Ο σύγχρονος άνθρωπος, επιθυμώντας την ελευθερία του, μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων που έχει απεμπολήσει είναι και αυτή του παιδιού. Το παιδί δεν είναι αυτόνομο. Είναι εξαρτημένο από την αγάπη των γονέων του και κρεμασμένο από την αγκαλιά τους. Το παιδί δεν αποφασίζει για τον εαυτό του, αλλά ζητά τη γνώμη των γονέων του. Το παιδί, ακόμη κι αν έχει διαφορετική άποψη για πράγματα και καταστάσεις της ζωής του, οφείλει να συζητά και να βρίσκει από κοινού λύσεις με τους γονείς του. Συχνά οι γονείς έχουν από το παιδί τους την απαίτηση της απόλυτης υπακοής. Φοβούνται την ελευθερία του παιδιού και δεν του τη δίνουν από καρδιάς, όταν εκείνο τη ζητεί ή δεν του τη δίνουν καθόλου. Ο σύγχρονος άνθρωπος λοιπόν, θέλοντας να είναι ελεύθερος, απορρίπτει την ιδιότητα του παιδιού και ό,τι του την θυμίζει, όχι μόνο τη γονεϊκή στάση έναντί του, αλλά και οποιαδήποτε αυθεντία μοιάζει να του περιορίζει την ελευθερία, τον Θεό, το κράτος, τους δασκάλους, τη διανόηση. Απόλυτο κριτήριο το «εγώ» του. Και το υπερτροφικό εγώ δείχνει μία ύπαρξη η οποία θέλει να αποφασίζει για τα πάντα με γνώμονα τα δικά της κριτήρια και την ίδια στιγμή να αδιαφορεί ή και να απορρίπτει όλους τους λόγους για τους οποίους κάποιος άλλος θα μπορούσε να την νουθετήσει. Ακόμη και την αγάπη.
Παραδομένος σε μία ψυχολογικοποιημένη ερμηνεία των σχέσεων ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται ότι η όποια παράδοσή του στην ιδιότητα του παιδιού του στερεί την προσωπικότητά του. Το παράδοξο είναι ότι έχει μεταφέρει αυτή τη λογική και στη σχέση με τα δικά του παιδιά. Προσπαθώντας να μην περιορίσει την ελευθερία του «εγώ» τους, δε βάζει κανένα όριο στη συμπεριφορά τους, στα δεδομένα τους, στις προοπτικές τους, με αποτέλεσμα και εκείνα να μην αισθάνονται παιδιά, αλλά να ζητούν και να θέλουν ως ανεξάρτητοι άνθρωποι, κάτι όμως που υπερβαίνει τη φυσικότητα του χρόνου. Από τη φύση μας είμαστε προορισμένοι να είμαστε παιδιά, πριν μεγαλώσουμε. Να έχουμε την ανάγκη των μεγάλων. Και η ανάγκη δεν είναι μόνο ο δρόμος της επιβίωσης. Είναι συναισθηματική. Είναι σχεσιακή. Είναι διδακτική. Είναι κυρίως η ανάγκη της αγάπης. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει να μεγαλώνει πρόωρα. Να χάνει την παιδικότητά του όταν δεν είναι καιρός. Γιατί κάτι τέτοιο μαρτυρεί μία βίαιη απόπειρα ωρίμασης, η οποία όμως αν δε γίνει στην ώρα που ταιριάζει στον καθένα, επιφέρει μεγάλες δυσκολίες.
Βέβαια το σύστημα της εποχής μας, κυρίως το πολιτιστικό και το ιδεοληπτικό, επευλογεί την απεμπόληση της παιδικότητας. Ζητά ελεύθερους ανθρώπους και επικροτεί την ισοπέδωση των αξιών η οποία συνοδεύει την αποκαθήλωση του πατρικού και γονεϊκού προτύπου. Δεν υπάρχουν αυθεντίες για το σύστημα της εποχής. Και κάθε φορά που οι νέοι αλλά και γενικότερα οι άνθρωποι χτυπούνε τους θεσμούς, θεωρούνται δυναμικοί και απελευθερωμένοι. Ιδίως όταν απορρίπτουν τη θρησκεία και τον Θεό, βρίσκουν ευήκοα ώτα στο σύστημα. Η ιδιότητα του Θεού ως Πατέρα ενοχλεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα. Διότι ο Θεός ως Πατέρας αγαπά. Και προτείνει, δια του Ευαγγελίου, ό,τι μπορεί να δώσει νόημα και προσανατολισμό στη ζωή των παιδιών Του, αλλά έτσι αυτά αισθάνονται ότι είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τον δρόμο αυτό και αυτό αντίκειται στο δικό τους θέλω.
Όμως ο Θεός δεν παύει να είναι Πατέρας. Δεν είναι μόνο ότι μας δημιούργησε. Είναι και ότι μας αναγέννησε στο πρόσωπο του Υιού Του. Και η εκ νέου γέννησή μας περιλαμβάνει το Βάπτισμα, τον Σταυρό και την Ανάσταση. Το Βάπτισμα δεν είναι μόνο το μυστήριο της κολυμβήθρας. Είναι το βάπτισμα της μετανοίας, δηλαδή του αναπροσανατολισμού της ζωής μας. Είναι το βάπτισμα στο αίμα της θυσίας, που έχει να κάνει με τον αγώνα για παραίτηση από ό,τι δικαιούμαστε, από ό,τι μας ευχαριστεί αλλά διαλύει τη σχέση μας με τους άλλους, από ό,τι δεν μας επιτρέπει να ζούμε με ελεύθερη από πάθη καρδιά. Ο Σταυρός είναι θάνατος. Θάνατος του θελήματός μας. Θάνατος της επιθυμίας να ζούμε χωρίς Θεό. Θάνατος της αίσθησης ότι το να είσαι παιδί σημαίνει ανωριμότητα και καθήλωση και επιλογή της ζωής της υιότητας που πηγάζει από την αγάπη. Γιατί στη σχέση μας με τον Χριστό το να είσαι παιδί Του σημαίνει όχι να μην εργάζεσαι για τίποτε, αλλά να μη σε καταβάλλει το άγχος. Σημαίνει όχι το να μην έχεις άποψη, αλλά να θέλεις η άποψή σου να στηρίζεται στο Ευαγγέλιο Του και να Τον εμπιστεύεσαι στη χαρά και τη λύπη. Έχοντας σχέση υιότητας με τον Χριστό αφήνουμε κάθε φόβο μας να πεθάνει. Ακόμη και τον φόβο του θανάτου. Η Ανάσταση είναι η χαρά της υιοθεσίας. Η Ανάσταση είναι η βεβαιότητα της καινής κτίσης, η οποία μας συμπεριλαμβάνει. Είναι η δοξολογία και η ευχαριστία ακόμη και για τα δύσκολα. Είναι η αφιέρωση στο να μοιραστούμε με τους άλλους την εμπιστοσύνη στο θέλημά Του και την ίδια στιγμή η έξοδος από την αίσθηση ότι μόνο αν δικαιωθούμε έχει νόημα η ζωή μας. Ανάσταση είναι η εκ της καρδίας συγχώρεση. Όχι με την αυταρέσκεια της δικαίωσης, αλλά με την χάρη της αγάπης και της ταπείνωσης. Βάπτισμα, Σταυρός και Ανάσταση είναι η αληθινή ελευθερία!
Στην Εκκλησία βρίσκουμε τη ζωή της υιότητας. Στην Εκκλησία ο Θεός είναι Πατέρας. Και οι νουθεσίες που ακούμε από αυτούς που θέλουν να είναι γνήσιοι πνευματικοί πατέρες, αποτελούν στοιχείο της υιϊκής ζωής. Γιατί αποσκοπούν στην ελευθερία μας. Ο πνευματικός πατέρας είναι αυθεντικός αναγεννητής εν Χριστώ του ανθρώπου, όταν μιλά και διδάσκει με τη δική του ζωή το Βάπτισμα, τον Σταυρό, την Ανάσταση. Την οδό της Εκκλησίας δηλαδή. Όταν δεν αποσκοπεί στη θεραπεία των δικών του αναγκών ούτε στην οπαδοποίηση, αλλά διδάσκει Χριστό. Και ακόμη κι αν δε βρίσκει ανταπόκριση ο δρόμος και ο τρόπος του, εκείνος δεν παύει να νουθετεί, να προσεύχεται, να προχωρεί κατά Θεόν. Και είναι μοναδική αυτή η σχέση, διότι ο πατέρας μία φορά γεννά τα παιδιά του. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου, που γράφει στους Κορινθίους: «ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας . εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α’ Κορ. 4, 14-15). «Σας συμβουλεύω όπως ο πατέρας τα αγαπημένα του παιδιά. Γιατί κι αν ακόμη έχετε χιλιάδες δασκάλους στη ζωή σας με τον Χριστό, δεν έχετε πολλούς πατέρες αλλά μόνο έναν. Στη σωτήριο οικονομία του Ιησού Χριστού, εγώ σαν πατέρας σας γέννησα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου».
Και αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Όχι το να κάνεις το θέλημά σου, αλλά να αγαπάς και να προχωρείς πιο πέρα από αυτό. Να εμπιστεύεσαι τον Θεό, τη διδαχή και τη σχέση που οδηγεί στην αναγέννηση της καρδιάς, δηλαδή να βλέπεις τον Θεό ως Πατέρα σου και την ίδια στιγμή εκείνους που βοηθούν στην πορεία της υιότητας ως συνεργούς στο έργο Του. Όχι ως αυθεντίες που θέλουν γκρέμισμα γιατί σου στερούν την ελευθερία. Αλλά ως ευλογημένες παρουσίες που δια της πατρικής φροντίδας αποσκοπούν στο να σε βοηθήσουν στην ελευθερία της αγιότητας. Κι εδώ υπάρχει η αγάπη. Η αυθεντική και διαρκής. Που οδηγεί σε μία ωρίμαση όχι βίαιη και συντριπτική της αληθινής ανάγκης για ελευθερία, αλλά ως συνοδοιπορία προς αυτήν.
Αυτός ο δρόμος δεν περιορίζεται μόνο στη θρησκευτική ζωή, αλλά έχει νόημα και στη σχέση των γονέων και των παιδιών, των θεσμών με τους πολίτες, των δασκάλων με τους μαθητές. Βάπτισμα, σταυρός και ανάσταση από την μία και πνεύμα υιότητας από την άλλη, αποτελούν τις προϋποθέσεις για γνήσια ελευθερία. Ας εξετάσουμε και ας σπουδάσουμε αυτήν την μοναδική οδό!
Κέρκυρα, 28 Αυγούστου 2016