2/16/18

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΝΑΣ ΛΟΓΙΟΣ ΣΥΖΗΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ"


Κάθε νεοεκδιδόμενο βιβλίο συνιστά ένα γεγονός και ως τέτοιο σηματοδοτεί την έναρξη μιας τριπλής σχέσης που περιλαμβάνει το βιβλίο, τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, εμπλέκοντας και τους τρεις σε μια κατάσταση της οποία η δυναμική περιέλιξη αντιπαρατίθεται με όλα τα άλλα γεγονότα που συμβαίνουν τώρα ή που έχουν συμβεί στο παρελθόν και όσα εν δυνάμει μπορεί να συμβούν ή να μην συμβούν στο μέλλον.
Το βιβλίο που απόψε παρουσιάζουμε στην πόλη της Κέρκυρας έχει τον τίτλο «Γρηγόριος Κωνσταντάς: ένας λόγιος συζητά με τον Διαφωτισμό και την παράδοση» και αποτελεί την διδακτορική του διατριβή, με την οποία αναγορεύτηκε διδάκτορας στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Με το βιβλίο του ο π. Θεμιστοκλής στοχεύει πολύ πέρα από την ανάδειξη του βίου και του έργου του Γρηγορίου Κωνσταντά, μιας σημαντικής  προσωπικότητας του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η οποία έχει ελάχιστα προβληθεί από την ιστοριογραφία της περιόδου 1750-1850, για λόγους που υπαινικτικά θα δείξω στην συνέχεια.
Θεωρώ πως κεντρικό θέμα της διατριβής είναι η διερεύνηση της σχέσης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με την Εκκλησία και το κράτος, μια σχέση η οποία στην διάρκεια του ιστορικού χρόνου άφησε το αποτύπωμά της επηρεάζοντας τις σχέσεις της κρατικής εξουσίας  και της ποιμαίνουσας Εκκλησίας , στον ταραγμό των οποίων οφείλονται πολλά από τα σημερινά δεινά που μαστίζουν τον λαό και το έθνος μας.
Ο π. Θεμιστοκλής, επειδή είναι χαρισματικός και ιδιαίτερα εύστροφος, αντί να διερευνήσει το θέμα που τον απασχολεί σε θεωρητικό επίπεδο, ακολουθώντας την πεπατημένη της νεότερης νεοελληνικής ιστοριογραφίας, κατά τα πρότυπα που υπαγορεύει η δυτική επιστημολογία, επιλέγει να φωτίσει το ιστορικό φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τη σχέση του με την Εκκλησία και το κράτος, αλλά και με την πολιτική και την οικονομία, μέσα από το βίο και το έργο του Γρηγόριου Κωνσταντά, ενός ανθρώπου, στο πρόσωπο του οποίου η σχέση αυτή υπήρξε βιωματική, κάτι που την καθιστά ζωντανή και συνεπώς παροντική.
Πριν αναφερθώ στον τρόπο που επέλεξε ο π. Θεμιστοκλής για την παρουσίαση του θέματος και την διαφορά που τον χωρίζει από ό,τι κελεύει ο τρόπος της νεωτερικής επιστημολογίας, επιτρέψτε μου να αναφερθώ εν τάχει στο τι είναι αυτό που αποκαλούμε Νεοελληνικός Διαφωτισμός.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός συνιστά ένα μεγάλο ανανεωτικό κίνημα που σηματοδοτεί την έξοδο του υπόδουλου γένους των Ελλήνων από έναν παρατεταμένο πνευματικό χειμώνα που είχε διαρκέσει τρεις αιώνες, στην διάρκεια των οποίων το βαλτωμένο πνεύμα του το κρατούσε καθηλωμένο σε μία ανεξέλεγκτη κοινωνική κατάσταση, στην οποία είχε περιπέσει μετά την φραγκική και τουρκική κατάκτηση και διάλυση του ελληνικού- βυζαντινού κράτους.
Το ιστορικό αυτό φαινόμενο καλύπτει μία χρονική περίοδο που εκτείνεται από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 19ου και συνιστά την ερωτική ανταπόκριση των Ελλήνων στο κάλεσμα που εξέπεμπε το πνεύμα των φώτων της χριστιανικής Ευρώπης. Μιας Ευρώπης της οποίας ο πολιτισμός βρίσκονταν στο κατώφλι της ωριμότητάς του, και στον οποίο οι Έλληνες αναγνώριζαν κομμάτια του εαυτού τους, πράγμα φυσικό, αφού ο πολιτισμός αυτός στα πρώτα του βήματα (πρώιμη και ύστερη Αναγέννηση) Είχε με την σειρά του σαγηνευτεί από τον Ελληνικό πολιτισμό (τον αρχαίο κυρίως, αλλά και τον βυζαντινό).
Στα πλαίσια αυτού του ανανεωτικού κινήματος δύο ομάδες διαφωτισμένων Ελλήνων λογίων αντιπαρατέθηκαν στην κρίσιμη περίοδο 1780-1830, της οποίας κορυφαία στιγμή υπήρξε η Ελληνική Επανάσταση του 1821.  
Στη μια ανήκουν εκείνοι οι λόγιοι που είχαν εγκλωβιστεί και υποκύψει στη σαγήνη του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στην άλλη ανήκουν εκείνοι που, ενοφθαλμισμένοι από αυτό, ανταποκρίνονταν στην πρόκλησή του. Στην αντιπαλότητα των ομάδων αυτών αναβίωνε και συνεχίζονταν με άλλους όρους η παλαιά διάκριση ανάμεσα σε «ενωτικούς»  και «ανθενωτικούς»  στη διάρκεια της παρακμής του Βυζαντίου, το οποίο, παρόλη την οικονομική και πολιτική κατάρρευση, είχε ακόμη την δύναμη να πραγματοποιήσει μια πνευματική αναλαμπή γνωστή ως  «Παλαιολόγεια αναγέννηση», στα πλαίσια της οποίας αναδείχθηκαν μία σειρά λόγιοι, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Βησσαρίων από τη Τραπεζούντα, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων (Μυστράς), ο Μάρκος Μουσούρος και των οποίων η συνεισφορά στην Ιταλική Αναγέννηση και τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό έχει αναγνωριστεί και οι οποίοι, κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν,  έφεραν τον Ελληνισμό και τον ανθρωπισμό στην Δύση.
Στην πρώτη ομάδα λογίων που είχε πνευματικά κέντρα το Παρίσι και τη Βιέννη κορυφαία μορφή της υπήρξε ο Αδαμάντιος Κοραής. Η δεύτερη, της οποίας πνευματικό κέντρο υπήρξε το Βουκουρέστι, έχει ως κορυφαίους της τον ρηξικέλευθο παιδαγωγό Ιώσηπο Μοισιόδακα και τον θεωρητικό του δημοτικισμού Δημήτριο Καταρτζή.     
Με τον Κοραή συνδέονται στενότερα ή χαλαρότερα οι εκδότες του «Λόγιου Ερμή» της Βιέννης Άνθιμος Γαζής, Θεόκλητος Φαρμακίδης και Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, οι λαμπροί δάσκαλο στα σχολεία της Ανατολής Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, Κωνσταντίνος Κούμας, Βενιαμίν Λέσβιος, Θεόφιλος Καϊρης, Κωνσταντίνος Οικονόμος, Νεόφυτος Βάμβας.
Στον κύκλο του Βουκουρεστίου ανήκουν οι συγγραφείς της μνημειώδους «Νεωτερικής Γεωγραφίας» (1791) Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Στέφανος Δούγκας και οι γλωσσικά αιρετικοί Παναγιώτης Κοδρικάς και Νεόφυτος Δούκας.
Ανάμεσα στις δύο ομάδες υπήρξε και μια τρίτη ίσως ομάδα, μικρότερη αλλά με πολύ αισθητή την παρουσία της χάρη στην ελευθερωσύνη και τον ριζοσπαστισμό της. Σ’  αυτήν πρέπει να εντάξουμε τον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον Ιωάννη Βηλαρά, τον Γεώργιο Καλαρά και τον Ανώνυμο της « Ελληνικής Νομαρχίας»  (1806), του πρωιμότερου γραπτού μνημείου του νεοελληνικού εθνικισμού.
Το ζήτημα στο οποίο αντιπαρατέθηκαν οι δύο ομάδες φανερά και έντονα καμουφλάροντας και συσκοτίζοντας τις διαφορές τους πάνω στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα ήταν εκείνο της γλώσσας.
Για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος τρεις λύσεις προτάθηκαν:
Ο εξαρχαϊσμός της γλώσσας, θέση που υποστήριζαν κυρίως ο Ευγένιος Βούλγαρης (κυρίαρχη μορφή στην προηγούμενη και δική τους γενιά)  και ο Νεόφυτος Δούκας. Ο δημοτικισμός, υπέρ του οποίου εργάστηκε ο Δημήτριος Καταρτζής και οι οπαδοί του. Τέλος, ως τρίτη λύση πρόβαλε η « καθαρεύουσα» , ήτοι η κοινή γλώσσα η κεκαθαρμένη από βαρβαρισμούς, θέση που αποτέλεσε την «μέση οδό» του Κοραή.
Επειδή, ως γνωστόν, η σαγήνη αποστερεί κάθε ικμάδα δύναμης από το σαγηνευμένο, ενώ η πρόκληση τον ωθεί στην εκδήλωση του μέγιστου των δυνατοτήτων του, όταν ο ξένος ευρωπαϊκός παράγων για τις ανάγκες της γεωστρατηγικής πολιτικής προέκρινε και υποστήριξε την ίδρυση ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821, έριξε το βάρος του υπέρ των σαγηνευμένων, οι οποίοι υπήρξαν εκείνοι που κέρδισαν στο παιχνίδι που παίζονταν πάνω στην πολιτική οργάνωση του αρτισύστατου ελληνικού κράτους.
Και το παιχνίδι το κέρδισαν ολοκληρωτικά στην μετα-καποδιστριακή περίοδο, όταν με βίαιο τρόπο εξέλειπε μετά και από δικά του λάθη  στην πολιτική τακτική ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, που υπήρξε ο πρώτος και μοναδικός «διαφωτισθείς»  πολιτικός, ο οποίος παρέμεινε ακραιφνής Βυζαντινός Έλληνας στην άσκηση πολιτικής απέναντι στην Δύση.
Θα περίμενε κανείς πως δύο αιώνες, αν όχι ελεύθερου, τουλάχιστον ανεξάρτητου εθνικού βίου, είναι χρόνος ικανός για να αποβάλουμε όλα εκείνα τα πάθη μιας διαλυμένης και χωρίς κέντρο αναφοράς ατομικότητας  που μας κληρονόμησαν τέσσερις αιώνες δουλείας σε Δυτικούς και Ανατολικούς κατακτητές.
Δυστυχώς όμως, όπως το πιστοποιεί και η σημερινή κρίση, η οποία εκτείνεται σε κάθε πτυχή του ατομικού και συλλογικούς μας βίου- οικονομική, πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική, πνευματική- τίποτα απ’  όσα στο παρελθόν μάς δίχασαν και μας εξασθένησαν δεν το έχουμε υπερβεί.
Ο λόγος του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού μετά από 170 χρόνια ηχεί στ’  αυτιά μας εξαιρετικά επίκαιρος, αν και αναφέρεται στο νοσηρό κλίμα της γενικευμένης διαφθοράς που επικρατούσε στην εποχή του. Σε επιστολή του προς τον Γεώργιο Τερτσέτη θα γράψει:   
« Και για το σήμερα τι να πω; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει ρίζες τόσο βαθιές, που σε κάνει να σαστίζεις. Μόνο όταν τα αίτια της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε να ‘χουμε μια ηθική αναγέννηση. Τότε το μέλλον μας θα είναι μεγάλο, όταν όλα  θα στηριχτούν στην ηθική (με την έννοια του ήθους και όχι της ηθικολογίας), όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, ότι τα γράμματα θα καλλιεργηθούν όχι για μάταιη επίδειξη, παρά για όφελος του λαού που έχει ανάγκη από παιδεία και μόρφωση όχι σχολαστική. Τότε θα έχουμε- ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας μια ηθική αναγέννηση και το μέλλον μας θα είναι μεγάλο» .
Λοιπόν ο π. Θεμιστοκλής, αν  ορθώς τον αντιλαμβάνομαι, θεωρώ πως με το βιβλίο του αυτό, προσπαθεί στο μήκος  κύματος των λόγων του Διονυσίου Σολωμού, να προσεγγίσει και να αναδείξει αυτό το τόσο κρίσιμο και σημαντικό για την πορεία του νεώτερου και σύγχρονου συλλογικού μας βίου, ιστορικό φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με έναν τρόπο που ξεφεύγει από τα κελεύσματα και την πεπατημένη οδό της Δυτικής επιστημολογίας. 
Αυτή αρκούμενη στην εξέταση του πρώτου αιτίου και τη γενική φύση – την ουσία – των ιστορικών φαινομένων, μας εγκλωβίζει σ’ ένα ντετερμενιστικό σύμπαν, όπου η ιστορία εκτυλίσσεται αιτιοκρατικά σύμφωνα με την ανάγκη και την τύχη.
Όμως ο νέος δρόμος που η σκέψη του π. Θεμιστοκλή μάς ανοίγει, είναι περισσότερο σύμφωνος με την αρχαία Ελληνική επιστημολογία, κατά την οποία, για να έχουμε μια ολοκληρωμένη κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, δεν αρκεί η αναγωγή στο αρχικό αίτιο και την φύση – ουσία των ιστορικών φαινομένων, αλλά πρέπει να εισάγουμε δύο ακόμη αίτια, εκ των οποίων, το μεν ένα είναι το τελικό αίτιο και το άλλο είναι το δρών υποκείμενο.
Δια του πρώτου, του τελικού αιτίου, αναγόμεθα στο τέλος – τον σκοπό – που στοχεύουν τα ενεργούντα πρόσωπα, ενώ με το δρών υποκείμενο, εισάγεται η πρωτότυπη δημιουργία.
Εισάγοντας στην εξέταση των ιστορικών γεγονότων τη σκοπιμότητα και την πρωτότυπη δημιουργία, εισάγουμε στην εξέλιξη της ιστορίας και την ψυχική λειτουργία, η οποία με την παρουσία της, επιβάλλεται στα συναίτια και μπορεί να μεταβάλλει τη ροή των γεγονότων έξω και πέρα από την αναγκαιότητα και την τύχη.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αν ο δρόμος που ανοίγει η σκέψη του π. Θεμιστοκλή μπορεί αν βρει συνοδοιπόρους και μιμητές να επηρεάσει τόσο τον τρόπο με τον οποίο γράφεται η ιστορία, όσο και τον τρόπο που ως μάθημα διδάσκεται στα σχολεία και τον τρόπο που προσλαμβάνεται από τους φιλίστορες αναγνώστες. Ειδικά για μας τους Έλληνες σήμερα οι συνέπειες μπορεί να είναι καταλυτικές και ιδιαίτερα επαναστατικές.
Διότι, ακολουθώντας το μονοπάτι που χάραξε η Δυτική επιστημολογία στη μελέτη της ιστορίας, εθιζόμαστε σ’ έναν παθητικό τρόπο πρόσληψης των γεγονότων, που μας καθιστούν πειθήνιους και αδιάφορους σε όσα γύρω μας τεκταίνονται, αφού έτσι ή αλλιώς αυτά συμβαίνουν νομοτελειακά και τυχαία.
Έχοντας εσωτερικοποιήσει ως αδιάψευστη αλήθεια το αναπότρεπτο της ανάγκης και την τυχαιότητα – μπορείτε να την πείτε και πιθανότητα –των όσων συμβαίνουν σε παροντικό χρόνο, δεν χρειάζεται πια να μας ψεκάσουν με κάποιο χημικό αέριο ώστε να μην αντιδρούμε σε όσα γύρω μας συμβαίνουν, ακόμη κι αν είναι εναντίον μας. Είμαστε ήδη αρκούντως ψεκασμένοι από μόνοι μας.
Για παράδειγμα: εάν  έχουμε δεχθεί ότι αναπότρεπτα, όπου υπάρχει πόλεμος (αρχικό αίτιο) πληθυσμοί που τον υφίστανται μετακινούνται και συνωστίζονται σε γεωγραφικά σημεία απ’  όπου μπορούν να διαφύγουν την φρίκη που αυτός συνεπάγεται (κατά την φύση- ουσία του) και πως όπου υπάρχει συνωστισμός, οι άνθρωποι μπορούν να αρρωστήσουν, να πεθάνουν, να πνιγούν ή να καούν (συναίτια), κάτι που σπουδασμένη εις Παρισίους ιστορικός μας υποστήριξε ότι συνέβη στην Σμύρνη το 1922, τότε γιατί εμείς να αναρωτηθούμε για τους σημερινούς πρόσφυγες που εκκινούν από την μικρασιατική ενδοχώρα, όπου μαίνεται ανηλεής ο πόλεμος, φτάνουν και συνωστίζονται στα τουρκικά παράλια, απ’  όπου ρίχνονται στην θάλασσα και ό,τι ήθελε τύχει;
Γιατί να εναντιωθούμε στα δρώντα υποκείμενα; Γιατί να ψάχνουμε για κίνητρα και σκοπούς που τα παρακινούν; Γιατί να σκεπτόμαστε και να αναζητούμε διαλεγόμενοι τρόπους για το πώς να δράσουμε; Το πολύ- πολύ να αντιδράσουμε αρκούμενοι για ανθρωπιστικούς λόγους στην θεραπεία των συμπτωμάτων, αγνοώντας την αρρώστια την ίδια. Άλλωστε το ίδιο δεν κάνουμε και κατά την αντιμετώπιση των ασθενειών, κυριολεκτικώς νοουμένων, αφού τα πλείστα τω φαρμάκων που παράγονται κατά τις επιταγές μιας κερδοσκοπικής φαρμακοβιομηχανίας που ποδηγετεί την επιστημονική έρευνα, στοχεύουν στην θεραπεία των συμπτωμάτων και όχι των αιτιών της αρρώστιας;
Την ίδια παθητικότητα δεν επιδεικνύουμε απέναντι στην οικολογική καταστροφή που προκαλεί η ενεργοβόρα και ακόρεστη καταναλωτική ηδονοθηρία μας, επαφιέμενη στην πίστη ενός τεχνολογικού μεσσιανισμού;   
Αντίθετα με το μονοπάτι της Δυτικής επιστημολογίας που μας πάει, σύμφωνα με το λαϊκό άσμα, «ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη», ο δρόμος της αρχαίας Ελληνικής επιστημολογίας, που είναι ο δρόμος της σκέψης του π. Θεμιστοκλή, μας καλεί στην εγρήγορση και ζητά την ενσυνείδητη παρέμβασή μας στη μετά λόγου γνώσεως αντίσταση σε όσα γύρω μας και κυρίως μέσα μας συμβαίνουν και πώς η αντίσταση αυτή έχει νόημα, αφού ο αγώνας συνεχίζεται, το παιχνίδι εξακολουθεί να παίζεται και ο άνθρωπος μέσω της ψυχικής λειτουργίας μπορεί να επιβληθεί στις κανονικότητες, τις νόρμες και τους νόμους αυτού του παιχνιδιού που λέγεται βίος, και που μπορεί να το μεταβάλλει σ’ αυτό που δηλώνεται με το συνώνυμο ζωή, αναβιβάζοντάς μας από το επίπεδο του απλού ζην στο επίπεδο του  ευ ζην.
Αποτελεί κοινό τόπο και είναι γενικά παραδεκτό πως αυτή η αλλαγή επιπέδου από το απλό ζην σ’ εκείνο του ευ ζην απαιτεί την ύπαρξη παιδείας, που θα έχει ως στόχο της την διαμόρφωση πολιτών ικανών να μετέχουν «κρίσεως και αρχής».
Όμως μια παιδεία που στοχεύει στη γενική άνοδο του πνευματικού επιπέδου προς όφελος του λαού που το έχει ανάγκη δεν μπορεί να μην έχει ως πρώτη προτεραιότητά της την διαμόρφωση εκείνου του  ήθους που θα καθιστά τα άτομα ικανά να φανερώνουν τον «αληθινό» εαυτό τους, οδηγώντας τα στην προσωπική ολοκλήρωσή τους. Αυτή η προσωπική ολοκλήρωση που απαιτεί τη συνεχή άσκηση στο πεδίο της καλλιέργειας των αρετών και της οποίας η απόκτηση συνιστά άθλο και βραβείο οφείλει να είναι το ζητούμενο της πραγματικής παιδείας.
Επαναλαμβανόμενες στους πολλούς αυτές οι ατομικές ολοκληρώσεις, όπως αυτές κατανοούνται περνώντας μέσα από το φίλτρο του χαρακτήρα του κάθε προσώπου, αποτελούν ψηφίδες, οι οποίες συναρμοζόμενες κατά τον λόγο τους στο πολιτικό σώμα θα διαμορφώσουν το μεγάλο ψηφιδωτό της κοινωνικής πραγματικότητας προσδίδοντάς της πνευματικό βάθος και δημιουργική ένταση.
Μια τέτοια παιδεία συνιστά κορυφαία εθνική υπόθεση, διότι μόνο αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μια κοινωνία προσώπων, η ύπαρξη της οποίας αποδεικνύει  την ευ-φυίαν ενός λαού που είναι αληθινά έξυπνος-ξύπνιος και όχι καθεύδων. Την αλήθεια αυτή η σημερινή φυλή των Ελλήνων αρνείται σθεναρά να εννοήσει, γιατί στην ναρκοθετημένη ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιεί συγχέει την αληθινή παιδεία με την απλή εκπαίδευση.
Αν η παιδεία πάψει να δρα ως προσωπική ολοκλήρωση μεταπίπτοντας σε απλή εκπαίδευση, τότε μοιραία παράγει αδαείς ειδικούς τεχνοκράτες, οι οποίοι ως «μάνατζερς» αποβαίνουν άλλης μορφής δυνάστες που ακρωτηριάζουν ή καλουπώνουν την κοινωνική εξέλιξη, καθώς βλέπουν την κοινωνία των προσώπων αποσπασματικά ή μηχανιστικά.
Όταν και όπου μια τέτοια παιδεία απουσιάζει-και στην πατρίδα μας συμβαίνει ακριβώς αυτό, κατά μίμηση αυτού που συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Δύσης- είναι αδύνατο να οδηγηθούμε στην κατάκτηση της ελευθερίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο που θα μας καθιστούσε ικανούς να αποκρυσταλλώσουμε σε έργα πολιτισμού εκείνον τον τρόπο βίου που να έχει προοπτική στο μέλλον και την θετική κρίση της ιστορίας.
Αυτή η προσωπική ολοκλήρωση είναι η μόνη και ικανή συνθήκη που εγγυάται το απαραβίαστο ελεύθερο πρόσωπο, καθιστώντας δυνατή την ύπαρξη μιας κοινωνίας αυτοδιοικούμενης, αξιοκρατικής, αντισυγκεντρωτικής, ανοικτής στις δημιουργικές συσπειρώσεις των ατόμων που είναι ικανά να διαχειριστούν και να βιώσουν τη ζωή τους ως γεγονός ελεύθερης σχέσης, πέρα και πάνω από κάθε σχέση που επιβάλει η ανάγκη, μιας κοινωνίας ικανής να προάγει και να θωρακίζει την ατομική και την εθνική ελευθερία.
Διότι η κάθε είδους αληθινή απελευθέρωση που επιδιώκεται απέναντι σε ξένο κατακτητή εγχώριο εξουσιαστή, οικονομικό εκμεταλλευτή, κοινωνικό κομφορμιστή, θρησκόληπτο προσηλυτιστή κλπ., αρχίζει από την εσωτερική απελευθέρωση και την προϋποθέτει.  
Πάνω στο σημείο αυτό, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο θα μπορούσαμε όλοι να συμφωνήσουμε πως η παιδεία δεν μπορεί να μην συνδέεται με το γενικότερο ήθος της ελληνικής κοινωνίας, στην πράξη οι Νεοέλληνες για μια ακόμη φορά βρεθήκαμε διχασμένοι ως προς το περιεχόμενο του ήθους που έπρεπε η παιδεία να καλλιεργεί.
Η προεπαναστατική διαίρεση και αντιπαράθεση των «διαφωτισμένων» λογίων επανέρχεται μεταλλαγμένη. Έχοντας και πάλι ως προκάλυμμα το γλωσσικό ζήτημα, δημοτικιστές και καθαρευουσιάνοι αντιπαρατέθηκαν στο κρίσιμο ζήτημα του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας πάνω στο δίπολο: Συντήρηση-Πρόοδος.
Οι προοδευτικοί εκσυγχρονιστές πήραν τη θέση των σαγηνευμένων από τον σε πλήρη ακμή ευρισκόμενο ευρωπαϊκό πολιτισμό, χρεώνοντας την υπαρκτή καχεξία της οικονομικής, πολιτιστικής και εν γένει κοινωνικοπολιτικής ζωής στην ύπαρξη θεσμών εντός των οποίων έβρισκαν τρόπο να επιβιώνουν συνήθειες και ήθη ενός παρελθόντος που υπήρξε τραυματικό.
Ανάμεσα στους θεσμούς αυτούς η Εκκλησία θεωρήθηκε ότι ήταν εκείνος κατεξοχήν ο θεσμός που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της συντήρησης και βασικός ανασχετικός παράγοντας για την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό κατά μίμηση, για να μην πω καθ’ υπαγόρευση, του νεωτερικού υποδείγματος στην Δύση.
Σύμφωνα με το κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα αυτού του υποδείγματος που οι περισσότεροι από εμάς αφομοιώνουμε απ’ το σχολείο ή τα ΜΜΕ, η ανθρωπότητα βγήκε από το «μεσαιωνικό» σκοτάδι, την σύγχυση και τις ωδίνες της φθίνουσας εποχής της «πίστης» χάρις στη νέα επαναστατική εποχή του «διαφωτισμού» και του «λόγου», όπως ήθελε να τον εννοεί ο πολιτισμός των «Φώτων».
Σ’ αυτή την οπτική, για να είναι μια κοινωνία αληθινά νεωτερική, ο χριστιανικός χαρακτήρας της θα έπρεπε να απομακρυνθεί από το κέντρο του πολιτισμού της, χάνοντας την δύναμη να διαμορφώνει ρητά νόμους και συνήθειες, να παύσει να θεωρείται πηγή των υψηλότερων αξιών της κοινωνίας ή της νομιμότητας της δια-κυβερνήσεως και ακόμη να πάψει να διαθέτει επιρροή στο συλλογικό φαντασιακό του λαού.
Μόνο τότε αυτός θα μπορούσε, αφήνοντας πίσω την ανώριμη φάση του, να μπει στην κυριαρχία του λόγου, τον πλούτο των επιστημονικών επιτευγμάτων, την πολιτική ελευθερία, διαμορφώνοντας ένα εθνικό κράτος απαλλαγμένο από την αιματοβαμμένη μισαλλοδοξία και τη τυραννία της θρησκείας.
Αυτό το απλοϊκό και μαγευτικό παραμύθι, που η αφήγησή του καθηλώνει καθώς προσφέρει μια νοικοκυρεμένη ερμηνεία των πραγμάτων έρχεται να αμφισβητήσει με το βιβλίο του ο π. Θεμιστοκλής μέσα από τον βίο και το έργο του Γρηγορίου Κωνσταντά.
Έναν βίο και ένα έργο που εισηγείται τη δυνατότητα ενός εκσυγχρονισμού που κινείται στην κατεύθυνση μιας σύνθεσης της χριστιανικής λαϊκής παράδοσης και του αρχαίου ελληνικού λόγου και η οποία θα μπορούσε να ας βγάλει από εκείνη την ιδιάζουσα φαυλότητα ενός «ανατολισμού» που κατατρώει και αλλοτριώνει το περιεχόμενο και την έννοια του «φιλότιμου» και της ανδρειωσύνης», που πράγματι είναι ιδιότυπα κοσμήματα του λαού μας.
Ο βίος και το έργο αυτού του ανθρώπου δείχνει έναν δρόμο που θα μπορούσε να σταματήσει τον ξεπεσμό του «φιλότιμου» Έλληνα που θέλει να τον ρει ο θάνατος όρθιον και μέσα στο φως, όπως εύχεται ο ομηρικός Αίαντας, σε εκείνη την καρικατούρα ενός «Καραγκιόζη»που ζητά την αναγνώριση μέσα από κορώνες του τύπου «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ή σε εθνικό επίπεδο σε κορώνες περί εθνικής ανεξαρτησίας υπονομευμένης από τα καθημερινά γυρίσματα της κουτάλας μέσα στην κομματική μαρμίτα και το όργιο της κρατικής σπατάλης, των εξωτερικών δανεισμών και των σπασμωδικών ενεργειών, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η προχειρότητα και η ανευθυνότητα που καταστρέφουν τα εσωτερικά και διεθνή ερείσματα και υπονομεύουν επίσης κάθε έννοια παραγωγικότητας και μόχθου, με την οποία συνδέεται μια εύρωστη οικονομία και προπαντός μια παιδεία που στοχεύει στην προσωπική και συλλογική ολοκλήρωση.
Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρότυπο ανθρώπου  που αγωνίστηκε να πετύχει στη ζωή του αυτή την προσωπική ολοκλήρωση, θέτοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία της αγάπης των ανθρώπων, παραμένοντας πολίτης τριών πατρίδων. Της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπου είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου και στο χώμα της οποίας βρήκε ανάπαυση όταν ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει τον αγώνα τούτης της ζωής. Πολίτης της μεγάλης πατρίδος Ελλάδος για το Κράτος της οποίας εργάστηκε θεωρώντας πως αυτό θα έπρεπε να υπάρχει στη λογική τού να στηρίζει τις προσπάθειες και την έμπνευση των ανθρώπων με διάθεση να εργαστούν, να οικοδομήσουν κτίρια και έργα τεχνικά, αλλά και ψυχές, και  κυρίως,  να μην αδικεί όσους υπηρετούν το κοινό καλό. Πολίτης της ουράνιας πατρίδας, παραμένοντας απλός διάκονος της Βασιλείας του Θεού, αξιωνόμενος την τιμή του οικουμενικού ανθρώπου.
Ο π. Θεμιστοκλής σκιαγραφώντας ευσύνοπτα το πορτραίτο του με ένα ρέοντα λόγο που κυλάει αβίαστα και θωπευτικά γράφει: «Στο πρόσωπο του Κωνσταντά αναδεικνύεται εκείνος ο εκκλησιαστικός άνδρας, ο οποίος διαμόρφωσε την ταυτότητα και την συνείδηση του διερχόμενος από διάφορα στάδια. Σπούδασε τη λαϊκή ευσέβεια στον τόπο της καταγωγής του, έμαθε γράμματα από έναν απλοϊκό και ευλαβή ιερομόναχο, χειροτονήθηκε διάκονος και κράτησε το χάρισμα αυτό σε όλη του τη ζωή, ταξίδεψε και συμπλήρωσε τις σπουδές του οικειούμενος τη γνώση των νέων επιστημών και ιδεών που το πνεύμα του Διαφωτισμού έφερε στην Ευρώπη. Επέστρεψε στον τόπο της καταγωγής του, τις Μηλιές του Βόλου, για να ιδρύσει σχολείο όπου δίδαξε τα όσα έμαθε, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821, συμβάλλοντας με τον τρόπο του στην οργάνωση του κράτους και στην απόπειρα «εκσυγχρονισμού» της νοοτροπίας των Ελλήνων. Συνεργάστηκε με τον πρώτο κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, επανήλθε στον τόπο του μετά το τέλος της καποδιστριακής περιόδου, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αναθεωρώντας σε ορισμένα σημεία τον ενθουσιασμό με τον οποίο αντιμετώπισε τις ιδέες του Διαφωτισμού και την εφαρμογή τους στην κοινωνία. Θα περάσει το τελευταίο μέρος της ζωής του όντας εν ασθενεία, όπως διαφαίνεται από το κατάστιχο της Σχολής του, από το οποίο τεκμαίρεται ότι η Σχολή κάλυπτε τα έξοδά του, ενώ εργάζονταν μέχρι το τέλος. Θα πεθάνει 4 ή 5 Αυγούστου 1844 και τα έξοδα της κηδείας του θα τα καταβάλει η Σχολή. Δεν φαίνεται να παραβρέθηκε σε αυτήν ο Μητροπολίτης. Τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε ο Αλέξανδρος Πέζαρος, δάσκαλος της Σχολής  (των Μηλιών)».
Ανάμεσα στα άλλα χαρίσματα που κοσμούν τον χαρακτήρα του π. Θεμιστοκλή υπάρχει κι ένα ξεχωριστό, και το οποίο στις μέρες μας τείνει να χαθεί από όλους εμάς τους πολλούς καθημερινούς  ανθρώπους. Το χάρισμα της Αγάπης. Και ο π. Θεμιστοκλής αγαπάει αυτό που κάνει. Αγαπάει τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται, αδιάφορο αν αυτοί είναι ζωντανοί ή πεθαμένοι, και ακόμη μεγαλύτερο προσόν του είναι πως ξέρει και τον τρόπο να το δείχνει.
Έτσι αν και πραγματεύεται με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια το βίο και το έργο του Γρηγορίου Κωνσταντά, βρίσκει τρόπο να συναντηθεί με το πρόσωπό του και να τον δεξιωθεί με αγάπη. Στα συμπεράσματα του βιβλίου αποτιμώντας συνολικά το έργο και το βίο του επισημαίνει:
[…..] «Σε μια περίοδο που οι Κολλυβάδες οχυρώθηκαν πίσω από την εσωστρέφεια της πνευματικότητας και έδωσαν σπουδαία μηνύματα που πήγασαν από βιώματα για τα πως ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το Θεό και να γευθεί η τη θέωση ως στάση ζωής, ο Κωνσταντάς μαζί με άλλους λόγιους του Διαφωτισμού, αντέτειναν ένα άλλο πρότυπο, πιο εξωστρεφές και ανθρωποκεντρικό. Νόημα στη ζωή δίνει η σχέση με τον άνθρωπο και η δημιουργία κοινωνιών που θα έχουν ως κριτήριο για την ύπαρξή τους την ελευθερία από την φυσική δουλεία και από την πνευματική καθήλωση στην αμάθεια και την δεισιδαιμονία. […… ] οι κολλυβάδες προέκριναν τον Παλαμικό τρόπο της ησυχίας, της προσευχής και της άσκησης, προτείνοντας έναν κόσμο όπου η θεογνωσία θα άλλαζε την κοινωνία. Οι λόγιοι του Διαφωτισμού επέβαλαν ένα κόσμο στον οποίο η ανθρωπογνωσία θα προστάτευε τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη και θα του εξασφάλιζε το «ευ ζην» αφήνοντας κατά μέρος το κατά Χριστόν ζην, το οποίο θεωρήθηκε αυτονόητη, προσωπική και όχι συλλογική επιλογή, έργο τελικά της ποιμαίνουσας εκκλησίας και όχι της πολιτείας. Γι αυτό το πρότυπο ξεκίνησε να αγωνίζεται ο Κωνσταντάς στην αρχή με ένταση και πάθος.
...Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, διαπίστωσε, ίσως ανεπαίσθητα τα αδιέξοδα του προτύπου του Διαφωτισμού, τα οποία προέρχονταν από το γεγονός πως όσοι επικαλούνταν αυτές τις ιδέες, δεν ήταν σχεδόν ποτέ συνεπείς στη ζωή τους με αυτές, αλλά εκμεταλλεύονταν προς ίδιον όφελος τον ιδεολογικό προσανατολισμό, υποτάσσονταν δηλαδή στα πάθη τους. Γι αυτό ο Κωνσταντάς θα γίνεται όλο και πιο ρεαλιστής, χωρίς να εγκαταλείψει τον αγώνα για την παιδεία, θα επιλέξει δρόμους πιο κοντά στην παράδοση του λαού …. Χωρίς να διαγράψει τις ορθολογικές βάσεις, θα αντιμετωπίσει με σεβασμό την πίστη των ανθρώπων, ιδίως όταν διαπιστώσει ότι αυτή δεν γεννά κατ΄ανάγκην εχθρούς της προόδου, αλλ΄ενίοτε συμπορευτές της. Όταν κατανοήσει ότι η παιδεία μπορεί να συμβαδίσει με την παράδοση και δεν είναι θρησκευτική πίστη αυτή που ζητά την καθήλωση του ανθρώπου στο παρελθόν.
(Η ενασχόλησή του με την πολιτική) τον έκανε, αν όχι να αναθεωρήσει τις ιδέες του, τουλάχιστον να προσαρμοσθεί στην πραγματικότητα. Και θα διαπιστώσει ότι η ταύτιση με την φωτισμένη Δύση δεν είναι πανάκεια. Διότι τελικά ούτε οι χώρες στις οποίες ο Διαφωτισμός γέννησε την επιθυμία για μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία θέλησαν να υποστηρίξουν αυτό που υποτίθεται πρέσβευαν: τον σεβασμό στην επιθυμία των λαών και των ανθρώπων να είναι ελεύθεροι. Η στροφή του και πάλι στην παράδοση μαρτυρά την εσωτερική του ανάγκη από κάπου να κρατηθεί, να βρει το νόημα εκείνο που θα στηρίξει τις ιδέες του ώστε να μην ακυρωθούν. Μπορεί να μην έγινε Κολλυβάς ο Κωνσταντάς, συνειδητοποίησε όμως ότι η εκκοσμίκευση πρέπει να έχει όρια».
Με την κατακλείδα αυτή θα μπορούσα να κλείσω την παρουσίασή μου. Όμως ας μου επιτραπούν δυό λόγια ακόμα.  
Ευχαριστώ θερμά τον π. Θεμιστοκλή που μου πρότεινε και με εμπιστεύτηκε να παρουσιάσω το σημαντικό αυτό βιβλίο του στην πόλη που μας φιλοξενεί και την οποία αγαπάμε ιδιαίτερα, αφού έχει γίνει πια δεύτερη πατρίδα μας. Την πρόταση που μου έκανε την θεωρώ εξόχως τιμητική προς το πρόσωπό μου, γιατί γνωρίζω ότι θα μπορούσε να την απευθύνει σε πολύ καλύτερους μου σε περγαμηνές και επιστημονικό κύρος.
Τον ευχαριστούμε για ό,τι καινούργιο φέρνει με την εργασία και το δημιουργικό του τάλαντο στην επιστημονική έρευνα της ιστορίας στην προοπτική ενός ελληνορθόδοξου δρόμου. Ευχαριστώ όλους σας για την υπομονή να με ακούσετε μέχρι τέλους και ελπίζω κάτι απ’ όσα ειπώθηκαν να βρήκε την συμπάθειά σας.
Στο βιβλίο θέλω να ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο και να ανοίξει δρόμο για ένα διάλογο εποικοδομητικό για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που διαμόρφωσαν αυτό που είμαστε σήμερα και γι αυτό που μπορούμε και πρέπει να γίνουμε αύριο. Ένα διάλογο που θα συμβάλλει στην ολοκλήρωση της πραγματικής μας ταυτότητας που δεν μπορεί σαν τέτοια να μην περιλαμβάνει το παρελθόν μας ούτε μπορεί να  απεμπολεί το μέλλον μας. Δεν μπορεί να μένουμε περιχαρακωμένοι σ΄ ένα ένδοξο παρελθόν γιατί τότε θα έχουμε μια φανταστική ταυτότητα, ούτε τυχάρπαστοι ταξιδιώτες μιας παγκοσμιοποίησης χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο.
Σας ευχαριστώ και πάλι όλους σας θερμά.