«Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο. Έτσι θέλω να μ’ έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ’ ένα κουρελιασμένο παντελόνι,
ν’ ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου».
(«Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου»- Οδ. Ελύτης)
Απόλυτοι είμαστε στη ζωή μας. Σ’ άλλους αρέσει ο θόρυβος. Σ’ άλλους η σιωπή. Ο καθένας μας ορίζει την αλήθεια με το δικό του τρόπο. Κάποτε ανάλογα με τα πάθη μας. Και ο τρόπος μας γίνεται η αλήθεια, αποκλείοντας την αλήθεια του άλλου. Και ξοδεύουμε εύκολα το ποσοστό της ομορφιάς που μας αναλογεί στην απολυτότητα. Στο «έτσι είναι». Μα αυτός που είναι απόλυτος φτωχαίνει. Γιατί πάντα κάτι θα του λείπει.
Μόνο αυτός που ταπεινώνεται, που μπορεί να ζήσει και με το λίγο. Βλέπει τον Ερχόμενο στο ένα πιάτο φαγητό, στο ένα ποτήρι νερό, στο δόσιμο ενός πανωφοριού στον ξένο, στο χαμόγελο στον άρρωστο, τον πονεμένο, τον φυλακισμένο, τον μοναχικό. Στο ακριβό μύρο που κεράννυται με τα δάκρυα. Κι αντέχει ακόμη τον Ταπεινό να του πλένει τα πόδια.
Στα πρόσωπα βρίσκει τότε τον ανεκλάλητο παράδεισο. Και οδηγεί την εκκωφαντική ορχήστρα αυτού του Παραδείσου, η οποία πλημμυρίζει με φως και μουσική ολάκερο τον κόσμο. Γιατί ξέρει ότι σ’ αυτήν την ορχήστρα χωρούνε όλοι. Αρκεί να περιμένουν ο Ερχόμενος να κατευθύνει τους ήχους της στην οδό της Αγάπης.
π. Θ.Μ.
27 Απριλίου 2016