2/16/18

Ο ΑΝΤΙΠΡΥΤΑΝΙΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΠΑΣ ΓΙΑ ΤΟ "ΕΝΑΣ ΛΟΓΙΟΣ ΣΥΖΗΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ"

Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι,
Δέχθηκα με χαρά να παρουσιάσω το βιβλίο του πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού, Γρηγόριος Κωνσταντάς: ένας λόγιος συζητά με τον Διαφωτισμό και την Παράδοση, που εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες, στη Λάρισα.
Είναι τιμητικό για μένα να παρουσιάσω ένα αξιόλογο βιβλίο για έναν άξιο άνθρωπο, όπως ήταν ο Γρηγόριος Κωνσταντάς.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι η διδακτορική διατριβή του Θεμιστοκλή Μουρτζανού, η οποία υποστηρίχθηκε με επιτυχία στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο συγγρ. εξετάζει σε τέσσερα κεφάλαια τον βίο και το έργο του Γρηγορίου Κωνσταντά. Παρουσιάζει την φιλοσοφική σκέψη του και τον τοποθετεί στο πλαίσιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μελετά τη σχέση του με την Νεοελληνική Εκπαίδευση, καθώς και αυτή με την Εκκλησία. Με άλλα λόγια εξετάζει, όπως ευφυώς συμπλήρωσε στον υπότιτλο, τον τρόπο με τον οποίο ο Κωνσταντάς συζητά με τον Διαφωτισμό και την Παράδοση.
Στην εκτενή εισαγωγή του (σσ. 14-45), ο συγγρ. αναπτύσσει την συλλογιστική στην οποία στηρίζει την έρευνά του και θέτει τα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά προβλήματα του θέματος. Τονίζει την ανάγκη της ενδελεχούς εξέτασης των πηγών, προκειμένου να εξαχθούν αντικειμενικές κρίσεις για πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα. Η μελέτη της ιστορίας και η ιστορική γνώση είναι ένα είδος συνομιλίας, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, ένας διάλογος με τους ανθρώπους του παρελθόντος, των οποίων ο ιστορικός προσπαθεί να ξαναπαρουσιάσει τη ζωή, τις σκέψεις και τις κρίσεις με τα στοιχεία δια των οποίων μαρτυρούνται ή υποδηλώνονται (σ. 15).
Ο Θεμιστοκλής Μουρτζανός παρουσιάζει τεκμηριωμένα στην εισαγωγή τη σταδιακή διείσδυση των ιδεών του Διαφωτισμού στην ορθόδοξη κοινωνία της καθ’ ημάς Ανατολής και τους αναπροσδιορισμούς σε θεμελιώδεις τομείς της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αναπροσδιορισμούς που συνέτειναν στη διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας του νεότερου ελληνικού έθνους. Φορείς των νέων ιδεών υπήρξαν οι λόγιοι της εποχής, όπως και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς.
Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, στη σκέψη του δεκάτου ογδόου αιώνα, εξέφρασε τη χειραφέτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος από τα δεσμά της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας. Ο Διαφωτισμός στηρίχτηκε στην ελπίδα της απαλλαγής της ανθρώπινης σκέψης από το σκότος της πλάνης, της άγνοιας και της προκατάληψης.
Η απόρριψη της αυθεντίας, η αναγνώριση της εμπειρικής βάσης των γνωστικών δυνάμεων της ανθρώπινης νόησης και η οικουμενική πρόσκληση για γνώση είχαν σαφείς πολιτικές συνέπειες. Οι άνθρωποι αναγνωρίζονται από τον Διαφωτισμό ως ανεξάρτητες μονάδες, που διαθέτουν δυνάμει ίσες γνωστικές ικανότητες και ισοδύναμες δυνατότητες λογικής κρίσης, που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί και να βελτιωθεί με κατάλληλη αγωγή. Κατά συνέπεια, ο καθένας θα μπορούσε να διεκδικήσει ίσα πολιτικά δικαιώματα και ίσες δυνατότητες λόγου. Έτσι, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, που αναγνώριζε την αυτονομία και τα δικαιώματα του ατόμου, αποτέλεσε τη φυσική πολιτική έκφραση της νέας φιλοσοφίας.
Ο χρόνος του ελληνικού Διαφωτισμού ορίζεται ιδίως στις ύστερες δεκαετίες του 18ου αιώνα και στις πρώτες του 19ου, ή, πιο στενά, στην πεντηκονταετία 1774-1821, δηλαδή λίγο αργότερα από του δυτικού Διαφωτισμού, του οποίου η αρχή ανάγεται ως τον 17ον αιώνα, και το τέρμα στους αμέσως πριν από την Γαλλική Επανάσταση χρόνους.
Καλύτερα από κάθε άλλο σύγχρονο έργο, το πνεύμα της εποχής το εκφράζει η Απολογία του Μοισιόδακα η οποία κυκλοφορήθηκε το 1780. Σε αυτή την περίοδο του Διαφωτισμού στον ελληνικό πνευματικό χώρο συναντούμε επίσης τα ονόματα του Θωμά Μανδακάση και του Ευγένιου Βούλγαρη. Στην επόμενη περίοδο τυπικός εκπρόσωπος στον κόσμο της ελληνικής διανόησης πρέπει να θεωρηθεί ο φαναριώτης Δημήτριος Φωτιάδης ή Καταρτζής και οι οπαδοί του, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται ο Γρηγόριος Κωνσταντάς  και ο Ρήγας Βελεστινλής. Τέλος, η τρίτη περίοδος του ελληνικού Διαφωτισμού σφραγίζεται από την προσωπικότητα του Αδαμάντιου Κοραή.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγρ. στηριζόμενος σε πλούσια βιβλιογραφία και πρωτογενείς πηγές μάς παρουσιάζει τον βίο του Κωνσταντά, ο οποίος έζησε όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. 
Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς από τις Μηλιές του Πηλίου (1758-1844) υπήρξε σημαντική και πολυσχιδής προσωπικότητα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Πήρε θέση με τη ζωή και το έργο του σε όλες τις πτυχές που ο Διαφωτισμός έθιξε. Λόγιος, δάσκαλος και ιεροδιάκονος. Συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 και ίδρυσε τη Σχολή των Μηλεών Πηλίου. Προσπάθησε να οργανώσει την εκπαίδευση στα χρόνια της επανάστασης, ίδρυσε σχολεία και διετέλεσε Έφορος της Παιδείας (1824-1828), ενώ λίγο αργότερα διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος της διοικούσας επιτροπής του Ορφανοτροφείου της Αίγινας (1828-1834).
Διατήρησε την ιεροσύνη μέχρι το τέλος της ζωής του. Ταξίδεψε σε αρκετά μέρη, εντός και εκτός Ελλάδος. Επισκέφτηκε τη Σκόπελο, τον Άθω, τη Χίο και την Κωνσταντινούπολη, για να καταλήξει στο Βουκουρέστι, το 1780, και αργότερα στη Βιέννη. Στο Βουκουρέστι παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα, διδάχθηκε θρησκευτικά κείμενα και αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Εκεί, εντάχθηκε στον κύκλο του Δημητρίου Καταρτζή, μαζί με τον εξάδελφό του Δανιήλ Φιλιππίδη. Ο Καταρτζής είναι κορυφαία μορφή του νεοελληνικού διαφωτισμού και επηρέασε βαθιά τον Κωνσταντά και τον Φιλιππίδη. Στη Βιέννη συνέχισε τις σπουδές του και έμαθε ξένες γλώσσες. Συνεργάσθηκε με τον εξάδελφό του Δανιήλ Φιλιππίδη και εξέδωσαν μαζί το σημαντικό βιβλίο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Γεωγραφία Νεωτερική, το 1791, στο πνεύμα του Κοραή και της Ελληνικής Νομαρχίας.
Εμφορούμενος από το πνεύμα του Διαφωτισμού επέστρεψε στις Μηλιές και δίδαξε στα Αμπελάκια φιλοσοφία, μαθηματικά και αρχαία ελληνικά, ενώ επέμενε στην απαραίτητη εκμάθηση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας. Κατά την παραμονή του στα Αμπελάκια, παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα, ασχολείται με τη συγγραφή, τη μετάφραση και την έκδοση βιβλίων. Παρ’ όλο που εκείνη την εποχή ο Κωνσταντάς είχε δεχθεί προτάσεις τόσο από τον λόρδο Guilford να διδάξει εδώ στην Ιόνιο Ακαδημία, όσο και να αναλάβει τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής της Ξηροκρήνης, εκείνος προτίμησε να επιστρέψει στις Μηλιές και να διδάξει στον τόπο του.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (σσ. 110-308) ο Θεμιστοκλής Μουρτζανός θα παρουσιάσει διεξοδικά το έργο του Κωνσταντά και τη σχέση του με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό (σσ. 110-308). Αφού τονίζει ότι οι ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού επηρέασαν αποφασιστικά την ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ο συγγρ. προβαίνει σε αναλυτική ερμηνεία του έργου του Κωνσταντά.
Το 1800, ο Κωνσταντάς εξέδωσε στη Βιέννη το βιβλίο Φιλοθέου Πάρεργα του Νικολάου Μαυροκορδάτου. Ο Ν. Μαυροκορδάτος (1670-1730) ήταν Φαναριώτης λόγιος και ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας. Το βιβλίο του, «Φιλοθέου πάρεργα», θεωρείται πρόδρομο έργο του νεοελληνικού Διαφωτισμού και «η πρώτη νεοελληνική απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος» των νεότερων χρόνων.
Η επίγνωση της ανεπαρκούς ιστορικής παιδείας των νεότερων Ελλήνων σε σύγκριση με τα αποκαλούμενα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την ανάληψη της πρωτοβουλίας εκ μέρους του Κωνσταντά να μεταφράσει από κοινού με τον Ζήση Κάμβρα, το βιβλίο του  Γάλλου Abbé (αββά) Millot, Στοιχεία Γενικής Ιστορίας, το 1806 και να το εκδώσει στη Βιέννη.
Στα προλεγόμενά τους, οι μεταφραστές Κωνσταντάς και Κάμβρας δήλωναν τον σκοπό που επιζητούσαν με την προώθηση της ιστορικής γνώσης. Οι μεταφραστές θεωρούσαν πραγματικά σημαντική και χρήσιμη την ικανότητα άσκησης ιστορικής κριτικής. Η νέα αντίληψη της Ιστορίας βρισκόταν σε αντίθεση προς τα παραδοσιακά θρησκευτικά χρονικά. Η νέα ιστορία υπερέβαινε τις ηθικολογικές επιδιώξεις των προηγούμενων γενεών και μεταβαλλόταν σε πρόσκληση για κριτική σκέψη.
Σύμφωνα με τους μεταφραστές, η μελέτη της ιστορίας αποτελούσε την καλύτερη άσκηση για την αγωγή των πολιτών. Η ηθική και η πολιτική προϋπέθεταν αυτήν την προπαιδευτική γνώση, γιατί αυτή ήταν που καλλιεργούσε την κρίση των ανθρώπων και καθόριζε την συμπεριφορά τους. Κατά συνέπεια, στη μελέτη της ιστορίας τους έπρεπε να τονίζονται περισσότερο τα πολιτικά και πολιτισμικά επιτεύγματα και όχι τα πολεμικά τους έργα. Έτσι, η ουσιαστικότερη προσδοκία από τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας ήταν όχι η απόκτηση εμβρίθειας και πολυμάθειας, αλλά η ορθή γνώση που πήγαζε από την κατανόηση του ανθρώπου. Αυτό το γνωστικό επίτευγμα θα αποτελούσε το ενδεδειγμένο θεμέλιο για την ορθή κρίση και την συνετή δράση. Η διατύπωση αυτών των προβληματισμών καθιστούσε φανερό ότι οι Νεοέλληνες αναζητούσαν έναν νέο κώδικα αποκρυπτογράφησης της πολιτικής σκέψης και της πρακτικής των αρχαίων τους προγόνων.
Την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού η ιστοριογραφία αρχίζει να δημιουργεί ηθικά πρότυπα πέραν του θρησκευτικού παραδείγματος και αρχίζουν σταδιακά να μπαίνουν οι βάσεις μιας πιο επιστημονικής κοσμικής ιστορίας. Έτσι αρχίζουν να κάνουν ξανά την εμφάνιση τους οι αρχαίοι ιστοριογράφοι με πρώτο τον Θουκυδίδη και μαζί με αυτούς το κλασικό παρελθόν ενώ η εποχή του Βυζαντίου μπορεί πλέον να μελετηθεί υπό το πρίσμα της φωτισμένης παιδείας. Συγχρόνως με την ανάδυση του απώτατου παρελθόντος έχουμε και τη συγγραφή παγκόσμιων ιστοριογραφιών με τη συνακόλουθη γνωριμία νέων κόσμων και μάλιστα με σύγχρονες μεθόδους ιστορικής κριτικής. Όλα αυτά είχαν τρεις σημαντικές συνέπειες για τον ελληνισμό: αποκάλυψε τους δεσμούς με τους αρχαίους Έλληνες προγόνους, οδήγησε προς τον σύγχρονο κόσμο, έδωσε δηλαδή μια αίσθηση της σύγχρονης πραγματικότητας και, τέλος, προκάλεσε τον στοχασμό πάνω στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωναν την κοινή μοίρα των Ελλήνων.
Η γεωγραφία του πολιτισμού παρέμεινε κεντρικός άξονας της προόδου του Διαφωτισμού. Η αυτοσυνείδηση της γεωγραφικής φιλολογίας, ως διαύλου για την διάδοση του Διαφωτισμού, βρήκε την δημόσια διακήρυξή της στο έργο Θεωρία της Γεωγραφίας, που δημοσίευσε ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ το 1781. Ο εμπειρισμός της νέας Γεωγραφίας ήταν αρκετά τολμηρός και η ρήξη με το παρελθόν αποφασιστική. Σύμφωνα με την άποψή του, η σύγχρονη επιστήμη είχε εκτοπίσει την παραδοσιακή γνώση, εξαιτίας της ανωτερότητας των εμπειρικών της μεθόδων, της παρατήρησης και της χρήσης του πειράματος.
Η αλλαγή μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη σύγκριση των δύο σημαντικότερων ελληνικών γεωγραφικών βιβλίων του 18ου αιώνα: του έργου του Μελετίου (Γεωγραφία παλαιά και νέα) στις αρχές του αιώνα, το οποίο βασιζόταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό σε αρχαίες πηγές, και του έργου Γεωγραφία Νεωτερική, που δημοσίευσαν το 1791 ο Φιλιππίδης και ο Κωνσταντάς. Η αφήγησή τους ήταν προϊόν περιηγήσεων, εμπειρικής παρατήρησης και οξείας αντίληψης των σύγχρονων προβλημάτων. Ο Φιλιππίδης και ο Κωνσταντάς αφιέρωσαν την εργασία τους στην πολιτική και κοινωνική γεωγραφία, το θέμα ακριβώς που γοήτευε τα πνεύματα του Διαφωτισμού.
Στην πραγματεία των Φιλιππίδη και Κωνσταντά η γεωγραφία του πολιτισμού, των ανθρώπινων επιτεύξεων και η κοσμική παιδεία ξεπέρασαν το δέος της πρώτης ανακάλυψης για να φτάσουν σε στοχασμό πάνω στην κατάσταση της Ελληνικής κοινωνίας, παρέχοντας το μέτρο της κριτικής αποτίμησης.
Η ανεπιφύλακτη αφοσίωση των δύο συγγραφέων στις νέες ιδέες και τη σύγχρονη γνώση διέπνεε όλο το έργο. Το επιστημονικό πνεύμα του 18ου αιώνα κυριαρχούσε πλήρως στην εισαγωγική επισκόπηση των στοιχείων της γεωγραφίας στο πρώτο βιβλίο. Η στερεότυπη φιλοφρόνηση προς τις αυθεντίες, η οποία απαιτούσε κάποια αναφορά στην επιχειρηματολογία των αρχαίων, εδώ πλέον παραλείπεται. Ακόμη και το έργο του Μελετίου, που είχε ανοίξει τον δρόμο προς τη συγγραφή σύγχρονων γεωγραφικών έργων, υποβάλλεται σε κριτική, επειδή είχε στηριχθεί πέραν του δέοντος σε αρχαίες πηγές. Ένας γεμάτος αυτοπεποίθηση εμπειρισμός είχε τώρα αποκτήσει αποφασιστικό βάρος στη γεωγραφική μεθοδολογία.
Η Νεωτερική Γεωγραφία αποτελεί ένα από τα πλέον καινοτόμα κείμενα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, χάρη τόσο στην πρωτοποριακή παράθεση των εμπειριών των ιδίων των συγγραφέων, που πέτυχαν να περιγράψουν τη σύγχρονή τους στιγμή του Ελληνισμού, όσο και στη βιβλιογραφική χρησιμοποίηση των καλύτερων ευρωπαϊκών εγχειριδίων. Το νεωτερικό πνεύμα της Γεωγραφίας εκφραζόταν επίσης και από τη χρήση μιας ζωντανής γλώσσας. Βέβαια, αυτή η γλωσσική μορφή του έργου προκάλεσε αρνητικά σχόλια πολλών, μεταξύ των οποίων του Κοραή, αλλά ακόμη και του Δημητρίου Καταρτζή.
Σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα, το κύριο πρόβλημα εκείνη την εποχή συναθρωνόταν γύρω από την επιλογή του ενδεδειγμένου γλωσσικού οργάνου που θα συνέβαλε στην πνευματική αναβίωση του ελληνισμού. Στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν ήδη προταθεί αντικρουόμενες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, και οι συγγραφείς του έργου Γεωγραφία Νεωτερική κατέγραψαν την άποψή τους στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης ιδεολογικής συζήτησης. Κατά τη γνώμη τους, το πρόβλημα προέκυψε από την πλανημένη γλωσσική άποψη που καλλιεργούσαν μερικοί, οι οποίοι πίστευαν ότι αλλαγή στη γλώσσα σημαίνει διάβρωσή της. Η λανθασμένη αυτή αντίληψη τύφλωνε τόσο πολύ αυτούς που τη συμμερίζονταν, ώστε να αρνούνται ακόμη και να παραδεχθούν ότι οι σύγχρονοι έλληνες διέθεταν δική τους γλώσσα. Υποστηρίζοντας ότι η ομιλούμενη γλώσσα των σύγχρονων ελλήνων έπρεπε να αποκαθαρθεί και να καλλιεργηθεί, οι αρχαϊστές πίστευαν ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απομάκρυνση της γλώσσας από την τρέχουσα ομιλούμενη μορφή της και την προσαρμογή της στη δομή της αρχαίας Ελληνικής. Απορρίπτοντας την άποψη αυτή ο Κωνσταντάς και ο Φιλιππίδης υποστήριζαν ότι οι αρχαϊστές δεν κατάφεραν να αντιληφθούν ότι μια τέτοια προκρούστεια πρακτική δεν μπορούσε παρά να παραγάγει ένα γλωσσικό τέρας, ένα τεχνητό και αφύσικο συμπίλημα ετερόκλητων συντακτικών και λεξιλογικών στοιχείων χωρίς ενιαία γλωσσική ή διαλεκτική βάση. Έτσι, απέχοντας πολύ από το να πετύχουν την καλλιέργεια και τη διανοητική τελειοποίηση της νεοελληνικής γλώσσας, οι προσπάθειες των αρχαϊστών να την προσαρμόσουν στο τυπικό της αρχαίας ελληνικής ισοδυναμούσαν στην πραγματικότητα με τη διαστρέβλωσή της, γιατί παραβίαζαν τη φυσική δομή και το ρυθμό της.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντά, η άτοπη περιφρόνηση για τη σύγχρονη γλώσσα του ελληνικού λαού αποτελούσε μία από τις πηγές της διάχυτης αμάθειας και καθυστέρησης. Για τις ευρύτερες μάζες του λαού η εκπαίδευση παρέμενε απρόσιτη εξαιτίας του ακατανόητου γλωσσικού της οργάνου.
Η αύξηση των πνευματικών ενδιαφερόντων, η ζωηρή κίνηση των ιδεών και η ολοένα πιο πυκνή κυκλοφορία των βιβλίων που παρατηρείται την περίοδο αυτή [1770-1820], έθετε αναγκαστικά και έκανε επίκαιρο το γλωσσικό ζήτημα.
Το γλωσσικό ζήτημα ταλαιπώρησε τους έλληνες για σχεδόν δύο χιλιετίες. Πώς γράφουμε; ήταν το βασικό ερώτημα. Στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού, το ερώτημα αυτό, το «πώς γράφουμε» δηλαδή, συνδέθηκε στενά με την εκπαίδευση. Πλέον το ερώτημα δεν ήταν μόνο «πώς γράφουμε» αλλά και σε ποια γλώσσα διδάσκουμε. Το ζήτημα τίθεται ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα από έναν Κεκρυραίο λόγιο εγκατεστημένο στην Ιταλία, τον Νικόλαο Σοφιανό, αλλά μόλις τις δυο-τρεις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα προτείνεται εμφατικά από τον Καταρτζή. Από εδώ και πέρα το ζήτημα της γλώσσας σε όλους τους σημαντικούς λόγιους της εποχής συνυφαίνεται στενά με αυτό της εκπαίδευσης.
 Όμως τι γίνεται με την εκπαίδευση, που είναι και πρακτικό ζήτημα; Είναι δυνατόν να διδάξεις παιδιά στη λόγια γλώσσα, με βιβλία που στην πλειονότητά τους είναι ακατανόητα στον μαθητή και με την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τον Απόστολο, εκκλησιαστικά βιβλία δηλαδή, να χρησιμοποιούνται ως εγχειρίδια για τα «κοινά γράμματα»; Στα χρόνια αυτά είναι που τίθενται οι βάσεις για μια πολύ σημαντική αλλαγή πλεύσης που συντελείται στον χώρο της παιδείας. Τόσο ο Καταρτζής και ο κύκλος του, όσο και ο κύκλος του Ελλαδικού Δημοτικισμού, εμπνέονται από έναν κοινό τόπο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού: να γράφουμε όπως μιλάμε. Αυτό είναι το πρώτο κοινό δεδομένο, που θέτει σε κινητοποίηση και τους δύο κύκλους με αφετηρία την εκπαίδευση.
Για τον Κωνσταντά, όπως και για άλλους λογίους της εποχής, το πρόβλημα του υπόδουλου Ελληνισμού ήταν κυρίως πρόβλημα πνευματικής αφύπνισης και αυτογνωσίας, δηλαδή πρόβλημα παιδείας. Η παιδεία, κατά την άποψή του, θα μπορούσε να λυτρώσει το γένος από την δουλεία και από πολλά άλλα πάθη, αρκεί να στηριζόταν σε σωστές βάσεις και να αντλούσε από περιοχές, που ως τότε έμειναν αγνοημένες.
Γνωρίζουμε ότι ο Κωνσταντάς συμμετείχε σε αρκετές κυβερνητικές επιτροπές και Εθνοσυνελεύσεις. Η Β΄ Εθνοσυνέλευση καθιέρωσε τον θεσμό του Εφόρου Παιδείας και στη θέση αυτή διόρισε τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Όταν όμως ο Φαρμακίδης ανέλαβε καθήκοντα καθηγητή στην Ιόνιο Ακαδημία, το Βουλευτικό στις 25 Ιουλίου 1824 διόρισε ως Γενικό Έφορο της Παιδείας τον Κωνσταντά. Ως Έφορος Παιδείας (1824-1828) ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στην ίδρυση σχολείων, εξεύρεση δασκάλων και διδακτικών βιβλίων, ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Συνέταξε έκθεση για των περί Παιδείας διατάξεων, καθώς και τον Κανονισμό των καθηκόντων του Εφόρου, ενώ αργότερα τις προτάσεις του για την παιδεία τις υπέβαλε και στον Καποδίστρια. Ως βουλευτής έκανε πρόταση, που εγκρίθηκε από το Βουλευτικό, να δοθεί εντολή στους επάρχους «δια να συνάξουν τας αρχαιότητας» στα σχολεία. Αυτό υπήρξε η απαρχή δημιουργίας του πρώτου Αρχαιολογικού Μουσείου του κράτους στην Αίγινα. Σημειωτέον, ότι ενώ είχε εκλεγεί να συμμετάσχει και στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, που έγινε στο Άργος το 1829, τελικά τον απέκλεισαν, όταν αποφασίστηκε οι κληρικοί να μη γίνονται δεκτοί ως αντιπρόσωποι. Ο Καποδίστριας τον κάλεσε να συμβάλει στη δημιουργία του Ορφανοτροφείου της Αίγινας και αργότερα τον διόρισε στη διοικούσα επιτροπή του ιδρύματος, μαζί με τον Βιάρο Καποδίστρια και τον Λεόντιο Καμπάνη. Συμμετείχε στη διεύθυνση, στην οικονομική διαχείριση και στη διδασκαλία των περίπου 500 οικότροφων του Ορφανοτροφείου, όπου συγκεντρώθηκαν τα ορφανά των νεκρών του 21. Έμεινε στην Αίγινα περίπου 6 χρόνια (1828-1834), προτού επιστρέψει στις Μηλιές.
Τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, στα οποία ο Κωνσταντάς κατέβαλε απέλπιδες προσπάθειες για να συνεχισθεί η λειτουργία του Ορφανοτροφείου, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η κυβέρνηση είχε αποφασίσει το κλείσιμο του Ιδρύματος. Παραγκωνισμένος από τη διοίκηση, συκοφαντημένος από τοπικούς παράγοντες και απογοητευμένος από τη μη αναγνώριση της προσφοράς του, αναγκάσθηκε να αναχωρήσει προς την τουρκοκρατούμενη τότε γενέτειρά του. Εκεί, εκτός των διδακτικών καθηκόντων του, ως επίτροπος του Μητροπολίτη Δημητριάδος στις Μηλιές, ανέλαβε και την επίλυση διαφορών οικογενειακού δικαίου. Αφοσιωμένος στο σημαντικότερο για τη ζωή του έργο, συνέχισε να διδάσκει πάντοτε αμισθί μέχρι το θάνατό του, στις 6 Αυγούστου 1844.
Διαπρεπής λόγιος, αλλά κυρίως δάσκαλος, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς επιχείρησε να αναδείξει τη γενέτειρά του, τις Μηλιές Πηλίου, σε ελληνόφωνο εκπαιδευτικό κέντρο του καιρού του. Ανέπτυξε συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, συμμετέχοντας ενεργά στην κοινή προσπάθεια πολλών εκ των συγχρόνων του Ελλήνων λογίων για την πνευματική πρόοδο της Πατρίδος. Υπηρέτησε την ιδέα ότι η Παιδεία μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο και την κοινωνία. Οι πολεμικές και κατόπιν οι πολιτικές συνθήκες δεν επέτρεψαν στον Κωνσταντά να ολοκληρώσει το εκπαιδευτικό του έργο και να αφήσει στην ιστορία το αποτύπωμά του ως εκσυγχρονιστής της εκπαίδευσης, όπως θα το επιθυμούσε και είχε τις ικανότητες να το επιτύχει. Εν τούτοις, πέρα από το πρωτοποριακό συγγραφικό και εκδοτικό του έργο, έδωσε λαμπρό παράδειγμα ανιδιοτελούς προσήλωσης στα ιδανικά του, συνέπειας, ταπεινοφροσύνης και φιλοπατρίας.
Το βιβλίο του πρωτοπρεσβύτερου Θεμιστοκλή Μουρτζανού ολοκληρώνεται με ένα κεφάλαιο, τα οποίο διαπραγματεύεται την συνεισφορά του Κωνσταντά στην εκκλησιαστική παράδοση.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τη σχέση του Κωνσταντά με την εκκλησιαστική παράδοση, πολύ σωστά ο συγγρ. τονίζει ότι οι φορείς του Διαφωτισμού δεν αρνούνταν τη θρησκευτικότητα καθεαυτή, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι ταγοί της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν την πρόοδο. Ο Κωνσταντάς θα ακολουθήσει τον δρόμο των φορέων του Διαφωτισμού, χωρίς, ωστόσο, να αποκοπεί από την διοικούσα Εκκλησία. Επηρεάζεται βαθιά από αυτόν τον νέο κόσμο, που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται και να συγκροτείται από τα μέσα του 18ου αιώνα και ο οποίος προβάλλει τη νέα φυσιογνωμία του, με έκδηλο δυναμισμό. Βιώνει έντονα αυτή την στροφή προς την επιστήμη και τη γνώση, στροφή προς την αρχαιότητα, και διαμόρφωση μιας, νεωτερικού τύπου, κοσμικής ηθικής. Παρακολουθεί και προβληματίζεται σχετικά με την αποδέσμευση από την κυριαρχία μιας γενικώς, έως τότε, αποδεκτής, αλλά και επιβαλλόμενης, θρησκευτικής αυθεντίας, η οποία έχει, πια, αρχίζει να αμφισβητείται και να υπονομεύεται.
Για την πραγματική διάσταση της σχέσης του Κωνσταντά με την Ορθόδοξη Εκκλησία και την παράδοση θα ακολουθήσουν και άλλες τοποθετήσεις, καθώς και συζήτηση.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να τονίσω ότι ο πατήρ Θεμιστοκλής Μουρτζανός ολοκλήρωσε μια τεκμηριωμένη πρωτότυπη μελέτη για την ζωή και το έργο του Κωνσταντά. Στηρίχθηκε σε άμεσες πηγές, έγγραφα, επιστολές και άλλα πρωτογενή αρχειακά στοιχεία, αλλά και σε πλούσια σύγχρονη βιβλιογραφία. Άσκησε αντικειμενική και εμπεριστατωμένη κριτική στα έργα που χρησιμοποίησε, διατύπωσε προσωπικές εκτιμήσεις, επιχειρηματολόγησε και συνήγαγε τα απαραίτητα συμπεράσματα.

Επίσης, το βιβλίο του Θεμιστοκλή Μουρτζανού χαρακτηρίζεται από γλωσσική σαφήνεια και επάρκεια, καθαρότητα και ευκρίνεια στη γραφή. Τέλος, ευχάριστη είναι και η σωστή χρήση του πολυτονικού. Του αξίζουν λοιπόν θερμά συγχαρητήρια για το έργο του.

Σας ευχαριστώ πολύ!