Χρειαζόμαστε άραγε σήμερα την πατρίδα; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, για τους πολλούς πατρίδα είναι ο τόπος καταγωγής και ο τόπος διαβίωσης. Είναι ρομαντισμός, μία ιδέα η οποία συγκινεί μειοψηφίες. Οι περισσότεροι, και ιδίως οι νεώτεροι, ζώντας σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, θεωρούμε ότι η πατρίδα είναι μία περιθωριοποιημένη έννοια. Προϋποθέτει άλλωστε το «εμείς» και ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχεί το «εγώ». Ο κόσμος της αποθέωσης της εικόνας, στην οποία νομίζουμε ότι βρίσκουμε νόημα με τα σχόλια των άλλων για το πρόσωπό μας, όπως κι ένα σωρό άλλες απασχολήσεις δεν μας αφήνουν χρόνο για να είμαστε «εμείς». Αν συνδυάσουμε τον ρυθμό της ζωής με τη λήθη που συστηματικά καλλιεργείται από το εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς υποβαθμίζεται ή αλλάζει προσανατολισμό το μάθημα της Ιστορίας, καταλαβαίνουμε γιατί τελικά η έννοια «πατρίδα» συμπίπτει με το «κράτος».
Κι όμως χρειαζόμαστε τον ρομαντισμό της πατρίδας. Χρειαζόμαστε την μνήμη των προσώπων εκείνων τα οποία έκριναν ότι αξίζει περισσότερο και από την ίδια τη ζωή τους να θυσιαστούν για τα «ιερά και τα όσια», δηλαδή για τον τόπο, την ιστορία, την μνήμη, τους άλλους, όπως αποτυπώνονται στην ταυτότητα του λαού μας. Στην αίσθηση του συλλογικού «εμείς», το οποίο αν πάψει να υφίσταται, θα αφήσει να ξεθωριάσει κάθε δεσμός που έχουμε οι άνθρωποι και με άλλες συλλογικότητες, όπως είναι η οικογένεια, το σχολείο, η θρησκευτικότητα. Χωρίς πατρίδα οι άνθρωποι δεν αισθανόμαστε ευθύνη για τους πολλούς, αλλά μόνο για τον εαυτό μας. Μια τέτοια νοοτροπία στην πράξη καθιστά τη ζωή επιβίωση. Ο άνθρωπος παύει να έχει προοπτική ένταξής του στην ιστορία. Θα είναι ένα άτομο το οποίο θα σβήνει και κανείς, αργά ή γρήγορα, δε θα το θυμάται, διότι ό,τι είναι εσωστρεφές και δεν παλεύει να αφήσει ίχνη για τους πολλούς, είναι καταδικασμένο στη διαγραφή από τον χρόνο.
Ίσως αναρωτηθούμε: όλοι όσοι πάλεψαν στα βουνά της Αλβανίας στον αγώνα του ’40 είναι γνωστοί σήμερα; Μας εμπνέουν; Τους θυμόμαστε; Προφανώς λίγους γνωρίζουμε με το όνομά τους. Όμως θυμόμαστε τη συλλογική τους αντίδραση εναντίον του εχθρού, ο οποίος δεν ήθελε μόνο να καταλάβει ένα έδαφος. Προσέβαλε την αξία της ελεύθερης ψυχής που χαρακτήριζε τον Έλληνα. Προσέβαλε την θρησκευτική του συνείδηση, τορπιλίζοντας την «Έλλη» το Δεκαπενταύγουστο του 1940 στην Τήνο. Προσέβαλε την επιθυμία του Έλληνα τα παιδιά του να ορίζουν τον εαυτό τους, ακόμη και το δικαίωμα να κάνουν λάθη. Την παράδοση του Έλληνα να παλεύει εναντίον των ισχυρών και «να μένει και μαγιά». Την αντίληψη της δικαιοσύνης που έχουμε.
Αυτή τη συλλογική αίσθηση και αντίδραση καλούμαστε οι μεγαλύτεροι να εμφυσήσουμε στους νεώτερους. Την οδό του «εμείς». Μέσα από την οικογένεια, τη σχολική τάξη, την ενορία, κάθε συλλογική δραστηριότητα, ακόμη και τον αθλητισμό. Όχι με ευχολόγια, αλλά με βάση την μνήμη και την παράδοση, που ξεκινούν από τη θρησκευτική πίστη και ζωή. Αρκετά ανεχτήκαμε τον αποχρωματισμό μας από αξίες, έναν αφελληνισμό γλωσσικό, θρησκευτικό, ιστορικό, εθνικό στο όνομα του μοντέρνου. Μπορούμε να κρατήσουμε ό,τι μας συνέχει ως κοινωνία, που είναι ο πατριωτισμός, και να διαλεχθούμε με το σήμερα. Κρίνοντάς το, δεχόμενοι ό,τι αξίζει και παλεύοντας εναντίον τού ό,τι μας αλλοτριώνει. Αυτό είναι το αληθινό μας χρέος!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 26 Οκτωβρίου 2016