Οι άνθρωποι δεν νοιαζόμαστε τόσο για τους άλλους, όσο
για τον εαυτό μας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην θέλουμε να κουραστούμε αλλά
συνήθως να απαιτούμε από αυτούς να είναι διαθέσιμοι στην ικανοποίηση των
επιθυμιών μας. Απόδειξη ότι μας αγαπούνε είναι όταν κάνουν πράξη ό,τι ζητάμε.
Ειδάλλως, δεν θεωρούμε ότι αξίζει να έχουμε σχέση μαζί τους. Όταν κουραζόμαστε
για τους άλλους έχει να κάνει με το υλικό κομμάτι της ζωής. Η κάλυψη των
βιοτικών αναγκών τους, το αίσθημα ότι αν δεν μας λείπει κάτι, όλα είναι καλά,
δεν αφήνουν περιθώριο για να παλέψουμε στην οδό της αγάπης, στο χτίσιμο
βαθύτερων σχέσεων, στην συγχώρεση για ό,τι λείπει.
Οι άνθρωποι στους καιρούς μας λειτουργούμε
εξουσιαστικά. Ακόμη και στην εκκλησιαστική ζωή μας διακρίνει είτε μία
τυπικότητα, είτε ένα αίσθημα αυθεντίας. Απουσιάζει το στοιχείο της πατρότητας,
με την έννοια που του αποδίδει ο απόστολος Παύλος. Μετά την στερέωση της
εκκλησίας της Εφέσου και λίγο πριν ξεκινήσει για την πορεία του προς τα
Ιεροσόλυμα και την Ρώμη, όπου επρόκειτο να δώσει την πρώτη μεγάλη μαρτυρία
έναντι του ρωμαϊκού κράτους για το τι είναι η χριστιανική πίστη, ο Παύλος
δίνει τις τελευταίες οδηγίες του προς τους πρεσβύτερους της Εφέσου και
υπενθυμίζει μία μεγάλη αλήθεια: “ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα
έκαστον” (Πράξ. 20, 15). “Δεν σταμάτησα να συμβουλεύω τον καθέναν σας με
δάκρυα”.
Γνώρισμα του αληθινού ποιμένα είναι η προσωπική συμβουλή
προς τον κάθε άνθρωπο, ο οποίος αναζητεί την αλήθεια. Όχι η γενική ομιλία, η
αφ᾽ υψηλού αντίληψη των πραγμάτων, αλλά η συγκεκριμένη αναφορά στον καθέναν.
Είμαστε εικόνες Θεού. Έχουμε μοναδική και ανεπανάληπτη αξία. Για τον καθέναν
μας σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός. Επομένως, ο ποιμένας καλείται να δει
το κάθε πρόσωπο ως παιδί του Θεού και, γιατί όχι, δικό του παιδί. Όπως ο
πατέρας απευθύνεται στα φυσικά του παιδιά με όλη την δύναμη της αγαπώσας
καρδιάς του, έτσι και ο πνευματικός πατέρας οφείλει να νοιάζεται για το κάθε
παιδί του χωρίς σταματημό και να δίνεται προσωπικά. Ταυτόχρονα, η όποια συμβουλή πρέπει
να είναι καρπός αγάπης, συγχωρητικότητας, δοτικότητας, προτροπής σε μετάνοια,
αλλά και συγκαταβάσεως. Γιατί ο ποιμένας δεν δείχνει τον εαυτό του, κάποτε
θιγόμενο εγωιστικά από την αμφισβήτηση και ανταρσία, αλλά τον Χριστό, ο Οποίος
συγχώρεσε ακόμη και στον σταυρό τον καθέναν που Τον οδηγούσε στον θάνατο. Στην
Εκκλησία δεν υπάρχουμε για το “ εγώ”, αλλά για τον Χριστό.
Εδώ έρχονται τα δάκρυα. Είναι σημάδι έγνοιας και
πόνου, όχι συναισθηματική έκφραση αγωνίας, αλλά αγάπης. Δακρύζω για όποιον
νοιάζομαι σημαίνει ότι κάνω την υπόθεση της σωτηρίας του, της μορφώσεως εν
Χριστώ προσωπική μου υπόθεση. Δεν σημαίνει ότι πιστεύω πως μπορώ μόνος μου να
τον σώσω. Σημαίνει ότι παρακαλώ τον Θεό μετά δακρύων γι᾽ αυτόν και την ίδια
στιγμή του δείχνει ότι κάθε σημείο της ύπαρξής μου είναι δοσμένο σ᾽ αυτόν τον
δρόμο. Και απευθύνομαι σ᾽ αυτόν όχι ως αποστασιοποιημένος καθοδηγητής, αλλά εξ
όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας μου. Τα δάκρυα
δεν είναι θεατρικά. Ούτε έχουν να κάνουν με την ενσυναίσθηση των ψυχολόγων, οι
οποίοι είναι υποχρεωμένοι να προσποιούνται ότι νοιάζονται για τους υπό
θεραπείαν ή καλούνται να μπούνε στην θέση τους για να σκεφτούν όπως εκείνοι,
προκειμένου να τους κατανοήσουν, για να τους βοηθήσουν. Για τον ποιμένα αυτή η
οδός δεν είναι αρκετή. Η νουθεσία είναι έγνοια για την σύνολη ύπαρξη του
ανθρώπου, όχι για την βελτίωση της συμπεριφοράς του ή για να περνά καλύτερα
στην ζωή του ή για να απαλλαγεί από τις ενοχές του. Η νουθεσία έχει να κάνει με
την σωτηρία, με την απαλλαγή από το κακό, από το ψέμα, από τον θάνατο, κυρίως
τον πνευματικό και τον αιώνιο. Δεν μπορείς να μην δακρύσεις εντός σου αν ζητάς
την σωτηρία του άλλου. Δεν μπορείς να μην απευθυνθείς στον Θεό γι᾽ αυτόν. Δεν
μπορείς να μην παλέψεις να τον νουθετήσεις στην σύνολη πορεία του, όχι μόνο
αναφορικά με τις σχέσεις του και τις επιλογές του, αλλά για το αν αναζητεί το
θέλημα του Θεού στην ζωή του.
Ο απόστολος Παύλος αφήνει ως παρακαταθήκη στους
ποιμένες, αλλά και στον κάθε χριστιανό την πατρότητα. Την υπέρβαση του εαυτού.
Το μοίρασμα του χρόνου και της αγάπης για τον κάθε άλλο. Την συγχωρητικότητα.
Την διακρίβωση του θελήματος του Θεού. Την παραίτηση από το δικό του εγώ. Την
Εκκλησία στην προοπτική της έγνοιας για τον καθέναν προσωπικά, έγνοια
αναστάσιμης ζωής και όχι απλώς βελτίωσης της καθημερινότητας ή αυτοδικαίωσης.
Αυτή η οδός ας είναι ό,τι αναζητούμε στην πνευματική μας ζωή. Ας επιδιώκουμε
πατέρες και όχι μόνο παιδαγωγούς. Όχι τόσο εμψυχωτές, αλλά εκείνους που αγαπούν
και δίνουν την οδό της αλήθειας. Και ο καθένας μας ας νοιαστεί λίγο παραπάνω
για τον άλλο. Δεν είναι μόνο τα υλικά ή η αποδοχή ή η πρόοδος εν τω κόσμω που
αξίζουν, αλλά η σχέση με τον Θεό. Και όταν οδηγούμαστε και οδηγούμε, με τον
λόγο, την προσευχή, την συγχωρητικότητα, την έμπνευση στην χαρά και την ελπίδα,
η ζωή μας έχει αλλιώτικο νόημα.
Οι ποιμένες ας δούμε ξανά αυτήν την οδό. Ο τρόπος του
Παύλου είναι το χρέος μας στους καιρούς της αυτάρκειας, της ψυχολογικοποίησης,
του εγωκεντρισμού. Για να αγγίζει και δι᾽ ημών η Εκκλησία την ζωή του κόσμου!
Κέρκυρα, 20 Μαΐου 2018