7/13/18

ΙΝΑ ΜΗΔΕΝ ΑΥΤΟΙΣ ΛΕΙΠΕΙ


Η έγνοια μας είναι να μην λείψει κάτι στους ανθρώπους που αγαπούμε. Η έγνοια μας είναι να μην λείψει κάτι σε μας στην σχέση μας με τους άλλους. Τα θέλουμε όλα. Και πολλοί από μας έχουμε την επιθυμία να τα προσφέρουμε όλα. Μέριμνά μας η αυτάρκεια. Ο πολιτισμός μας την εντοπίζει στα υλικά αγαθά. Υπάρχει όμως και η διάσταση της αγάπης. Το αίσθημα ότι είμαστε σημαντικοί για τους άλλους και είναι σημαντικοί για μας. Κι αυτό φαίνεται από το ότι τίποτα δεν θέλουμε να λείπει στις μεταξύ μας σχέσεις.
Το πιο δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε στην ζωή μας είναι ότι είμαστε πλασμένοι για να αγαπούμε και ότι θα θέλαμε να μας αγαπούν. Ο πολιτισμός μας, βάζοντας το ατομικό “εγώ” πιο μπροστά, μας λέει ότι αξίζουμε την αγάπη και όταν δεν την έχουμε είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν φταίμε εμείς. Είμαστε πιο ψηλά από τον καθέναν με τον οποίο συναναστρεφόμαστε, για πολλούς λόγους, και κανείς δεν πρέπει να μας περιφρονεί, μη δίδοντάς μας την σημασία ή μη αναγνωρίζοντας την αξία την οποία θεωρούμε ότι έχουμε. Άλλοτε πάλι δεν μας ενδιαφέρει η αγάπη των άλλων. Δεν θέλουμε να μας αγαπούνε, γιατί μέσα μας υπάρχει ένα αίσθημα απαξίωσης του εαυτού μας ή, κάποτε, η ιδέα ότι μπορούμε και χωρίς αυτούς. Σε περιπτώσεις εγωπαθών ανθρώπων είναι αρκετή η αγάπη που τρέφουν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Σε περιπτώσεις δειλών ανθρώπων, η αγάπη φοβίζει, διότι μέσα τους αισθάνονται ότι κάπως πρέπει να ανταποδώσουν και δεν μπορούν, όντας τελειομανείς ή ψευτοταπεινοί. Οι περισσότεροι αγωνιζόμαστε κάπως να δούμε την αγάπη στην προοπτική της προσφοράς, να δώσουμε και να χαρούμε ό,τι μπορούμε να πάρουμε, ακόμη κι αν αυτό δεν μας καλύπτει. Η προσφορά είναι στοιχείο του εαυτού μας και δεν μπορούμε παρά να αγαπούμε.
Η πίστη μάς διδάσκει ότι είμαστε πλασμένοι να αγαπούμε και ότι όσο περιθωριοποιούμε αυτό που μας δόθηκε από τον Θεό, τόσο αυταπατόμαστε. Μάς διδάσκει ακόμη ότι καμία έκφραση αγάπης δεν είναι απορριπτέα. Στον ζήλο μας για κριτική του κόσμου τούτου, στον ζήλο μας για πρόταξη μίας, συχνά, άμετρης ασκητικότητας, φαίνεται να απορρίπτουμε τα υλικά αγαθά. Παρότι δεμένοι μ᾽ αυτά, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κρίνουμε όλους όσους τα θέτουν ως προτεραιότητα. Για την πίστη όμως τίποτε δεν είναι κακό, παρεκτός αν θεοποιείται. Όλα μάς δίδονται για να αγαπούμε και να προσφέρουμε, αρκεί να μην μένουμε σ᾽ αυτά. Ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στον μαθητή του Τίτο, του ζητά για δύο κοινούς τους συνεργάτες, οι οποίοι πρόκειται να φύγουν από την Κρήτη όπου βρίσκεται ο Τίτος, να τους δείξει την αγάπη του με τον καλύτερο τρόπο, δηλαδή και με τα υλικά αγαθά: “Ζηνάν τον νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπει” (Τίτ. 3, 13). “Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείψει τίποτα”. Δεν θέλει ο Παύλος να στερηθούν οι συνεργάτες του κάτι από τα απαραίτητα για το ταξίδι τους, αλλά να έχουν την άνεση που χρειάζεται για τον δρόμο και τον αγώνα που θα κάνουν.
Ο αποστολικός λόγος αναδεικνύει το ήθος της Εκκλησίας. Κάθε άνθρωπος και σε κάθε περίσταση της ζωής του έχει συγκεκριμένες ανάγκες. Κάθε άνθρωπος έχει τον χαρακτήρα του, τις δυνατότητές του, το περιβάλλον στο οποίο ζει. Έχει, επομένως, ανάγκες, οι οποίες στο υλικό επίπεδο δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδιες με των άλλων. Δεν είναι κακό να μην του λείψει κάτι που ανταποκρίνεται στ᾽ αυτές. Δεν είναι κακό να παλέψει να βελτιώσει την ζωή του. Το βλέπουμε και στην ακολουθία του γάμου, όπου η Εκκλησία ζητά από τον Θεό να δώσει στο ζευγάρι “πάσαν αυτάρκειαν”, ώστε να μπορούν να προσφέρουν και σε όσους δεν μπορούν υλικά. Το πρόβλημα είναι η περιχαράκωση στις ανάγκες και τα αγαθά και η θεοποίησή τους. Όταν μπορεί κάποιος να δώσει και δεν το πράττει.
Ο Παύλος δεν ήταν της λογικής των προνομίων. Όποτε μπορούσε, ο ίδιος εργαζόταν ως σκηνοποιός για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Η φτώχεια δεν είναι ντροπή ούτε κατάρα. Το ίδιο και η ανάγκη που προέρχεται από τις περιστάσεις της ζωής. Η αεργία δεν γίνεται δεκτή από την πίστη μας. Η οκνηρία, η τεμπελιά, η εκμετάλλευση των συναισθημάτων των άλλων, το βόλεμα. Παράλληλα, ο δρόμος της ιεραποστολής, της βοήθειας δηλαδή των ανθρώπων να δώσουν την αλήθεια του Ευαγγελίου στους άλλους, είναι δρόμος στον οποίο χρειάζεται η αυτάρκεια, δηλαδή η κάλυψη των βασικών αναγκών εκείνων οι οποίοι έχουν κληθεί να παλέψουν σ᾽ αυτήν την προοπτική. Και η κοινότητα καλείται να συνδράμει. Γι᾽ αυτό και όσοι προσπαθούν να δείξουν τον Θεό στους ανθρώπους, δέχονται την αγάπη και την φιλαδελφία των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Αρκεί να μην την εκμεταλλεύονται προς προσωπικό όφελος και να οδηγούνται στην οκνηρία για την διακονία του λόγου του Θεού και της αναφοράς της ζωής σ᾽ Αυτόν ή στον πλουτισμό που δείχνει απιστία.
Μένει η αγάπη, στην οποία ουδείς μπορεί να αισθάνεται αυτάρκης, κυρίως στην προσφορά της. Κάθε συνάντηση με τον άλλο, τον οποιονδήποτε άλλο, είναι καιρός αγάπης. Δεν υπάρχει όριο ούτε κλείσιμο ούτε κόπος. Έγνοια μας να μην λείψει κάτι στον άλλο. Υλικά, όσο μπορούμε και όσο πρέπει και ανάλογα με τις περιστάσεις. Το μοίρασμα ο Θεός το ευλογεί. Αυτός που δίνει, παίρνει όσα χρειάζεται πραγματικά από τον Θεό. Όμως, πέρα από την ύλη είναι ο κάθε άνθρωπος που έχει την ανάγκη του λόγου, της συμπαράστασης, της ακρόασης, του να αισθανθεί ότι έχει έναν μικρό τόπο στην καρδιά μας. Ότι κάποιος προσεύχεται γι᾽ αυτόν. Ότι κάποιος δεν του κλείνει την πόρτα. Κι αν θέλουμε να είμαστε γενναιόδωροι, να μην λείψει κάτι στον πλησίον μας, αυτός ο δρόμος είναι πολύ ευλογημένος. Η αγάπη, δεμένη με την αλήθεια, με την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα, δοσμένη με σεβασμό και διάκριση, σπουδαίως προπέμπει όποιον θέλει να παλέψει στην ζωή. Και τον κάνει να αισθάνεται ότι δεν του λείπει τίποτα.
Αυτός ήταν ο πατερικός δρόμος στην ζωή της Εκκλησίας. Έγνοια για τα υλικά, κυρίως όμως έγνοια για την όντως ζωή. Με κάθε κόστος. Γιατί η αγάπη πληγώνει αυτόν που την δείχνει. Είναι όμως συνυφασμένη με τον Χριστό. Τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα.


Κέρκυρα, 15 Ιουλίου 2018