Ο Βασίλης Καραποστόλης, καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ένας από τους λίγους σύγχρονους διανοούμενους που τολμά να υπερβαίνει την κομματική κριτική για τα τεκταινόμενα και να μην παραμένει σε ιδεολογικές αγκυλώσεις, αλλά να προτείνει τον αγώνα για την αλλαγή εντός μας. Να βρούμε νόημα. Να διαμορφώσουμε ταυτότητα που θα αντανακλά τα θετικά χαρακτηριστικά της ύπαρξης και της ζωής. Να διδαχθούμε από μορφές της Ιστορίας οι οποίες εργάστηκαν για το κοινό καλό, όπως οι εθνικοί ευεργέτες. Οι δάσκαλοι να μην ξεκινούν από το τι δεν τους προσφέρει το κράτος ή η κοινωνία, αλλά να δούνε τι μπορούνε οι ίδιοι να προσφέρουν στη νέα γενιά. Διαβάζοντας τα κείμενά του μπορούμε να αισιοδοξούμε. Να δούμε όχι αυτό που δεν έχουμε, αλλά αυτό που μπορούμε να γίνουμε. Ο λόγος του αποτυπώνει μία πρόταση ήθους και ζωής που νοηματοδοτεί και καλεί τον καθέναν μας να αφυπνιστεί.
Το νέο του βιβλίο «Το Θάρρος που κοιμάται- επιστολές σ’ έναν νεαρό φίλο» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ) είναι μία τετραμερής επιστολή σ’ έναν νέο άνθρωπο, τον Λίνο, μέσα από την οποία ο συγγραφέας δίνει ένα όραμα ζωής αντλημένο από ανθρώπους απλούς και καθημερινούς, οι οποίοι «μπόρεσαν αυτό που ήθελαν» (σελ. 28). Ανθρώπους οι οποίοι, ακόμη κι αν δεν είχαν τίποτα, «είχαν την ψυχή τους» (σελ. 29). Και προχώρησαν με όπλο ένα θάρρος, το οποίο έγινε ανδρεία. Αυτό το θάρρος που κοιμάται είναι η πρότασή του για τη νέα γενιά. Αυτή που συνηθίζει να της αρέσει «η νωθρότητα περισσότερο κι από την επιτυχία» (σελ. 33).
«Αρνήσου όσες περισσότερες ευκολίες μπορείς» (σελ. 40). «Μη μεταφέρεις τις ευθύνες που σου αναλογούν σε άλλους» (σελ. 40). «Φαντάσου ότι πολλά εξαρτώνται από σένα... δοκίμασε να αναλάβεις πολύ περισσότερα απ’ αυτά που θα προτιμούσες» (σελ. 41). «Μη μένεις στη λύπη για τις δοκιμασίες της ζωής. Μη μένεις την απογοήτευση γιατί η κοινωνία, το κράτος, το σύστημα δε σου δίνει αυτό που θα ήθελες...Η λύπη μας κάνει να μένουμε ζαρωμένοι, ασάλευτοι, πληγωμένοι, να γλείφουμε τα τραύματά μας, να ναρκωνόμαστε στον πόνο μας, να γινόμαστε στρεψόδικοι: να κακιώνουμε με την τύχη, με τη μοίρα ή και με τον Θεό επειδή μας διάλεξαν για να γίνουμε θύματα. Ο λυπημένος δεν εξεγείρεται ούτε υποτάσσεται . απλώς αυτοεγκαταλείπεται» (σελ. 55).
Θάρρος σημαίνει «κινούμαι για να ξεπεράσω τον φοβητσιάρη εαυτό μου, αυτόν που τρέμει μήπως του λείψει το ένα ή το άλλο» (σελ. 65). «Θάρρος σημαίνει θετική δράση, κατίσχυση του Εκούσιου πάνω στο Ακούσιο» (σελ. 69). Θάρρος σημαίνει την απόφαση να παλέψω να σώσω και «σώζω σημαίνει σώζομαι» (σελ. 69). «Με την αυτοκτονία διαμαρτύρεσαι και αποχωρείς, με την αυτοθυσία αποχωρείς και την ίδια στιγμή εργάζεσαι για τα μετέπειτα» (σελ. 73). «Ήρωας είναι ο άνθρωπος που ηθελημένα παύει να επαφίεται στους άλλους ανθρώπους. Δεν είναι από περιφρόνηση η επειδή σιχάθηκε την μετριότητά τους. Το ένστικτό του αξιώνει απ’ αυτόν το κατ’ εξαίρεσιν, να πράξει αυτό που οι άλλοι αδυνατούν να πράξουν. Οι άθλοι δεν επιτελούνται συνεταιρικά. Ένας θα τους επωμιστεί και θα ‘ναι πολύ πιο μπροστά απ’ τους πολλούς, όχι υπέρ ή εναντίον τους» (σελ. 91).
Αυτός ο δρόμος δεν είναι όμως μόνο για λίγους ή για τους άλλους. Μπορεί να είναι ο δικός μας, ο προσωπικός δρόμος. Αυτό επιτυγχάνεται όταν λειτουργεί η συνείδησή μας. «Γεννήθηκα για να γίνω συνειδητός» (σελ. 139) σε ό,τι κάνω. «Αρνούμαι να υποκύψω στις συμπτώσεις, όπως και σε έναν απόλυτο προκαθορισμό» (σελ. 139). Αρνούμαι να κάνω εκπτώσεις στη συνείδησή μου, διότι αισθάνομαι ότι στον αέρα πλανιέται «η αιδώς» (σελ. 118) και την ίδια στιγμή πιστεύω. «Δεν γίνεται να πας πολύ μακριά αν λείψει το θάρρος και θάρρος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς μια κάποια πίστη, που δεν είναι ανάγκη να είναι του ευλαβούς, του ζηλωτή ή του προσήλυτου. Πίστη είναι μια σταθερότητα, ένα κέντρο βάρους χωρίς πνευματική δυσκινησία. Η πίστη είναι στην ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια ή κάποιον προορισμό που βρίσκεται μέσα και έξω από σένα» (σελ. 141).
Την ίδια στιγμή ο καθένας μας, μέσα στη συνείδησή του, χωρά ως αποστολή όλη την ανθρωπότητα. Μπορεί εγώ να μη βλάπτομαι από τις πράξεις μου, ακόμη κι αν παραβιάζουν το ήθος. Όμως βλάπτεται η ανθρωπότητα. Έχει αξία να νιώθουμε ότι ο ένας εκπροσωπεί τον καθέναν, όπως θα έπρεπε να είναι ο καθένας. Κι αυτό το όπως θα έπρεπε δεν είναι αγγαρεία, αλλά είναι νόμος στον οποίο μπορούμε να συμβάλουμε, να αισθανόμαστε «θεσμοθέτες ευταξίας». Ήσυχη συνείδηση τελικά έχει αυτός που μπορεί να πει: «Παίρνω όσα μου αναλογούν». «Αναλαμβάνω την ευθύνη για όσες τυχόν βλάβες έχω προκαλέσει». «Ό,τι αποκτώ για την ευτυχία μου, δεν το αφαιρώ από την ευτυχία τω άλλων» (σελ. 165).
Υπάρχουν «το Μέτρον, η Ισορροπία, η Αρμονία» (σελ. 146). Το κακό δεν είναι ισόβαθμο του καλού. Είναι έκπτωσή του. Είναι το μη ον έναντι του όντος. Μπορεί το κακό να μην θεραπεύεται εύκολα, δεν κατακτά όμως ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γι’ αυτό και μέσα στην αληθινή αγάπη δεν βλέπουμε μόνο αυτό που είναι ο άλλος. «Αγαπούμε και τις δυνατότητές του». Το ίδιο και σε μας. Προστατεύομε την επιθυμία να είμαστε δημιουργικοί. Πορευόμαστε με ταπείνωση και όχι με οίηση. «Παλεύουμε για να ζούμε στο ακέραιο» (σελ. 195). Και την ίδια στιγμή «θα πάρουμε μαζί μας στην αιωνιότητα ό,τι αγαπήσαμε» (σελ. 173)
Όλα αυτά θέλουν παραδείγματα, διδαχή και κυρίως αποφασιστικότητα να πάμε κόντρα στο ρεύμα εκούσια. Και επειδή δεν περιμένουμε να δούμε στο σύστημα και στα είδωλά του τέτοια πρότυπα, ο συγγραφέας προτείνει να αναζητήσουμε «τους ιχνευτές της αλήθειας και της ομορφιάς» (σελ. 194), όχι όμως για να γίνουμε αντιγραφείς ή απλώς θεματοφύλακες του θησαυρού τους. Να μιμούμαστε «την ορμή που γέννησε σπουδαία έργα και την τέχνη που σμίλεψε την μορφή τους» (σελ. 194), τουτέστιν ο καθένας μας να αποφασίσει να βρει το δικό του θάρρος που κοιμάται και την ίδια στιγμή να καλλιεργήσει τα όποια χαρίσματά του, πολεμώντας αυτούς που θέλουν να μας ρίξουν στο τίποτα.
Δεν είναι ηθικολογία ο δρόμος αυτός. Είναι η εμπειρία της ζωής των δημιουργικών ανθρώπων. Ενός αγρότη που κουβαλά το φορτίο του όχι ως αγγαρεία, αλλά επειδή είναι η δουλειά του και ο μόχθος του. Ενός γυμνασιάρχη παπά, ο οποίος ξεκινά με το να μαθαίνει στους μαθητές του πρώτα το Γράμμα, το «ορθό» στα γράμματα, την ακρίβεια, τη σύνταξη, τη λέξη, και μετά να τους ανοίγει το δρόμο για το Πνεύμα. Μιας Μικρασιάτισσας προσφυγοπούλας που ασκήθηκε στην στέρηση αλλά δεν απεμπόλησε την ψυχή της. Ενός δασκάλου που η ανταμοιβή του ήταν να τρώει με μεγαλύτερη όρεξη μετά την προσφορά το φαγητό του. Ενός γεωπόνου που έφτασε σε γεράματα, αλλά δεν άφησε το κλαδευτήρι και τη σχέση με τη γη. Ένας Σκωτσέζου ιερέα που ενέπνευσε δύο γυναίκες να παλέψουν ενάντια στην αυθαιρεσία των βιομηχάνων της πόλης που έμεναν και που το τέρας της κερδοφιλίας τους έκανε να καταπίνουν οτιδήποτε νεανικό είχε η πόλη και οι άνθρωποί της στο βωμό του χρηματικού ειδώλου.
Ο δρόμος του καθηγητή Καραποστόλη είναι αξιακός. Είναι δρόμος που ζητά κόπο και όχι ευκολία. Πίστη που σε οδηγεί στο αιώνιο και στον δρόμο του Απόλυτου και όχι σε θρησκοληψία. Ελευθερία και όχι φανατισμό. Δημιουργικότητα και όρεξη, όχι παρασιτισμό. Είναι δρόμος αληθινής παιδείας, η οποία σε βάθος χρόνου γεννά ανθρώπους που έχουν νόημα στη ζωή. Θα βρούμε τον τρόπο να ξυπνήσουμε το κοιμισμένο θάρρος μας και να αποτινάξουμε την αυτοπαράδοση μας σε έναν πολιτισμό και μια κοινωνία που μας κρατά φοβισμένους και κλινικά νεκρούς; Να γίνουμε «αδέκαστοι», αυτοί που αντιστέκονται στο «όλα επιτρέπονται» και που έχουν αποφασίσει ότι υπάρχει η έννοια του «κοινού αγαθού» και όχι του ατομικού συμφέροντος μόνο (σελ. 163); Η απάντηση είναι προσωπική και την ίδια στιγμή το μεγάλο ΝΑΙ γεννά τις προϋποθέσεις για μια αλλιώτικη κοινωνία!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 8 Σεπτεμβρίου 2016