Ο λόγος της Εκκλησίας είναι πάντοτε διαφορετικός, ασύγκριτος με οποιονδήποτε ανθρώπινο λόγο. Κι αυτό διότι η προέλευσή του δεν έχει να κάνει με την ανθρώπινη ευφυία, την μόρφωση, τις εμπειρίες, τις γνώσεις, τη παρατήρηση. Ο λόγος της Εκκλησίας είναι απόσταγμα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή της πίστης, καθώς το Άγιο Πνεύμα είναι Αυτό που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Οι ανθρώπινοι λόγοι ποικίλουν. Και τέτοιους μπορεί να ακούσουμε και μέσα στην Εκκλησία. Είναι όταν οι εκφέροντες αυτόν τον λόγο μένουν στα δικά τους θελήματα, στο δικό τους πνεύμα, το οποίο σπεύδουν να το συσχετίσουν με την αγιοπνευματική εμπειρία, για να προσδώσουν στον λόγο και στο πρόσωπό τους αυθεντία αγιότητας. Όμως ο αγιοπνευματικός λόγος έχει άλλα χαρακτηριστικά και άλλη υφή. Είναι απόσταγμα και εμπειρία της παρουσίας του Χριστού, για τον Οποίο οι υπηρέτες των αρχιερέων και των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν σταλεί για να συλλάβουν τον Ιησού, αφού επέστρεψαν άπρακτοι, ανεφώνησαν: «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. 7, 46). «Ποτέ άνθρωπος δεν μίλησε όπως αυτός». Γιατί ο Χριστός δεν ήταν ένας σοφός άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο πάντοτε αχώριστος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και Εκείνος που απέστειλε το Άγιο Πνεύμα ως Παράκλητο στον κόσμο, για να παρηγορήσει, αλλά και να φωτίσει τους ανθρώπους.
Ποια είναι τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του αγιοπνευματικού λόγου;
Είναι λόγος που ξεδιψά την ανάγκη του ανθρώπου για νόημα ζωής, το οποίο να υπερβαίνει τον θάνατο, αλλά από μέσα από την ζωή. Οι θρησκείες μιλούν και υπόσχονται αιώνια ζωή, ως δώρο και ανταμοιβή για τον άνθρωπο που θα τηρήσει τις εντολές τους. Παρηγορούν για την απώλεια της ζωής και τω οικείων. Επισημαίνουν την τιμωρία που περιμένει όποιο δεν συμμορφώνεται με το πλαίσιο που αυτές καθορίζουν. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν την εργασία του ανθρώπου εδώ, για να ζήσει στο επέκεινα την ανταμοιβή των πνευματικών και θρησκευτικών του κόπων. Η χριστιανική παράδοση, ο αγιοπνευματικός λόγος και η εμπειρία μας δεν μας μιλούν μόνο για κάτι το αιώνιο. Φέρνουν την αιωνιότητα στο παρόν, δηλαδή στον τρόπο της Εκκλησίας. Κάνουν τον άνθρωπο να μπορεί να ξεδιψάσει την ανάγκη του για αγάπη, για μοίρασμα, για νίκη κατά του θανάτου, για ελευθερία από το κακό, εδώ και μάλιστα συνεχώς, εφόσον οικειοποιείται τον τρόπο της Εκκλησίας. Δεν είναι απλώς πρόγευση της αιωνιότητας αυτός ο κόσμος. Είναι η αρχή της, η εμπειρία της. Και γι’ αυτό ο λόγος της πίστης είναι λόγος χαράς και ελπίδας γι’ αυτόν που θέλει να τον αποδεχτεί.
Είναι λόγος που εκπορεύεται όμως και από πρόσωπα που εμπνέουν, ηρεμούν και γαληνεύουν. Δίνουν ασφάλεια και την ίδια στιγμή αφυπνίζουν, προβληματίζουν, δεν περνούν απαρατήρητα. Γιατί αυτή είναι η συνέχεια που ο Κύριός μας μάς άφησε. Οι μαθητές Του, αυτοί που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα με την μορφή πυρίνων γλωσσών, δεν ήταν μορφωμένοι, δεν ήταν ρήτορες, δεν άγγιζαν τους ανθρώπους επειδή έκαναν επίδειξη δύναμης ή ως θαυματοποιοί. Ο λόγος τους ήταν λόγος αληθινός. Λόγος μετανοίας. Λόγος που δεν κολάκευε, αλλά λύτρωνε. Λόγος που απεδείκνυε ότι εκπορευόταν από ανθρώπους που είχαν σχέση με την παράδοση, αλλά και επίγνωση του νέου που κόμιζαν, δηλαδή την παρουσία του Χριστού. Ήταν όπως ο λόγος του αποστόλου Πέτρου, μετά την Πεντηκοστή, διά του οποίου ο κορυφαίος απόστολος «διεμαρτύρετο και παρεκάλει» (Πράξ. 2, 40), δηλαδή θερμοπαρακαλούσε και παρότρυνε στην σωτηρία, στο ουσιώδες της ζωής. Δεν ήταν λόγος εξουσίας, διχασμού, κακίας, εκδίκησης. Ήταν η πρόταση ζωής η οποία σαγήνευσε άμεσα τρεις χιλιάδες ανθρώπους, για να τους οδηγήσει στην αληθινή πίστη.
Είναι ακόμα λόγος που οδηγεί στην Εκκλησία. Μας βγάζει από την ατομικότητα, από την αίσθηση ότι μπορούμε και μόνοι μας και μας οδηγεί στο σώμα του Χριστού. Μας κάνει να νοιαζόμαστε γι’ αυτό το σώμα. Να του προσφέρουμε ό,τι τα χαρίσματά μας μπορούν, αλλά και να προσλάβουμε ό,τι ο άλλοι μπορούν να μας δώσουν. Και έχει καρπούς αυτός ο λόγος. Ο άνθρωπος μετέχει στην ζωή της Εκκλησίας με χαρά και αφοσίωση. Θέλει να κοινωνεί τον Χριστό. Χαίρεται να προσεύχεται. έχει ως κέντρο της ζωής του τον ναό. Προσφέρει ελεημοσύνη όσο μπορεί. Ζητά την ομοψυχία και αρνείται την αυτοπροβολή. Είναι δοξολογία του Θεού. Αλλάζει την καρδιά του ανθρώπου, η οποία γεμίζει από αγαλλίαση και απλότητα. Γίνεται προσδοκία συνάντησης στον ναό και όχι αγγαρεία. Και η ελπίδα μεταφέρεται σε κάθε πτυχή της ζωής, προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική, φιλική.
Ο αγιοπνευματικός λόγος γεννά αγίους. Εδώ είναι η μεγάλη διαφορά της αυθεντικής χριστιανικής παράδοσης τόσο από τις αιρέσεις όσο και από τις άλλες θρησκείες. Οι άγιοι της πίστης μας ζούνε και διδάσκουν αυτόν τον αυθεντικό αγιοπνευματικό λόγο, διότι έχουν αποκτήσει το Άγιο Πνεύμα στις καρδιές τους. Είναι σωσμένοι από αυτή τη ζωή, διότι γεύτηκαν τους καρπούς του Πνεύματος, την αγάπη, την χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, την αγαθότητα, την πίστη, την πραότητα, την εγκράτεια (Γαλ. 5, 22-23). Η παρουσία τους κάνει και άλλους να πιστεύουν στον Χριστό. Δεν είναι απλώς διαχειριστές της πίστης, αλλά παρακαλούν και παροτρύνουν στην σωτηρία διά της αλήθειας της ζωής τους και του προσώπου τους. Δεν κηρύττουν τον εαυτό τους, αλλά τον Χριστό του Ευαγγελίου, της Παράδοσης, της Εκκλησίας. Και την ίδια στιγμή έχουν ως κέντρο της ζωής τους, ακόμη κι αν έχουν επιλέξει οδό μοναχική, τον ναό, δηλαδή τον πλησίον. Αυτή είναι η μετοχή στην Εκκλησία, η οποία σώζει!
Αν συγκρίνουμε τον αγιοπνευματικό λόγο με τους ανθρώπινους λόγους που συχνά αμφισβητούν την αυθεντικότητα της αλήθειας την οποία ο Χριστός διακήρυξε τόσο ως Πρόσωπο όσο και με τον λόγο Του, θα διαπιστώσουμε ότι οι ανθρώπινοι λόγοι δεν οδηγούν στην σωτηρία. Μπορεί να παρηγορούν για λίγο ή να κάνουν τον κόσμο να ξεχνιέται. Είναι όμως συνήθως λόγοι εξουσίας, διχασμού, επίδειξης και όχι πραγματικής παρηγοριάς. Χρειάζονται στα πλαίσια της επικοινωνίας, της καθημερινότητας, του κοσμικού τρόπου ζωής, όμως δεν μπορούν να είναι η προτεραιότητά μας. Η αγιοπνευματική θεώρηση και βίωση της ζωής εντός της Εκκλησίας, με την κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού στην ευχαριστία και την αγάπη είναι η οδός της ελπίδας. Μόνο έτσι θα κατανοήσουμε γιατί κανείς δεν μπορεί να μιλήσει όπως ο Χριστός, αλλά και γιατί μπορούμε να καταστήσουμε τον Χριστό οικείο μας και Σωτήρα μας.
Κέρκυρα, 4 Ιουνίου 2017