5/23/17

Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ


(Παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου της Φωτεινής Τσαλίκογλου- εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)

            Πόσο μας έχει απασχολήσει το γεγονός του τι αξίζει στην ζωή μας αληθινά; Ποιος είναι ο θησαυρός μας; Βέβαια το Ευαγγέλιο λέει ότι όπου είναι ο θησαυρός μας, εκεί είναι και η καρδιά μας (Ματθ. 6, 21) Η εποχή μας ζητά να βάλουμε την καρδιά μας σ’  αυτό που λέει ξεκάθαρα το σύνθημα: «να περνάς καλά»! Να έχεις παρέα, να έχεις πρόσβαση στα δίκτυα κοινωνικής ενημέρωσης, να τα έχεις καλά με τους δικούς σου, να μην περνάς δοκιμασίες στη ζωή σου γιατί έχεις την υγειά σου, να μπορείς να απολαύσεις τις μικρότερες ή μεγαλύτερες χαρές που ο κόσμος και ο πολιτισμός μας προσφέρουν. Σε τι όμως από αυτά μπορείς να δώσεις την καρδιά σου;
            Πριν από κάποια χρόνια η ζωή έπαιρνε νόημα μέσα από τις ιδέες. Η πολιτική ήταν το κλειδί, διότι εκεί μπορούσαν τα οράματα των ανθρώπων για έναν κόσμο  πιο δίκαιο για όλους με βάση την ισότητα ευκαιριών, την υπέρβαση της κοινωνικής τάξης και καταγωγής, την χρήση της οικονομίας όχι ως αυτοσκοπού, αλλά ως μέσου για μία καλύτερη ποιότητα ζωής, την παιδεία στην οποία οι υποδομές, οι αμοιβές των εκπαιδευτικών, αλλά και οι ευκαιρίες και στους πιο αδύναμους θα γεννούσαν μία νέα κοινωνία. Η άλλη πλευρά της πολιτικής ιδεολογίας έλεγε ότι παλεύουμε για να χτίσουμε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο ο εργατικός, ο ευφυής, ο άριστος, ο ανώτερος κοινωνικά, αυτός που θα εκμεταλλευόταν ευκαιρίες θα είχε πρόσβαση στον πλούτο και θα αποκτούσε αγαθά, ώστε να έχει καλύτερη ποιότητα ζωής. «Να έχεις ή να είσαι;» αναρωτιόμασταν και η απάντηση, φανερά και αφανέρωτα, πήγαινε στο «είσαι ό,τι έχεις». Μπορεί να το καταδικάζαμε, αλλά το θέλαμε κατά βάθος. Και κάναμε ό,τι μπορούσαμε ώστε να έχουμε για να είμαστε. Οι ιδέες όμως πέθαναν. Και ο θρίαμβος των αγορών οδήγησε σε κοινωνίες στις οποίες τα 2/3 αρχικά και σιγά- σιγά τα ¾ θα επιβιώνουν, ενώ οι υπόλοιποι θα ζούνε καλά! Άρα, αν η καρδιά μας βρίσκεται στο «έχειν», θα πρέπει να ανήκουμε στους λίγους. Ακόμη όμως κι αυτοί, δεν μπορούν να ξεπεράσουν το αναπόφευκτο του θανάτου. 
            Οι ανθρώπινες σχέσεις πάντοτε αποτελούσαν το κλειδί για το νόημα της ζωής. Είμαι τύπος εξουσιαστικός; Τότε μπορώ να ελέγξω τη ζωή μου και τις ζωές των άλλων. Είμαι τύπος δοτικός; Τότε αισθάνομαι ότι προσφέροντας βρίσκω νόημα, αλλά συχνά υφίσταμαι την εκμετάλλευση. Είμαι τύπος ισορροπημένος ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία; Τότε θα δώσω και θα πάρω. Όμως αυτό το οποίο ίσως δεν μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε είναι το ότι η η καρδιά μας είναι που ευτυχεί, η καρδιά μας είναι που δυστυχεί ανεξάρτητα από το έχειν. Γιατί στις εξωτερικές συνθήκες ο άνθρωπος, έχοντας το ένστικτο και το δώρο της επιβίωσης, θα προσαρμοσθεί. Ακόμη κι αν χρειαστεί να υποκαταστήσει την πραγματικότητα με την ονειρώδη φαντασία. Στην αποτυχία του όμως να έχει γνήσιες σχέσεις, κάτι που εξαρτάται από τις ανάγκες, τις επιλογές, αλλά και τους άλλους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί.
Η εποχή μας δεν το λέει επίσημα, στα πλαίσια των πολιτισμικών προτύπων. Το λέει όμως μέσα από τα βιβλία, την εκλαΐκευση της ψυχολογίας, το αξιακό υπόβαθρο το οποίο σταδιακά αναδύεται μέσα από την κρίση και το οποίο μιλά για εθελοντισμό, για σεβασμό στην ετερότητα, για αλληλεγγύη, για ανθρωπιά, για υπέρβαση της γκρίνιας και της μιζέριας και για θετικότητα, ότι τελικά η επιτυχία στη ζωή δεν έχει να κάνει με τη θέση, την τσέπη, την εξουσία, αλλά με τον μέσα κόσμο μας που χάσαμε. Και από κει θα γίνει το ταμείο. Όταν πεθαίνει κάποιος, κανείς δεν λέει ότι το κυριότερο στη ζωή του ήταν ο πλούτος. Όλοι θέλουν να τον θυμούνται ή και όχι, για το αν υπήρξε άνθρωπος, αν αγωνίστηκε, αν έδωσε, αν οραματίστηκε, αν δημιούργησε, αν αγάπησε, αν αφήνει πίσω του κάποια ελπίδα σ’  αυτούς που τον γνώρισαν. Με έναν λόγο, αν υπήρξε αληθινά άνθρωπος!
Με όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι ο λόγος του Ευαγγελίου σήμερα γίνεται ολοένα και πιο καίριος. Όπου ο θησαυρός μας, εκεί και η καρδιά μας, και το αντίστροφο. Διότι όταν έρχεται η ώρα να μετακομίσουμε από αυτά που έχουμε, να τα αφήσουμε πίσω, όταν έρχεται η στιγμή που μας ζητείται να πάρουμε μαζί μας ό,τι πολύτιμο αισθανόμαστε ότι αποκτήσαμε στην πορεία μας, τότε κανείς καταλαβαίνει πού είναι η καρδιά του. Χρειάζεται βέβαια να ξεκαθαρίσει τις μνήμες του. Το δικό του ταξίδι μέσα στον χρόνο. Να ξεδιαλύνει την ήρα από το στάρι. Δεν είναι εύκολο να πετάξεις πράγματα, γιατί ό,τι ζούμε είναι δικό μας. Αν όμως πρέπει να αξιολογήσουμε την ζωή μας, γιατί δεν γίνεται αλλιώς, τότε ό,τι αγαπήσαμε αληθινά, μας δείχνει και το νόημα.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος της κ. Φωτεινής Τσαλίκογλου, η κυρία Ευρυδίκη, διάλεξε τον Νίτσε, το ημερολόγιο της πεθαμένης κόρης της και την «Οδύσσεια». Την φιλοσοφία της χαράς και της δημιουργικότητας, τις μνήμες της αυθεντικής αγάπης και την αίσθηση ότι το ταξίδι δεν τελειώνει.  Μετακόμιση εκεί όπου οι ηλικιωμένοι μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια τα τέλη τους, ανώδυνα και ανεπαίσχυντα και ειρηνικά, αλλά χωρίς οικείους. Η οικειότητα όμως είναι εντός μας. Στις μνήμες μας. Σε ό,τι αγαπήσαμε. Και εκεί έμεινε η καρδιά της ηρωίδας. Αυτός είναι ο θησαυρός της. Αυτό το «μαζί», που μπορούμε να χτίσουμε στον κόσμο και στο σήμερα. Οικογένεια, ιδέες και διάθεση, μνήμες, καλοσύνη και αγάπη και ταξίδι, είτε στις ιστορίες είτε στην ζωή, πάντως όχι παραίτηση. Όσο ζούμε, μπορούμε να προσθέσουμε. Όχι να λησμονήσουμε, αλλά να μην κολλήσουμε στο χτες, στις ενοχές μας, στα όσα δεν ζήσαμε. Πάντα υπάρχει το μπροστά. Ο πιο δύσκολος δρόμος είναι αυτός που έρχεται. Αλλά και ο πιο ελπιδοφόρος.
Αυτός ο δρόμος μπορεί να καταδειχθεί στους καιρούς μας. Ίσως αυτό να είναι και το χρέος των πνευματικών ανθρώπων, δηλαδή πέρα από την εργασία και την διακονία του ανθρώπου, να μας βοηθήσουν με τον τρόπο τους να καταλάβουμε ότι δεν μας ανήκει τίποτα, ότι η ζωή δεν γράφεται με το «αν» αλλά με το «ναι» και το «όχι» όπου χρειάζεται,  ότι κανείς δεν μένει στο σπίτι του πια, αλλά ο καθένας χρειάζεται να κάνει το βήμα στο «μαζί», στο «εμείς», ότι χωρίς να απορρίψουμε την σύγχρονη ζωή και τάξη, καλούμαστε να κατανοήσουμε ότι φέρνει σύγχυση και ότι χρειάζεται ο καθένας, στην ατομικότητά του, να βρει και να μοιραστεί τις απαντήσεις του. Αρκετά στο κλείσιμο στο εγώ μας. Μπορούμε να χτίσουμε τις ιστορίες μας, ιδίως οι νεώτεροι!
Η Εκκλησία ψάλλει για τον ιερέα όταν φεύγει από τον κόσμο έναν εξαίρετο ύμνο στον οποίο περιγράφει την νέκρωση του ανθρώπου, την ανάγκη για προβληματισμό για την ματαιότητα της ζωής, αλλά κλείνει λέγοντας το πιο ωραίο και ελπιδοφόρο μήνυμα που η πνευματική μας παράδοση κομίζει:  «η αληθινή αγάπη ουδέποτε νεκρούται». Κι εμείς συμπληρώνουμε: «Ναι, διότι πιστεύουμε στην Ανάσταση! Πιστεύουμε πως η μοναδικότητα της ζωής καθιστά τον καθέναν μας άξιο σεβασμού, αλλά και την ίδια στιγμή είναι ευθύνη μας να επιλέξουμε να δώσουμε εμείς απάντηση στο πού θα είναι η καρδιά μας και ο θησαυρός μας»! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 20 Μαΐου 2017