Πόσο η καρδιά μας είναι δοσμένη σε ό,τι κάνουμε, με όποιους συνδεόμαστε; Πόσο η καρδιά μας δίνεται στον Θεό; Τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με τον τρόπο που επιλέγουμε στη ζωή μας να ακολουθήσουμε δρόμους, τρόπους, ανθρώπους, αλλά και με το πώς διαχειριζόμαστε τις λύπες και τις δυσκολίες μας. Δεν μας αρέσει να χάνουμε. Δεν μας αρέσει να υποτασσόμαστε στο αναγκαίο, να ακολουθούμε δηλαδή δρόμους ή ανθρώπους γιατί είμαστε αναγκασμένοι. Έχουμε πλαστεί ελεύθεροι και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα όταν δεν έχουμε περιθώρια επιλογών.
Αυτό συμβαίνει και στη σχέση μας με τον Θεό. Συνήθως δύο είναι οι μεγάλες μας δυσκολίες. Η αίσθηση ότι ο Θεός ζητά από εμάς να τηρήσουμε τις εντολές του και αυτές έρχονται σε αντίθεση με την βαθιά επιθυμία μας να είμαστε ελεύθεροι για να μπορούμε να ικανοποιούμε τα θέλω μας. Η δεύτερη δυσκολία έγκειται στην ανταμοιβή. Όταν βιώνουμε δοκιμασίες και δεν αισθανόμαστε ότι ο Θεός είναι παρών, ότι βλέπει τι συμβαίνει, ότι θα παρέμβει για να αντιμετωπιστεί η δυσκολία, τότε η καρδιά μας δυσκολεύεται να παραμείνει κοντά Του. Παρότι θα θέλαμε, παρότι η πρόθεσή μας είναι θετική, εντούτοις βλέπουμε ότι τόσο η ελευθερία μας όσο και ο δικός μας τρόπος θέασης του κόσμου και της ζωής δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αφοσιωμένοι, αληθινά πιστοί.
Στην πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα των Ιεροσολύμων οι πιστοί είχαν να αντιμετωπίσουν μία μεγάλη δυσκολία: τον πρώτο διωγμό που ανέκυψε μετά την θανάτωση του αγίου Στεφάνου από τους φανατικούς Ιουδαίους. Ο διωγμός όμως αυτός έβγαλε πολλά καλά. Οι χριστιανοί συνειδητοποίησαν ότι εάν πιστεύουν στον Χριστό, η ζωή τους πρωτίστως θα είναι σταυρός και δε θα διαδοθεί το μήνυμα του Ευαγγελίου μέσα από την άνεση. Αναγκάστηκαν πολλοί εξ αυτών να μετακινηθούν και αυτό αύξησε τον αριθμό των πιστών, διότι οι πρώτοι χριστιανοί είχαν στην καρδιά τους την αίσθηση ότι η αποστολή τους δεν εξαντλούνταν μόνο στην προσωπική τους πίστη και αρετή, αλλά και στο μοίρασμα αυτής της πίστης με τους άλλους ανθρώπους. Έτσι ιδρύθηκαν νέες χριστιανικές κοινότητες, ιδίως σε περιοχές όπου δέσποζε το ειδωλολατρικό στοιχείο. Ένα δυσάρεστο και κακό γεγονός, όπως ήταν το μαρτύριο του αγίου Στεφάνου, έδωσε ώθηση στην χριστιανική πίστη να συναντήσει κι άλλους ανθρώπους.
Στην Αντιόχεια της Συρίας η Εκκλησία των Ιεροσολύμων απέστειλε τον απόστολο Βαρνάβα, για να μιλήσει και να ενισχύσει την εκεί χριστιανική κοινότητα. Ο απόστολος διαπίστωσε ότι υπήρχε χάρις Θεού, διάθεση καλή και απόφαση να παραμείνουν πιστοί οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως των δυσκολιών. Τους προέτρεψε τότε «τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω» (Πράξ. 11, 23). Να μένουν δηλαδή αφοσιωμένοι στον Κύριο, με όλη τους την καρδιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά οι μαθητές του Ιησού Χριστού να ονομαστούν «χριστιανοί», διότι η κοινότητα αυξήθηκε χάρις και στον ερχομό του αποστόλου Παύλου.
Ο λόγος του Βαρνάβα να παραμένουν με την πρόθεση της καρδιάς τους αφοσιωμένοι στον Κύριο είναι πολύτιμος και για μας σήμερα. Σε μία εποχή κατά την οποία δε δίνουμε την καρδιά μας, διότι θεωρούμε πως τα πάντα υπάρχουν για μας, τα πάντα μας ανήκουν ή θα έπρεπε να μας ανήκουν, η προτροπή αυτή δείχνει τον δρόμο της πίστης. Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι εμπιστεύομαι απόλυτα το θέλημα του Θεού, χωρίς να λυγίζω από τις όποιες δυσκολίες. Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι έχω αποφασίσει πως η σχέση μου με τον Θεό είναι το παν, προηγείται οποιασδήποτε άλλης σχέσης και όλα τα άλλα διαμορφώνονται με κριτήριο αυτήν και τις εντολές του Θεού, που απέδειξε και αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη Του προς τον καθέναν μας με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του που απευθύνονται προσωπικά. Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι έχω επίγνωση πως ο χρόνος στον οποίο ζω υπάρχει για να βρω τον προσανατολισμό μου και να εργαστώ μ’ αυτόν. Δίνω την καρδιά μου σημαίνει την απόφασή μου να συναντήσω τον συνάνθρωπό μου, ασχέτως αν αυτός είναι καλός ή ταιριαστός με μένα. Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι αγαπώ. Είμαι αληθινός και μαρτυρώ περί της αληθείας. Δίνω την καρδιά μου σημαίνει ότι γίνομαι μάρτυρας της αναστάσεως και της αγιότητας, δηλαδή του τρόπου της βασιλείας των ουρανών.
Αυτό το μένω αφοσιωμένος με την πρόθεση της καρδιάς μου γεννά χριστιανούς οι οποίοι δε βλέπουν τη ζωή στην προοπτική της επικράτησης, αλλά στην προοπτική της προσφοράς, της συγχώρεσης και της επιμονής. Δεν διαλύει άμεσα αμφιβολίες και πειρασμούς, αλλά κάνει τον χριστιανό να έχει το εργαλείο της πίστης εντός του που τον βοηθά να πατήσει στα πόδια του. Και γίνεται μαρτυρία για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό το οποίο μας λείπει. Πιστεύοντας χλιαρά ή παραδοσιακά ή χωρίς αφοσίωση, σημαίνει ότι τελικά αυτό που ζητά ο Χριστός από εμάς να γίνουμε φως και να δίνουμε φως, για να δοξάζεται ο Θεός, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Κι εδώ έγκειται η ευθύνη μας. Ο χριστιανός καλείται να μοιραστεί το φως που λαμβάνει στη ζωή της Εκκλησίας αφού δώσει την καρδιά του σ΄αυτό. Και τότε δε θα νιώσει μόνος του, αλλά θα βλέπει στη ζωή του να απλώνεται η χάρη του Θεού, να τον ομορφαίνει και να τον αγιάζει παρά τους διωγμούς και τις δυσκολίες.
Ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Γιατί ο κόσμος σήμερα, ενώ έχει πολλές εναλλακτικές δεν κατορθώνει να δώσει την καρδιά του σε κάτι άλλο εκτός από τις επιθυμίες του; Δεν αφιερώνεται αγαπώντας, αλλά γρήγορα αλλάζει προσανατολισμούς, διαθέσεις, απόψεις; Ίσως η απουσία του Θεού από την καρδιά μας να είναι η απάντηση. Αν ο Θεός υπάρχει εντός μας, ξέρουμε πώς μπορεί να πορευτεί η ζωή μας και μπορούμε να υπομείνουμε τις δυσκολίες, γιατί έχουμε και στόχο και βοήθεια εντός μας. Ας ζητήσουμε αυτή τη δωρεά από Εκείνον και εντός της Εκκλησίας ας αφοσιωθούμε. Και τότε θα δούμε ότι η συνέπεια που λαμβάνουμε, μεταφέρεται σε κάθε έργο της ζωής μας, αλλά και στα πρόσωπα με τα οποία σχετιζόμαστε. Όταν αγαπάς τον Θεό, μαθαίνεις να αγαπάς τα πάντα στον κόσμο και να έχεις μία σταθερότητα που σε βοηθά να γίνεσαι σημείο αναφοράς. Τελικά, σημείο αλήθειας και αγάπης. Ό,τι δηλαδή λείπει από τα πρότυπα και τις ιδέες του κόσμου.
Κέρκυρα, 29 Μαΐου 2016