7/16/16

ΒΟΥΛΟΜΑΙ ΣΕ ΔΙΑΒΕΒΑΙΟΥΣΘΑΙ

             
   Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από αλήθεια στη ζωή μας ή από αυτό που θα θέλαμε να είναι η αλήθεια. Ζούμε σε καιρούς δύσκολους, χωρίς αληθινή παρηγοριά. Από την άλλη στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας θέλουμε να είμαστε αποδεκτοί. Θέλουμε οι άλλοι να μας αποδέχονται γι’  αυτό που είμαστε. Συχνά αρκούμαστε στο να προσποιούνται ότι μας αποδέχονται. Και βέβαια αυτό συμβαίνει και από τη δική μας πλευρά. Η κρίση των καιρών μας έχει κάνει καχύποπτους απέναντι σε όσους μας δίνουν διαβεβαιώσεις. Η ανάγκη όμως για αποδοχή μας οδηγεί στο να αποδεχόμαστε λόγους που η στοιχειώδης κριτική και αυτοκριτική θα οδηγούσε στο αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν είναι αληθινοί. Μας αρέσουν τα παραμύθια και οι μαγικές εικόνες, ίσως διότι δεν είμαστε σε θέση να δούμε τον αληθινό εαυτό μας και κυρίως επειδή δε θέλουμε να αποφασίσουμε να αλλάξουμε.  Γιατί η αλήθεια είναι πρόκληση αλλαγής. Και γι’  αυτό όποιος μας διαβεβαιώνει ότι καλούμαστε να ακολουθήσουμε δύσκολους δρόμους, δεν είναι αρεστός. Είναι πλατιά η πύλη της απώλειας και στενή και τεθλιμμένη η οδός για όσους αναζητούν με την ύπαρξή τους, με την ψυχή τους την αλήθεια.
                Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί μία ισχυρή φράση γράφοντας στον μαθητή του Τίτο, επίσκοπο Κρήτης: «βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι, ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ» (Τίτ. 3, 8). «Θέλω να βεβαιώνεις τους λόγους της πίστης με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Ο Παύλος είναι βέβαιος για την αλήθεια των λόγων της πίστης και μεταδίδει την αλήθεια τους στον μαθητή του. Την ίδια στιγμή ζητά από εκείνον να γίνει συνεχιστής αυτής της μαρτυρίας και να διαβεβαιώνει την αλήθεια των λόγων όχι μόνο με τη διδαχή τους στους ανθρώπους, αλλά και με το παράδειγμά του. Με  τον τρόπο αυτό οι όποιοι λόγοι καθίστανται βίωμα ενός ηγέτη, καθώς ο Τίτος ήταν επίσκοπος, επικεφαλής της χριστιανικής κοινότητας, του λαού του Θεού.
Θα ήταν μία εύκολη ηθικολογική παραίνεση ο λόγος του Παύλου. Για κάποιους θα ήταν ένας εγωκεντρισμός και την ίδια στιγμή μία πιθανή παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία. Για να λέει ο Παύλος στον Τίτο να διαβεβαιώσει με την προσωπική του μαρτυρία, σημαίνει ότι και ο ίδιος ο Παύλος εκφράζει μία τέτοια διαβεβαίωση, με τη δική του προσωπική μαρτυρία. Αυτό, ιδίως στην εποχή μας, μοιάζει μάλλον αδιανόητο. Ζούμε σε έναν παντοδύναμο ατομοκεντρισμό. Το «εγώ»  μας αναπτύσσεται με κριτήριο τη δική μας σκέψη, τα δικά μας συναισθήματα, τη δική μας βούληση. Μεγαλώνουμε, αναπτυσσόμαστε, παιδαγωγούμαστε ότι εκ φύσεως ξέρουμε τι είναι καλό για μας και δεν έχουμε ανάγκη ούτε από διαβεβαιώσεις ούτε από παραδείγματα. Ο πολιτισμός μας μάς δίνει δικαίωμα λόγου. Μπορούμε να σχολιάζουμε τους πάντες και τα πάντα, με μία οίηση και με μία αίσθηση αυτο-αυθεντίας που κυριολεκτικώς σαρώνει κάθε άλλη άποψη. Ακόμη και η επιχειρηματολογία μας ελάχιστη σεμνότητα διαθέτει. Χρησιμοποιούμε λόγους και απόψεις, κάποτε αυθεντικούς και αληθινούς, αλλά με τρόπο μερικό και αποσπασματικό, μη μπορώντας να δούμε το συνολικό πλαίσιο ένταξής τους. Γι’  αυτό και στους δρόμους και της πίστης αυτοαναγορευόμαστε ως είτε οι αυθεντικοί ερμηνευτές είτε οι έχοντες σκέψη και λόγο αληθείας επειδή είμαστε εμείς. Και αναζητούμε αντίστοιχους εκφραστές ή ποδηγέτες τέτοιων στάσεων ζωής μόνο και μόνο για να αυτοδικαιωθούμε ή να κατηγορήσουμε ή να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας.
Ο λόγος του Παύλου όμως δεν είναι αναμάσημα απόψεων άλλων ή καρπός αυτοδικαίωσης. Είναι αυθεντικό βίωμα εμπειρίας Θεού. Κοινωνίας με τον ίδιο τον Χριστό και την ίδια στιγμή απόσταγμα πορείας αγάπης, ιεραποστολής, μαρτυρίου, θυσίας, κυοφορίας ανθρώπων εις Χριστόν. Δεν μιλά για μία εμπειρία άλλων, αλλά για μία κατάσταση που ζει ο ίδιος. Γι’  αυτό και είναι λόγος αυθεντικός. Την ίδια στιγμή είναι λόγος δικαιωμένος από την Εκκλησία. Δεν εξέφρασε μία προσωπική μαρτυρία, προσωπική διαβεβαίωση, αλλά έθεσε όχι μόνο την άποψή του αλλά τον ίδιο τον εαυτό του στην κρίση της Εκκλησίας. Και ήδη η Εκκλησία από την εποχή του τον είχε καταστήσει αυθεντία. Τον είχε αποδεχτεί και ως πρόσωπο, ως Παύλο τον Ταρσέα, και ως θεσμό, ως τον ιδρυτή κατά τόπους Εκκλησιών, αποδίδοντάς του ένα κύρος μοναδικό. Και ο λόγος του παραμένει εν ισχύι, όντας αποτυπωμένος στην Αγία Γραφή, διότι στους αιώνες παραμένει αυθεντικός. Και ο χρόνος μάς διαβεβαιώνει για την αλήθεια του. Άντεξε. Και θα αντέχει.
Είναι αυθεντικός λοιπόν ο λόγος του Παύλου διότι είναι μία πρόκληση αλλαγής. Μία πρόκληση εξόδου από το εγώ μας. Πρόκληση υπέρβασης του εαυτού μας, των φόβων μας, των αγωνιών μας, των όσων μας ταλαιπωρούν. Πρόκληση εξόδου από την παντοδυναμία της προσωπικής μας αλήθειας. Στην Εκκλησία είναι η αλήθεια. Στην πίστη. Στο Ευαγγέλιο. Στους αγίους που άντεξαν στους αιώνες. Και αν για κάτι κυρίως αγιάζουν όσοι αγιάζουν δεν είναι για το μεμονωμένο και μερικό των λόγων τους, αλλά για την εναπόθεση της ελπίδας τους και την κατάθεση της αλήθειας τους στο σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία και στην ετοιμότητά τους να ζήσουν τόσο το μαρτύριο της συνειδήσεως όσο και το μαρτύριο του αίματος, για να μην μπορεί τίποτε να τους χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. 
Οι ανά τους αιώνες αιρετικοί δεν είχαν ούτε θα έχουν αυτά τα τρία κριτήρια. Την εμπειρία σε προσωπικό επίπεδο του Χριστού. Την ταπείνωση να θέτουν την αλήθεια τους στην κρίση της Εκκλησίας με σεμνότητα συνήθως, αλλά και τη δέουσα μαχητικότητα, η οποία όμως δεν αποσκοπεί στην εξουθένωση και τη διάλυση των άλλων, αλλά στον φωτισμό τους. Και το αντέχουν τόσο τα πρόσωπά τους όσο και οι θέσεις τους στον χρόνο, στην αυθεντία του σώματος του Χριστού που πορεύεται. Οι αιρετικοί συστήνουν δικές τους εκκλησίες, για να δημιουργήσουν μία νέα παράδοση, προσελκύοντας όλους εκείνους που γοητεύονται από την αίσθηση της μαχητικότητας, της προσωπικής ερμηνείας, της παρηγοριάς που ξεγελά, του αταπείνωτου φρονήματος, μίας εγωιστικής βεβαιότητας ότι έχουμε δίκιο. Ο δρόμος εκτός Εκκλησίας είναι δρόμος ταλαιπωρίας και οδηγεί στον κρημνό της απώλειας τόσο στον χρόνο όσο και στην αιωνιότητα, παρότι το έλεος του Θεού είναι πάντοτε αμέτρητο και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι δίνει στον κάθε άνθρωπο προσωπικά. Γι’  αυτό και επιλέγουμε να είμαστε εντός της Εκκλησίας. Για να κρατιόμαστε στην αυθεντικότητα. Αρκεί να έχουμε σεμνότητα ψυχής, ώστε ακόμη και οι απόψεις μας ή η χρήση απόψεων άλλων που γεύτηκαν την εμπειρία του Χριστού, να μην μας αναγορεύουν σε αυτο-αυθεντίες, αλλά με σεβασμό προς το σώμα του Χριστού να εκφραζόμαστε χωρίς φόβο μεν, χωρίς όμως να γινόμαστε και τιμητές των πάντων που διαφωνούν με μας.
Το κριτήριο του εγωκεντρισμού πέρασε από την αίρεση στον πολιτισμό. Ο σύγχρονος πολιτισμός υιοθετεί, είτε το κατανοεί είτε όχι, τον τρόπο της αίρεσης. ΜΜΕ, τέχνη, πολιτική, αθλητισμός, σύγχρονη κουλτούρα, παιδεία, διανόηση θεοποιούν την προσωπική έκφραση με θέλοντας να τη θέσουν στην κριτική του σώματος, κάθε είδους. Ίσως γιατί είναι δύσκολο να ενταχθούμε σε σώμα το οποίο προϋποθέτει πνεύμα ταπείνωσης και μαθητείας. Μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε ότι η ελευθερία μας, για να έχει νόημα, χρειάζεται να συνδέεται με την αγάπη και την ταπεινότητα και κυρίως να συναντά αυθεντικά το πρόσωπο του άλλου. Να θέλει να δώσει και να πάρει. Να ξεκινά πρώτα από το να μάθει, να ακούσει, να προσλάβει και στη συνέχεια να κυοφορήσει αλήθειες, τις οποίες να προτείνει. Λείπει το μπόλιασμα του πολιτισμού από την Εκκλησία. Και παρά τη συνεχόμενη αποτυχία νοηματοδότησης, τον ακολουθούμε άβουλοι, επειδή κλείνουμε τα μάτια στην ζώσα παρουσία του Χριστού. Ως μέλη του σώματός Του ας κάνουμε το βήμα φανέρωσης της όντως Αλήθειας στη ζωή και τους άλλους και Εκείνος θα φωτίσει.

Κέρκυρα, 17 Ιουλίου 2016