Οι άνθρωποι εύκολα αλλάζουμε γνώμη στη ζωή μας τόσο για τα πράγματα όσο και για τους άλλους ανθρώπους. Όταν μπορούμε να αποκτήσουμε ή όταν κατέχουμε πράγματα, τότε τα θεωρούμε σημαντικά. Υποτιμούμε τη σημασία τους όταν τα χάνουμε ή όταν τα έχουν οι άλλοι, ιδίως αυτοί τους οποίους ζηλεύουμε, αυτοί έναντι των οποίων αισθανόμαστε μειονεκτικά. Το ίδιο συχνά συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Εύκολα αλλάζουμε άποψη, αναλόγως με τον τρόπο που συμπεριφέρονται έναντί μας, αναλόγως με τα συμφέροντά μας, ιδίως έναντι των πολιτικών, αλλά και έναντι εκείνων με τους οποίους συνδεόμαστε, οι οποίοι όμως δεν ικανοποιούν τις επιθυμίες μας, τον τρόπο του σκέπτεσθαι, μας εγκαταλείπουν χάριν κάποιων άλλων. Στην καρδιά μας λειτουργεί η αίσθηση της αδιαφορίας ή η αίσθηση της οργής και του θυμού. Τα προσωπικά μας συναισθήματα, το ανικανοποίητο, η ανάγκη μας να δικαιωθούμε για τις σκέψεις μας, τις επιλογές μας, τον τρόπο μας, οδηγούν στην μετάθεση της σκέψης μας, της γνώμης μας, της απόφασής μας τελικά άνθρωποι και πράγματα να έχουν μεγάλη σημασία για τη ζωή μας. Και έχουμε εύκολη τη δικαιολογία, τόσο στο στόμα όσο και στην καρδιά μας: « δεν άλλαξα εγώ, οι άλλοι άλλαξαν».
Μόνο ο Θεός παραμένει σταθερός στη σχέση Του με τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ο απόστολος Παύλος, στην προς Εβραίους επιστολή του, μάς διαβεβαιώνει: «περισσότερον βουλόμενος ο Θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού εμεσίτευσεν όρκω, ίνα διά δύο πραγμάτων αμεταθέτων, εν οις αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν ισχυράν παράκλησιν έχωμεν» (Εβρ. 6, 17-18). Ο Θεός επειδή ήθελε να δείξει πιο καθαρά σ’ αυτούς που θα κληρονομούσαν τα όσα υποσχέθηκε, ότι η απόφασή του ήταν αμετάκλητη, την εγγυήθηκε με όρκο. Για δύο αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία είναι αδύνατο να διαψευστεί ο Θεός, οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί». Ο Παύλος αναφέρεται στην υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ ότι θα του χορηγήσει την γη της επαγγελίας και ότι θα τον ευλογήσει και θα του δώσει πολλούς απογόνους. Αυτή η υπόσχεση στο πρόσωπο του Χριστού προεκτείνεται σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία, σε όσους από εμάς θέλουμε να πιστεύουμε στον Θεό. Θα μας δώσει τη γη της επαγγελίας, δηλαδή θα μας καταστήσει μέλη της Εκκλησίας και θα απολαύσουμε όχι τα υλικά αγαθά, αλλά τα πνευματικά αγαθά που η κοινωνία με τον Θεό εντός του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε, όπως επίσης και θα είμαστε ευλογημένοι και θα έχουμε πολλούς απογόνους, όχι κατά σάρκα κατ’ ανάγκην, αλλά κατά πίστει. Θα είμαστε μέλη μιας πνευματικής αλυσίδας, στην οποία θα παραλαμβάνουμε από τους παλαιότερους την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη και θα την κληροδοτούμε στους μετά από εμάς, ως οδό αναστάσεως και ζωής, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος μεταθέσεως της απόφασης του Θεού να είναι μαζί μας.
Το «αμετάθετον της βουλής» του Θεού επιβεβαιώνεται και έχει σημασία για τη ζωή μας. Διότι δεν είναι μόνο μία υπόσχεση λόγου, αλλά υλοποιείται με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Ίδιο στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου Του, του Χριστού. Η μετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας και η διαδοχή της πίστης δεν στηρίζονται μόνο στον ερχομό του Χριστού στον κόσμο, αλλά και προεκτείνονται σε ολόκληρο το απολυτρωτικό Του έργο, ιδίως στον Σταυρό, την Ταφή και την Ανάστασή Του. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρο το Ευαγγέλιο και η πρόσληψη και βίωσή του από την Εκκλησία είναι η επιβεβαίωση του αμετάθετου της βουλής του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι και η αγιότητα, όπως αυτή βιώνεται στους αιώνες, ως χαρισματική κατάσταση που έχει να κάνει με την κοινωνία του ανθρωπίνου προσώπου με τον Θεό είναι πραγμάτωση του αμετάθετου της βουλής του Θεού. Οι Άγιοι μας δείχνουν ότι ο Θεός δεν αίρει την χάρη Του από τον κόσμο. Όσοι θέλουν να παραμείνουν πιστοί στην υπόσχεση του Θεού και βρίσκουν πρότυπα και γίνονται πρότυπα, αναλόγως των χαρισμάτων τους, αναλόγως της δεκτικότητάς τους στην χάρη του Θεού, του πνευματικού τους αγώνα να είναι μέλη της Εκκλησίας και υπακούοντας στις εντολές του Θεού, αλλά και μη αλλάζοντας γνώμη και απόφαση για τους άλλους ανθρώπους. Υπάρχουν για να συμπορευόμαστε στην πορεία της Βασιλείας. Ασχέτως της λύπης ή της χαράς που μας προκαλούν. Ασχέτως της δικής τους πνευματικής κατάστασης. Δε θέλουμε να χωρίσουμε από τους ανθρώπους, διότι δε θέλουμε να χωρίσουμε από τον Θεό. Δεν αλλάζουμε γνώμη για τους άλλους, όχι γιατί συχνά δε μας απογοητεύουν, αλλά γιατί είναι για μας εικόνες Θεού.
Το «αμετάθετον της βουλής» του Θεού επιβεβαιώνεται και έχει σημασία για τη ζωή μας. Διότι ο Θεός είναι πάντοτε στο πλάι μας. Ακόμη κι αν δίδει την εντύπωση ότι μας ξεχνά, ακόμη κι αν μας αφήνει να δοκιμαζόμαστε, ίσως και να φτάνουμε στα όρια των αντοχών μας, Εκείνος είναι πάντοτε μαζί μας και μας δίδει ό,τι και όσο αληθινά χρειαζόμαστε, αρκεί να έχουμε πίστη προς Αυτόν, εμπιστοσύνη και αγάπη προς το Πρόσωπό Του και να μην νικιόμαστε από τους λογισμούς της απελπισίας. Η ιστορία της Εκκλησίας δείχνει ότι ακόμη και σε περιόδους μεγάλων διωγμών και μεγάλων θλίψεων, η χάρις και το έλεος του Θεού παρέμεναν στις καρδιές των ανθρώπων που Τον εμπιστεύονταν. Η αγιότητα είναι ο τελικός σκοπός της ζωής μας, που σημαίνει ότι αγιότητα χωρίς σταύρωση και ταφή δεν μπορεί να υπάρξει. Οι άνθρωποι θέλουμε έναν Θεό ευχάριστο, εκπληρωτή των θελημάτων μας, για να πιστέψουμε σ’ Αυτόν. Θέλουμε η χριστιανική μας ζωή να έχει άνεση και όχι πόνο και απώλεια. Όμως κάτι τέτοιο δεν περνά πάντοτε μέσα από τη βουλή του Θεού. Αμετάθετη είναι η παρουσία Του δίπλα μας. Παρουσία η οποία φέρνει την ανάσταση, διότι προς τα εκεί πορεύεται η αγιότητα.
Το «αμετάθετον της βουλής» του Θεού επιβεβαιώνεται και έχει σημασία για τη ζωή μας. Διότι δεν είμαστε και χωρίς άλλους ανθρώπους στον αγώνα αυτό. Δεν είναι μόνο όσοι βρίσκονται εν ουρανώ, αλλά και όσοι συνυπάρχουν μεθ’ ημών και στη γη, στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Οι συνοδοιπόροι μας. Ο άνθρωπος, ιδίως στις μέρες μας, έχει μάθει σε μία ατομοκεντρική πορεία. Στην μοναξιά του. Ακόμη και την Εκκλησία την έχει μετατρέψει σε θρησκεία, στην οποία βρίσκει την ατομική καταξίωση, όχι όμως την συνάντηση με τον πλησίον. Απορροφημένος στο εγώ του δεν κοιτάξει τον δίπλα του, αλλά μένει ξεκομμένος, βιαστικός, αφοσιωμένος στα δικά του πράγματα. Δε νιώθει εύκολα ότι μπορεί να μοιραστεί κοινοτικά και κοινωνιοκεντρικά τη ζωή του, με αποτέλεσμα να μη δίνει σημασία στους άλλους, οι οποίοι είναι ευκαιρία να τον βγάλουν από τη μοναξιά του, αλλά και ευκαιρία ο ίδιος να τους βγάλει από τη δική τους. Αρκεί να υπάρξει αμοιβαία προσπάθεια παραίτησης από τον εγωκεντρισμό, από τα δικά μας, για τα οποία άλλωστε εύκολα αλλάζουμε και γνώμη. Απόφαση συνάντησης προσώπων. Ο θεός, δια του αμεταθέτου της βουλής Του, μας προσφέρει τον διπλανό, τον οικείο και τον ξένο, για να συναντηθούμε και να συνοδοιπορήσουμε. Από την καλημέρα και το χαμόγελο, μέχρι το μοίρασμα των δυσκολιών και των σταυρών, αλλά και της χαράς. Με προϋποθέσεις τη δεκτική καρδιά και όπου χρειάζεται τη συγχώρεση.
Έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε στο αμετάθετον της βουλής του Θεού, όπως το ζούμε στην Εκκλησία και στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σημείο του αμετάθετου το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η ανάμνηση της θυσίας και της αγάπης, κυρίως όμως η κοινωνία με το Πρόσωπο του Θεού, που δεν είναι συμβολική, αλλά μεταμορφωτική της ύπαρξής μας. Διότι καθιστά την πίστη περισσότερο ενεργή. Ας εμπιστευθούμε λοιπόν Αυτόν που μας αγαπά αμετάθετα, διότι αυτό είναι το τελικό νόημα της απόφασής Του: η αμετάθετη αγάπη προσωπικά προς τον καθέναν μας και ας αξιοποιήσουμε τις ευλογίες που μας δίνει να υπάρχουμε εν τη Εκκλησία, με τους αγίους και τους πλησίον μας.
Κέρκυρα, 10 Απριλίου 2016