Στους καιρούς μας το “σ᾽ αγαπώ” δεν λέγεται τόσο εύκολα. Οι άνθρωποι, επειδή έχουμε μάθει ότι οι επιθυμίες μας είναι το παν, προτάσσουμε στην σχέση το “σε θέλω”.
Παλαιότερα η αγάπη θεωρούνταν προϋπόθεση για την εκπλήρωση της επιθυμίας και γι᾽ αυτό ο γάμος ήταν η αναμενόμενη έκβαση σχέσης, η οποία κρίνονταν ως σοβαρή όταν προχωρούσε στην προοπτική της οικογένειας. Ακόμη κι αν οι σχέσεις δεν κρατούσαν πολύ, κοινωνικά δεν θεωρούνταν αποδεκτή η ολοκλήρωσή τους, εφόσον δεν γινόταν εντός του γάμου ή, τουλάχιστον, με την βεβαιότητα ότι ο γάμος θα ακολουθήσει. Σήμερα, ο γάμος μοιάζει μακρινή προοπτική για την δεκαετία των 20 έως 30 ετών. Πολλοί πλησιάζουν τα σαράντα για να το αποφασίσουν. Προηγείται η καριέρα, η διασκέδαση, το “σε θέλω”. Και γι᾽ αυτό η μη συγκατάβαση της Εκκλησίας στις προγαμιαίες σχέσεις θεωρείται σήμερα ως εκτός τόπου και χρόνου νοοτροπία, ένας συντηρητισμός αχρείαστος και ανεφάρμοστος.
Έτσι, το “σε θέλω” γίνεται έκφραση ενός πόθου, συχνά μόνο σωματικού. Λειτουργεί στην προοπτική της εκτόνωσης της επιθυμίας για τον άλλον σε επίπεδο ηδονής. Η σαρκικότητα θεοποιείται. Το κορμί θεάται αυτονομημένο από την όλη ύπαρξη, γίνεται καρπός προς αμοιβαία βρώση, ενώ η σχέση αντιμετωπίζεται ως μία προοπτική επιθυμητή, αλλά όχι αναγκαία. Το “σε θέλω” γίνεται σήμα κατατεθέν όλων των ηλικιών. Η εικόνα του άλλου γεννά την λαγνεία στον νου και την ίδια στιγμή κάνει την ψυχή να παραδίδεται στο εφήμερο. Η ευχαρίστηση είναι το κλειδί. Δεν μπορώ να ξέρω αν ταιριάζω με τον άλλο, εάν δεν ταιριάζουν τα σώματά μας. Δεν έχει νόημα να έχουμε σχέσεις αν δεν λειτουργούν στην προοπτική του “σε θέλω”.
Γι᾽ αυτό κι ο έρωτας γρήγορα μετατρέπεται σε ρουτίνα κι αυτό διαφαίνεται όταν το “σε θέλω” γίνεται καθήκον ή συνήθεια. Όταν υποχωρεί μπροστά στα παιδιά, την καριέρα, την δόξα. Όταν υποκαθίσταται από την εικόνα μας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Χωρίς το “σε θέλω” έρωτας δεν υπάρχει. Μόνο με το “σε θέλω” ο έρωτας περνά. Έτσι έρχεται και η απιστία στην σχέση, όταν το “ σε θέλω” αλλάζει πρόσωπο στο οποίο εκφράζεται. Όταν το μέχρι τώρα αντικείμενο του πόθου δεν μπορεί να προσελκύσει την κίνηση της καρδιάς και του κορμιού, διότι όλα έχουν κορεσθεί, έχουν παραδοθεί στην πλήξη ή έχουν αντικατασταθεί από άλλης ποιότητας ηδονές, όπως η δόξα και το χρήμα.
Το “σε θέλω” χωρίς το “σ᾽ αγαπώ” δεν έχει νόημα. Το ένα ενώνει τα σώματα, το άλλο ενώνει τις υπάρξεις. Διότι η αγάπη για τον άλλο τον καθιστά υποκείμενο, πρόσωπο, με αξία μοναδική. Γεννά σεβασμό στα συναισθήματά του, στα “θέλω” του, αλλά και απόφαση για υπέρβαση του “εγώ” μας, κυρίως στον δυσκολότερο χώρο του που είναι οι επιθυμίες. Ό,τι δηλαδή αποθεώνει ο πολιτισμός μας ως προϋπόθεση ευτυχίας, η αληθινή αγάπη υποτάσσει στην κοινωνία των υπάρξεων. Μας λέει ότι πρώτα πρέπει να βρούμε και να αποφασίσουμε συνοδοιπορία, με γνώμονα την ανοχή σε όλα και την ίδια στιγμή τον αγώνα να προοδεύσουμε στο να γινόμαστε η χαρά του άλλου, διορθώνοντας με την βοήθεια του Θεού τα πάθη και τα λάθη μας.
Να ένας δρόμος τον οποίο η Εκκλησία θα μπορούσε να προτάξει, για να εξηγήσει μετά το γιατί λέει ΟΧΙ σε κάθε θέλω χωρίς αγάπη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 13 Φεβρουαρίου 2019