Η περιπέτεια των πόλεών μας με τα σκουπίδια έδειξε και πάλι τη ανυπαρξία του «κοινού καλού». Ανεξάρτητα από το ποιος έχει περισσότερο δίκιο, αυτό που διεφάνη, εκ του θλιβερού αποτελέσματος για τη δημόσια υγεία, είναι ότι η κοινωνία μας έχει μπολιαστεί με τη νοοτροπία του εκβιασμού τόσο, ώστε καμία συμπεριφορά να μη μας προκαλεί εντύπωση. Εξάλλου, η παθητικότητα νεώτερων και μεγαλύτερων, η απλή θέαση των λόφων των σκουπιδιών δηλώνει την αίσθηση του μάταιου οποιασδήποτε αντίδρασης. Έχουμε παραιτηθεί και από την απόφαση για μεταφορά των προβληματισμών μας σε συλλογικό επίπεδο. Όλοι μας μένουμε στον εαυτό μας, στον μικρόκοσμό μας. Θα ανησυχήσουμε μόνο όταν κινδυνεύουμε σε βαθμό απροχώρητο. Φάνηκε ακόμη και η απουσία θεσμικής νοοτροπίας. Ατέρμονοι διάλογοι, στην ουσία παράλληλοι μονόλογοι, απουσία προνοητικότητας, μετάθεση των προβλημάτων για το μέλλον, κακοπιστία, επειδή η αναξιοπιστία χαρακτηρίζει όλους και σε θεσμικό επίπεδο. Και θεσμός δεν είναι μόνο η Πολιτεία. Είναι και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, είναι η τοπική αυτοδιοίκηση, ο καθένας από εμάς όταν εκπροσωπεί πολλούς.
Τα απορρίμματα δεν είναι μόνο υλικά στη ζωή μας. Σε ό,τι περισσεύει από τη διαχείριση της καθημερινότητάς μας έχει βεβαίως προστεθεί ό,τι θεωρούμε πλέον άχρηστο και περιττό, διότι το έχουμε αντικαταστήσει με καινούργιο, κατά την ευκολία και νοοτροπία του πολιτισμού μας. Τα απορρίμματα είναι και πνευματικά. Έχουν να κάνουν με τα πάθη και τα λάθη μας, τα οποία χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά μας, αποτελώντας ασθένειες της ψυχή μας. Αντίστοιχα, και με ιδέες και με συμπεριφορές οι οποίες αποβαίνουν καταστροφικές ή με ουσίες που χαρακτηρίζονται ψυχοτρόπες και οδηγούν τους χρήστες τους σε εθισμό, δηλαδή σε εξάρτηση η οποία μεταβάλλει την προσωπικότητα από ελεύθερη σε υπόδουλη, καθιστώντας τον άνθρωπο χωρίς ταυτότητα, έτοιμο «σκουπίδι» για τους πολλούς.
«Απορρίμματα» γίνονται όμως κάποτε και ηλικιακές κατηγορίες όπως οι νέοι μας. Από την μία η αδιαφορία μας για το πώς μεγαλώνουν, για το ποιες ιδέες τους διαποτίζουν, από ποιον τρόπο ζωής εξαρτώνται, και από την άλλη η αίσθηση ότι σ’ αυτούς τους καιρούς δεν έχουν δικαίωμα να φανούν χρήσιμοι για τον κόσμο και τον εαυτό τους. Να εργαστούν, εξερχόμενοι από ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο τους παραπλανά, διότι τους υπόσχεται ένα πτυχίο χωρίς όμως αντίκρισμα και δεν τους προσανατολίζει σε εργασίες απαραίτητες και σύμφωνες με τα χαρίσματά τους. «Απορρίμματα» γίνονται οι νέοι που μετατρέπονται σε φθηνό εργατικό δυναμικό αφού μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, θεωρώντας ότι έχουν εκεί μία ελπίδα αξιοπρέπειας από κοινωνίες αφού αυτές έχουν ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, σεβαστό, κατά τεκμήριον, από όλους. «Απορρίμματα» γίνονται οι νέοι όταν δεν μπορούμε να συζητήσουμε, να συναποφασίσουμε και να υλοποιήσουμε ό,τι καταλήξουμε πως είναι το «κοινό καλό».
Υπάρχει και η ελπίδα της Εκκλησίας, η οποία στη θεολογία της διασώζει την μοναδική αξία του ανθρώπου ως εικόνας Θεού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν κατηγορίες εντός της, δίκαιοι και αμαρτωλοί, άρχοντες και υπηρέτες, αλλά όλοι διακονούν όλους. Γι’ αυτό και όποιος ζει τον τρόπο της καλείται να διαγράψει με την μετάνοια τα πνευματικά του απορρίμματα. Να υπερβεί την παθητικότητα και με τις επιλογές του να προβάλει την αγάπη και την αλήθεια. Για να γίνουμε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους, ως χρέος αλλαγής για την κοινωνία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 5 Ιουλίου 2017