ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ, «ΜΕΤΑ ΤΟ 1922-Η ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 17 –
Η κρίση των καιρών μας δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο στα ιστορικά χρονιά του ελλαδικού κράτους. Οι Νεοέλληνες έχουμε τον διχασμό ως βασική μας επιλογή, συνέπεια της ασυνεννοησίας και του άκρατου εγωκεντρισμού ο οποίος χαρακτηρίζει ψυχές χωρίς αληθινό δέσιμο με τη παράδοση και την πίστη, φιλόδοξους πολιτικούς που δεν μπορούν να βρούνε το αληθινό μέτρο, την αγάπη που ξέρει να κάνει βήματα προς τα πίσω για να προχωρήσει μπροστά!
Η σκέψη αυτή για μία ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε διαβάζοντας το καταπληκτικό πραγματικά ιστορικό αφήγημα του Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου, «Μετά το 1922-η παράταση του διχασμού» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ). Ο συγγραφέας είχε γράψει προηγουμένως το ήδη κλασικό για την νεοελληνική ιστοριογραφία «1915-ο εθνικός διχασμός» (ΠΑΤΑΚΗΣ). Στο νέο του πόνημα, συνέχεια του παλαιού, με τον ίδιο απολαυστικό αφηγηματικό τρόπο, επισημαίνει την δυσκολία μας να διδαχθούμε από την μεγάλη εθνική καταστροφή της μικρασιατικής ήττας, των όσων προηγήθηκαν, της όξυνσης των πολιτικών παθών γύρω από δύο μεγάλες προσωπικότητες, τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που οδήγησαν στον οριστικό ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και έβαλαν τα θεμέλια για να παραμείνουν άλυτα τα συμπτώματα ασυνεννοησίας, ματαιοδοξίας, αλλά και απουσίας αυθεντικής ανασυγκρότησης της πατρίδας και της κοινωνίας. Ό, τι έχτιζε η μία πλευρά, ερχόταν η άλλη και το γκρέμιζε.
Μόνο που στον εθνικό διχασμό 1915-1922 τα δικά μας πάθη σιγοντάριζαν οι Ξένες Δυνάμεις και ο ανταγωνισμός τους, λόγω και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το 1922 έως το 1940 υπαίτιοι και συνεχιστές του διχασμού παραμένουμε οι ίδιοι, εμείς οι Έλληνες. Διατηρήσαμε ακέραιη την αίσθηση ότι η κάθε πλευρά έχει δίκιο. Τώρα δεν είναι ο βασιλιάς που πρωταγωνιστεί, αλλά οι βασιλόφρονες. Ο Βενιζέλος και οι βενιζελικοί φαινομενικά επικράτησαν μέσα στα ερείπια της Μικρασίας και με την «δίκη των έξ» και την εκτέλεσή τους στο Γουδί έλυσαν προσωρινά το πολιτειακό ζήτημα. Δεν εξάλειψαν όμως τον φανατισμό, το μίσος, την αίσθηση ότι η Ελλάδα δεν είναι για όλους, αλλά μόνο για «τους δικούς μας». Έτσι, με θρυαλλίδες την αποκατάσταση των προσφύγων, το παλαιοημερολογητικό ζήτημα, την εμφάνιση του κομμουνισμού και την μοίρα των τελευταίων μειονοτήτων που παρέμειναν στην Ελλάδα οι πολιτικές παρατάξεις έψαχναν ευκαιρία να λύσουν τις διαφορές τους. Προσωρινά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα δώσει αναστολή. Ο διχασμός θα συνεχιστεί στον εμφύλιο και θα παραταθεί στις μέρες μας με την τελευταία μεγάλη διχαστική ρήξη «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί».
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Μαυρογορδάτου είναι συγκλονιστικό. Μία διαδήλωση στην Αθήνα, την επαύριον του αποτυχημένου κινήματος του Βενιζέλου το 1935. Μία κρεμάλα και το ομοίωμα του Βενιζέλου επάνω σ’ αυτήν. Μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να τερματίσει το μίσος των μεν για τους δε. Και ο λόγος του Μακρυγιάννη να αντηχεί στ’ αυτιά μας ότι τούτη την πατρίδα δεν την φτιάχνει το εγώ, αλλά το εμείς...
Μαθαίνουμε πολλά από το εξαιρετικό βιβλίο. Πολιτικά τερτίπια παντός καιρού, όπως οι τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου για να αποτραπεί η νίκη των αντιπάλων, η αξιοποίηση του καημού των προσφύγων για τις περιουσίες που άφησαν και οι δημαγωγικές υποσχέσεις για αποζημιώσεις, ενώ καλώς γνώριζαν οι πολιτικοί τα όρισα στα οποία μπορούσαν να φτάσουν, τα προσωρινά δάνεια για να εξυπηρετηθούν εκλογικά οι δικοί μας, αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, γιατί δεν μπορούσε να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση, καθώς ο καθένας έκανε και ένα κόμμα, για να μετέχει με τον τρόπο του στην εξουσία, η χειραφέτηση των στρατιωτικών από τους πολιτικούς και οι δικτατορίες του Πάγκαλου και του Κονδύλη, η δημιουργία σώματος Γερουσίας από την βενιζελική παράταξη με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην χαθεί η πλειοψηφία, ακόμη κι αν η Βουλή ήταν αντιβενιζελική!
Μαθαίνουμε ακόμη για την «Τετραετία» Βενιζέλου (1928-1932), στην οποία ο αληθινά χαρισματικός ηγέτης προσπάθησε, έχοντας συγκροτημένο πρόγραμμα και στοχεύσεις, να οδηγήσει την χώρα σε εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη, από την γεωργία και το εμπόριο ως την βιομηχανία, με αλλαγές και στο εκπαιδευτικό σύστημα! Όραμα της Τετραετίας ήταν «μια καπιταλιστική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη και μία σύγχρονη αστική δημοκρατία». Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από καλή εξωτερική πολιτική, προσέγγιση με την Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, όπως και με την Ιταλία του Μουσολίνι, αλλά και διαφύλαξη της καλής σχέσης με την Μεγάλη Βρετανία. Όμως ο Βενιζέλος παρέμενε αλαζόνας. Απομονωμένος από την κοινωνία, περικυκλωμένος από το στενό περιβάλλον του και με ένα αίσθημα χαρισματικότητας και πεποίθησης ότι μόνο αυτός μπορούσε, τον έκαναν να γίνει πιο μισητός στο εσωτερικό, ενώ οι συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 θα οδηγήσουν μοιραία το βενιζελικό όραμα σε κατάρρευση.
Έτσι, όταν το 1933 ο Βενιζέλος θα ηττηθεί στις εκλογές και θα αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία στους αντιβενιζελικούς υπό τον Παναγή Τσαλδάρη, ο διχασμός θα επανέλθει χειρότερος. Μία τριετία παθών, δολοφονικών επιθέσεων οργανωμένων από τους αντιβενιζελικούς ακόμη και εναντίον του ίδιου του Βενιζέλου, δικτατορίες και κινήματα και αντεπαναστάσεις, επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’, ο θάνατος του ίδιου Βενιζέλου εν εξορία και τελικά η δικτατορία του Μεταξά, η οποία επέφερε προσωρινή ηρεμία, εγκαθιδρύοντας έναν μοναρχοφασισμό, ο οποίος λόγω κυρίως της προσωπικότητας του βασιλιά Γεωργίου Β’ δεν έγινε ολοκληρωμένος φασισμός.
Ο συγγραφέας υπερασπίζεται τον Βενιζέλο και την σημασία της παρουσίας του στα ελλαδικά πράγματα. Αυτό δεν τον εμποδίζει να ασκήσει κριτική στα πεπραγμένα του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυσή του για την διαδοχή του χαρισματικού ηγέτη σε συνέχεια αυτής του πώς δύο χαρισματικοί ηγέτες γίνονται πρόσωπα που ελκύουν πλήθη οπαδών και οδηγούν σε συγκρούσεις χωρίς τέλος, η οποία καταγράφεται στο «1915». Οι λύσεις είναι τρεις: να υποδείξει ο ηγέτης τον διάδοχό του, να τον επιλέξουν τα κορυφαία στελέχη μετά τον θάνατο του ηγέτη ή να γίνει προσφυγή στο οικογενειακό χάρισμα, υπό τύπον δυναστείας, τζακιού. Καμία από τις λύσεις δεν υποκαθιστά το χάρισμα του ηγέτη και δεν λύνει το πρόβλημα. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε να υποδείξει διάδοχο εν ζωή, έμμεσο σημείο της αλαζονείας και της πεποίθησης της μοναδικότητάς του. Έτσι το Κόμμα των Φιλελευθέρων έπεσε στα χέρια μετριοτήτων, επικαλέστηκε την παρουσία του γιου του Βενιζέλου Σοφοκλή, αλλά ουδέποτε μπόρεσε να συνεχίσει την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα και την παρακαταθήκη του ηγέτη του. Σε αντίθεση με την βενιζελική παράταξη, στους βασιλόφρονες, παρότι χρειάστηκε κάποιος καιρός, διάδοχος του Κωνσταντίνου ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Στον θρόνο όχι, στην παρακαταθήκη και τον τρόπο σκέψης ΝΑΙ. Ο Μεταξάς ανέδειξε την μνήμη του βασιλιά με το άγαλμα στο Πεδίο του Άρεως αλλά και με την επιστροφή του Γεωργίου Β’.
Η περίοδος 1922-1940 δεν είχε μόνο αρνητικά στοιχεία. Πέτυχε ένα γεγονός κολοσσιαίας σημασίας, που ήταν η ενσωμάτωση των προσφύγων της Μικρασίας και της Ανατολικής Θράκης στο κράτος, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία ήταν έργο του Βενιζέλου, δικαιωμένου ιστορικά ως επιλογής, αν και η διατήρηση της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη ως αντίβαρου για την διατήρηση της Ελληνικής στην Κωνσταντινούπολη, στη Ίμβρο και την Τένεδο, παρότι ιστορικά αναγκαία, στην πράξη απέβη αρνητική εις βάρος της Ελλάδας. Οι Έλληνες της μειονότητας ήταν αστοί και έγιναν εύκολος στόχος για την τουρκική πλευρά λόγω ζήλιας και συμφερόντων. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης ήταν καθημερινοί άνθρωποι, αγρότες, μικροκαλλιεργητές και κτηνοτρόφοι, όχι ομοιογενείς ως προς την προέλευση και αυτό δεν θα επέτρεπε στο ελληνικό κράτος και λόγω κουλτούρας και λόγω παράδοσης να τους χρησιμοποιήσει εκβιαστικά και εξισορροπητικά. Όμως η εγκατάσταση των προσφύγων κυρίως στην Μακεδονία και την Ήπειρο έλυσε το πρόβλημα της εθνικής μας ομοιογένειας και μας προστάτεψε από ζητήματα όπως το κουτσοβλαχικό, το σλαβομακεδονικό και των τσάμηδων στην Ήπειρο, αλλά και των σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκη. Φάνηκε η προβλεπτικότητα του Βενιζέλου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η ανάλυση του συγγραφέα για την σχέση του Ελλήνων Ορθοδόξων με τις μειονότητες, ιδίως η επισήμανση της σύνδεσης του αντιβενιζελισμού με τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες (μεταξύ των οποίων και οι Παλαιοημερολογίτες), ότι δεν τους ένωνε «η ανεκτικότητα της διαφοράς», αλλά κατά βάθος η κοινή προσήλωση στο χαμένο παρελθόν και ο αγώνας οπισθοφυλακής εναντίον των δυνάμεων που το κατέστρεψαν. Παρελθόν, όπως τιτλοφορούσε χαρακτηριστικά το άρθρο του ο κατεξοχήν αντιβενιζελικός Γ.Α. Βλάχος, εκδότης της «Καθημερινής» ήταν η Ελλάδα μέχρι το 1910, την οποία κατέστρεψε ο Βενιζέλος!!!!
Αυτό το όραμα επιστροφής στο παρελθόν στην ουσία αποτέλεσε την βάση του Διχασμού από το 1915 και μετά. Επιστροφή σε μία Ελλάδα κλειστή, αλυτρωτική, με νοοτροπία δημοσιοϋπαλληλική, με νοοτροπία νομής του κράτους, στην οποία ακόμη και η Μεγάλη Ιδέα θα έπρεπε να έρθει μαγικά, χωρίς εσωτερική πρόοδο, χωρίς στρατιωτικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό, χωρίς ισχυρό θεσμικό αντίβαρο, τουτέστιν μία Ελλάδα στην οποία το πρόσκαιρα ευχάριστο και εφήμερο θα ήταν το κλειδί για την διαιώνιση προνομίων και μιας μακαριότητας στην οποία πρόοδος θα σήμαινε την συντήρηση των κεκτημένων σε όλα τα επίπεδα. Μιας Ελλάδας καταδικασμένης να μην ακολουθήσει την πορεία του κόσμου, καταθέτοντας την δική της όρεξη και τις δικές της προοπτικές, με βάση μια παράδοση πιο αυθεντική και όχι αυτή του συμβιβασμού είτε με τον αρχοντοχωριατισμό της ξενοδουλίας είτε με τον κοτζαμπασισμό του «μη μου τους κύκλους τάραττε».
Η αποτυχία του Βενιζέλου να πείσει τους μισούς Έλληνες, αλλά και να εμπνεύσει τους δικούς του να μην τον χρησιμοποιήσουν για να κατακτήσουν την εξουσία επιβαλλόμενοι στους άλλους με μανδύα φιλελεύθερο, μαρτυρεί το βαθύ έλλειμμα παιδείας και την απουσία αφηγήματος που να συνέχει τους περισσότερους Έλληνες για μία Ελλάδα σύγχρονη και ταυτόχρονα στηριγμένη σε αξίες παραδοσιακές που θα μιλούν στο σήμερα. Ελλάδα με ισχυρούς θεσμούς, αλλά και νοοτροπία που θα μας επιτρέψει να προοδεύσουμε εντός, όπως όταν βρισκόμαστε στο εξωτερικό.
Πόσο εμφανής είναι η κρίση όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην παιδεία και στην Εκκλησία των καιρών μας, η απουσία και χαρισματικών προσώπων, αλλά και πεποίθησης ότι δεν μπορούμε επιστρέφοντας στο νοοτροπιακό χτες να προχωρήσουμε στο αύριο! Καιρός για μετάνοια, για αλλαγή νοοτροπίας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός