Τα γηρατειά είναι ίσως η πιο δύσκολη περίοδος της ανθρώπινης ζωής. Δεν είναι μόνο το βάρος των όσων έχουν προηγηθεί. Η ανάγκη της αποτίμησης της ζωής. Οι χαρές και οι λύπες, οι σταυροί και τα πάθη μας. Είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος αισθάνεται πως δεν έχει καμία ελπίδα να συνεχίσει να υπάρχει. Ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να φτάσει το τέλος. Οι θρησκείες επενδύουν σ' αυτή την διαγραφόμενη και βέβαιη τελικά απελπισία και προτείνουν την μεταθανάτια ζωή ως παρηγοριά. Ως ένα φως μέσα στο δεδομένο σκοτάδι. Ότι ο άνθρωπος μπορεί μεν να φύγει από τον κόσμο που γνωρίζει, από τα πρόσωπα που αγαπά και μοιράζεται τη ζωή του μαζί τους ή και από τα βάσανα, «τα πάθια και τους καημούς του κόσμου», ωστόσο δε θα χαθεί. Η ψυχή του θα συνεχίσει να υπάρχει με έναν απροσδιόριστο τρόπο ή και συγκεκριμένα, ανάλογα με τη διδασκαλία και την πίστη της θρησκείας. Κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται λιγότερο μόνος, περισσότερο έτοιμος να κάνει το δικό του Πάσχα, το πέρασμά του από τον θάνατο.
Η Εκκλησία δεν κομίζει απλώς μία μεταφυσική ελπίδα συνέχειας της ύπαρξης. Δεν βλέπει την ζωή ως μία άλλη εκδοχή του παρόντος. Αυτό δηλαδή που έχουμε συνηθίσει σωματικά, να συνεχίσουμε να το ζούμε ψυχικά. Δε βλέπει την αιωνιότητα μέσα από το δίπολο ανταμοιβή- τιμωρία. Χωρίς να αποκλείεται αυτή η διάσταση, δε θα ήταν δυνατόν να πιστεύουμε σε έναν Θεό αγάπης, ο Οποίος μεταβάλλεται μετά τον θάνατο σε Θεό δικαστή. Ακόμη και σε εκφράσεις κρίσεως, όπως αυτή της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, η έκβαση του κριτηρίου δεν έχει να κάνει με την επιθυμία του Θεού να επιβάλλει τη δικαιοσύνη, ώστε να αποκατασταθεί μία ηθική τάξη, την οποία οι άνθρωποι με κακίες έχουν διασαλεύσει. Εμείς ανάλογα με την αγάπη που επιλέξαμε ή όχι να ζήσουμε και να δείξουμε θα είμαστε αυτοί που θα ζήσουμε με τον Θεό ή μακριά από Αυτόν. Ο Θεός θα είναι παντού. Ακόμη και στην νοούμενη κόλαση. Ο άνθρωπος θα κλείνει τα μάτια του και σ’ Αυτόν και στον πλησίον του και θα επιλέγει την ακοινωνησία.
Για την πίστη μας ο άνθρωπος είναι διαρκώς σε σχέση με τον Θεό. Πλαστήκαμε από Εκείνον. Μας δόθηκε η εικόνα Του εντός μας. Και σωματικά και ψυχικά, τουτέστιν ως πλήρεις υπάρξεις, είμαστε εικόνες Χριστού. Έχουμε τα χαρίσματα και τον τρόπο Του. Είμαστε λογικά όντα. Σκεπτόμαστε. Μπορούμε να κρίνουμε, να ερμηνεύσουμε, να διαλέξουμε τη ζωή μαζί Του ή τη ζωή μακριά Του. Περισσότερο ή λιγότερο. Είμαστε ελεύθερα όντα. Τίποτε δεν μας εμποδίζει, ούτε ο θάνατος ούτε ο υπόλοιπος κόσμος να διαλέξουμε τον Θεό ή να Τον απορρίψουμε. Είμαστε υπάρξεις που μπορούμε να διακυβερνήσουμε τον εαυτό μας, τον συνάνθρωπο και τον κόσμο. Εξαρτάται από μας αν αυτό το «άρχειν» θα γίνεται με αγάπη ή με εξουσία. Αν θα προσπαθούμε να συναντηθούμε με τον πλησίον, να διακονούμε το πρόσωπό του και να μοιραζόμαστε μ’ αυτόν τα χαρίσματά μας και τα όσα αποκτήσαμε ή μας δόθηκαν ή θα τα κρατούμε εγωκεντρικά για μας και θα καρπωνόμαστε με περισσότερη ή λιγότερη βιαιότητα τα δικά του. Οι επιλογές μας σ’ αυτή τη ζωή θα νοηματοδοτήσουν τελικά και τον θάνατό μας. Διότι είτε θα μας αφήσουν περιθώριο να συνεχίσουμε να συναντούμε τον Θεό, αναγνωρίζοντάς Τον με έναν τρόπο που εναπόκειται σ’ Εκείνον και στην πίστη να ζήσουμε ή θα συνεχίσουμε να κλείνουμε τα μάτια της ψυχής αρχικά και όταν περατωθεί η πορεία του κόσμου, και του αναστημένου σώματος, το οποίο θα επανενωθεί μαζί της.
Όλη η πορεία της ζωής μας είναι ένα προσκλητήριο συνάντησης. Είναι μία Υπαπαντή. Σαν αυτή που έζησε ο προφήτης Συμεών. Ο πρεσβύτης, ο ιερέας που τα χρόνια του δεν δικαιολογούσαν παραμονή στη ζωή, αλλά είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα την πληροφορία «μη ιδείν θάνατον πρίν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου» (Λουκ. 2, 26), δε θα πέθαινε προτού να δει τον Μεσσία. Αυτή η πληροφορία τον έθετε μπροστά σε δύο γεγονότα.
Το πρώτο ότι όλη του η ζωή ήταν μία προετοιμασία για τη στιγμή της συνάντησης με τον Χριστό. Στο πρόσωπο του Συμεών όλοι όσοι πίστευαν στον αληθινό Θεό επρόκειτο να συναντήσουν την Αποκάλυψη για τα έθνη και την Δόξα του λαού Ισραήλ. Ο Συμεών επρόκειτο να κρατήσει στα χέρια του Εκείνον που θα έδινε πληρότητα νοήματος τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο. Η διακονία του Συμεών στον ναό, στο ιερό ήταν, εκτός από το να προσφέρει τις θυσίες και τις προσευχές για τον λαό που εκπροσωπούσε στον Θεό, για να τον εκπροσωπήσει συναντώντας τον Λυτρωτή. Τα χέρια του γερασμένα. Όπως και τα χέρια των ανθρώπων, που παρά τον κόπο της ζωής, παρά την πίστη στην αλήθεια που είναι ο Θεός, παρά την συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους, αισθάνονται την ανημπόρια να νικήσουν τον θάνατο. Να παρατείνουν τη ζωή. Η γερασμένη όμως σωματικά καρδιά του Συμεών δεν έχει νικηθεί από την απόγνωση του θανάτου. Γιατί περιμένει την συνάντηση. Το παιδίον Ιησούς εναποτίθεται στα χέρια του. Η λήγουσα ζωή συναντά αυτήν που μόλις έχει αρχίσει. Πόσο να κράτησε η συνάντηση; Όσο η τελετουργία του νόμου και ο διάλογος με την παναγία. Λίγες στιγμές που καταξιώνουν τη ζωή του πρεσβύτη. Λίγες στιγμής που ανοίγουν ταυτόχρονα την οδό του θανάτου. Όχι όμως ως τέλος, αλλά ως νέα αρχή.
Το δεύτερο γεγονός ότι τη στιγμή της συνάντησης, της Υπαπαντής, ο Συμεών κρίθηκε και επέλεξε. Αναγνωρίζοντας τον Θεό θα μπορέσει πλέον να έχει ανοιχτά για πάντα τα μάτια της ψυχής του. Τώρα ξέρει τι τον περιμένει. Όχι το σκοτάδι της αβεβαιότητας, αλλά το φως της ζωής. Της κοινωνίας με τον Θεό που θα κρατήσει για πάντα. Αυτός που αγάπησε αφέθηκε στα χέρια του. Και ο ίδιος πλέον μπορεί να αφεθεί στα χέρια Εκείνου που θα λυτρώσει την ανθρωπότητα από κάθε θάνατο. Του κακού. Του εγωκεντρισμού. Των παθών. Της αίσθησης ότι μπορούμε και μόνοι μας. Του θανάτου να βλέπουμε τον πλησίον μας και να κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε. Του θανάτου να χρησιμοποιούμε τον άλλο ως αντικείμενο. Να μην αγαπούμε. Γι’ αυτό και ο Συμεών πλέον μπορεί να πεθάνει, όχι γιατί εκπληρώθηκε απλώς η προφητεία του Πνεύματος, αλλά γιατί έχει συναντήσει Αυτόν από τον Οποίο δε θα χωριστεί ποτέ.
Υπαπαντή. Η γιορτή που μας κάνει να βλέπουμε τη ζωή μας στην προοπτική της κάθε στιγμής που θα συναντιόμαστε με τον Χριστό. Στην πίστη. Στη ζωή της Εκκλησίας. Στο πρόσωπο του πλησίον μας. Η γιορτή που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι κρινόμαστε από εδώ, από τη ζωή μας και την πορεία της. Αν αναγνωρίζουμε τον Χριστό, αν Τον κοινωνούμε με τις αισθήσεις του σώματος και την κατάφαση της ψυχής, δηλαδή με όλη μας την ύπαρξη στο μυστήριο της Ευχαριστίας και στον τρόπο της Εκκλησία τότε δε θα πεθάνουμε. «Ακόμη κι αν αποθάνουμε, θα ζήσουμε». Γιατί όλες οι στιγμές μας, ο κόπος μας, η δημιουργικότητά μας, οι σκέψεις μας, οι ιδέες μας, οι σχέσεις μας, οι σταυροί μας, ό,τι ζούμε στη συνάντηση μαζί Του καταξιώνονται. Ότι δεν είναι τα νειάτα και τα γηρατειά που μας δίνουν χαρά και λύπη, αλλά η σχέση μας μαζί Του που νικά τον χρόνο. Αρκεί να μην γίνει Αυτός για μας σημείον πτώσεως, διότι θα Τον βλέπουμε και δε θα Τον αναγνωρίζουμε, αφήνοντας την καρδιά μας ανέγγιχτη από την αγάπη, από την εμπιστοσύνη στον λόγο Του, παραδομένη στο τι νομίζουμε εμείς πως είναι ο Μεσσίας.
Υπαπαντή. Η γιορτή της συνάντησης και της ελπίδας που δεν είναι μόνο πίστη. Είναι Πρόσωπο. Του Θεανθρώπου μας.
Κέρκυρα, 2 Φεβρουαρίου 2017