διαφορές, όπως το κοινοτικό πνεύμα και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη ως πυρήνας αγάπης και καταλλαγής, εντούτοις υπάρχει ένας φόβος από την πλευρά της κυρίαρχης διανόησης: εάν αποδεχτούμε την παράδοσή μας προς όφελος της νέας ταυτότητας που θέλουμε να δημιουργήσουμε, γιατί να μην είναι η παράδοση πυρήνας της νέας ταυτότητας και σε άλλα ζητήματα; Κάτι τέτοιο θα ξαναέβαζε στο προσκήνιο την πίστη στον Θεό και θα έθετε εν αμφιβόλω την νοοτροπία ότι η αθεΐα και ο μηδενισμός είναι η αλήθεια για τη ύπαρξη, ενώ η θρησκευτικότητα είναι χρήσιμη μόνο ως κοινωνική δραστηριότητα και ως φολκλόρ.
Η αλήθεια όμως είναι ξεκάθαρη: δεν μπορεί ο χριστιανός να εμφορείται από ρατσιστικές πεποιθήσεις. Δεν μπορεί ο χριστιανός να απορρίπτει οποιονδήποτε πλησίον επειδή είναι διαφορετικός στην καταγωγή και στον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο χριστιανός δικαιούται να κρίνει τις πράξεις, δεν δικαιούται να κατακρίνει τα πρόσωπα. Ακόμη όμως και η απόρριψη των πράξεων, δεν επιτρέπει την άρνηση της αγάπης, του σεβασμού, της προσευχής, της βοήθειας. Ο πυρήνας της χριστιανικής ταυτότητας είναι και αντιρατσιστικός. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο χριστιανός δεν έχει πατρίδα ή ότι δεν ανήκει σε έθνος, την ταυτότητα του οποίου θέλει να διαφυλάξει. Όμως καμία ταυτότητα δεν μπορεί να επιβιώσει σε βάθος χρόνου εάν δεν είναι ανοιχτή στον διάλογο με τις ταυτότητες των άλλων. Όταν είμαστε πεπεισμένοι για την αξία της δικής μας και γνωρίζουμε τις συνιστώσες της, τότε καμία συνάντηση με την ταυτότητα του άλλου δεν είναι ενοχλητική, αλλά γίνεται ευκαιρία κοινωνίας.
Βεβαίως δεν έχει νόημα μία άχρωμη, άγευστη, χωρίς διαφοροποιήσεις κοινωνία των πολιτών οι οποίοι θα παραιτηθούν από την πίστη ότι ανήκουν, ότι έχουν πίσω τους ιστορία, θρησκευτική πίστη, πολιτισμό, γλώσσα και ότι χαίρονται γι’ αυτό. Η επικρατούσα ταυτότητα δεν είναι κλειστή ούτε εμπεριέχει ρατσισμό, εάν είναι διαλεκτική. Η κυρίαρχη διανόηση κάνει ένα μεγάλο λάθος, όταν θεωρεί ότι τα πάντα είναι μόνο θέμα παιδείας. Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει συνείδηση. Η οικογένεια καλείται να διδάξει τα μέλη της ότι μόνο με τον πλησίον η ζωή έχει νόημα που ξεπερνά τα όρια του παρόντος χρόνου και κόσμου. Και ο πλησίον δεν είναι εχθρός κατ’ ανάγκην, αλλά και όταν αυτό συμβαίνει, χρειάζεται να βλέπουμε το μείζον που είναι η κοινότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην συνύπαρξη με κανόνες.
Η Εκκλησία χρειάζεται να δώσει μιαν αλλιώτικη μαρτυρία και στο θέμα αυτό!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 12 Ιουνίου 2019