Οι μέρες των μεγάλων εορτών της πίστης μας έχουν μέσα τους συναισθήματα και σκέψεις. Ο πολιτισμός μας έχει προσανατολιστεί καταναλωτικά, με αποτέλεσμα η ζωή μας να ρυθμίζεται από την εργασία μας, αλλά και από τον σχεδιασμό του πώς θα ακολουθήσουμε τα έθιμα των ημερών. Πώς θα αγοράσουμε. Πώς θα ετοιμάσουμε την τροφή μας. Ποιους θα συναντήσουμε. Στον όλο χρόνο μας απομένει κι ένα μικρότερο μέρος, το οποίο αφιερώνουμε στην εκκλησιαστική ζωή. Είναι το καλό του χρόνου, που οι πολλοί αισθάνονται ότι πρέπει να έχει θέση στη ζωή μας. Όμως κάθε χρονική περίοδος, η οποία σημαδεύεται από μεγάλες γιορτές, θα έπρεπε να ξεκινά αντίστροφα αναφορικά με τον προσανατολισμό μας. Προηγείται η εκκλησιαστική ζωή, η οποία δεν έχει μόνο δρώμενα, αλλά και νοήματα. Αυτά προκαλούν αυτοκριτική και είναι εφαλτήρια αυτογνωσίας. Την ίδια στιγμή αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον χρόνο της ζωής μας. Δεν είναι η ταχύτητα, η παραγωγικότητα, η πληροφορία που μας ενδιαφέρουν πρωτίστως, αλλά η ηρεμία, η προσευχή και η ανάγκη για κοινωνία με τον Θεό, που μας αλλάζουν. Αν λοιπόν η καρδιά μας δεν έχει ειρήνη και τα νοήματά μας δεν μπορούμε να τα δούμε ειρηνικά, τότε οι μεγάλες γιορτές αφήνουν το εξωτερικό, το υλικό κομμάτι τους ως παρακαταθήκη, είναι γιορτές για τον κόσμο και τη ζωή, δεν είναι όμως γιορτές που μεταμορφώνουν την ύπαρξή μας σε οικεία του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στους Φιλιππησίους, τους προτρέπει: «η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τας καρδίας υμών και τα νοήματα υμών εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. 4,7). Η ειρήνη του Θεού, που είναι ασύλληπτη στο ανθρώπινο μυαλό, θα διαφυλάξει τις καρδιές και τις σκέψεις σας κοντά στον Ιησού Χριστό. Η Εκκλησία ορίζει αυτό το απόσπασμα να είναι ο λόγος της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα πανηγύρεως και χαράς. Είναι ένα μήνυμα αντίθετο προς τη φορά των γεγονότων και του κλίματος. Δοξολογία στον Χριστό από την μία, συμβολικό κράτημα των κλαδιών των βαΐων στα χέρια, η θεία λειτουργία που έχει πανηγυρικό χαρακτήρα, το Ωσαννά, ένα πλήθος που παραληρεί μπροστά στον Μεσσία, όπου το στόμα των νηπίων και των θηλαζόντων καταρτίζει αίνον. Και πρωτίστως ένα ξεχείλισμα ζωής και αισιοδοξίας, μέσα στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Πάντως όχι ειρήνης. Ο ενθουσιασμός φέρνει ξεσηκωμό. Κι όμως η Εκκλησία ζητά το μέτρο που φέρνει η ειρήνη του Θεού στις καρδιές μας.
Ο Χριστός εισέρχεται στην αγία Πόλη για να ειρηνεύσει τις ανθρώπινες καρδιές. Να τις ενώσει με τον Θεό, αλλά και να δώσει την ενότητα του ανθρώπου με τον πλησίον του, όπως και με τον εαυτό του, την ενότητα της ψυχής και του σώματος, την ενότητα του θελήματος που οδηγεί στον ουρανό, ελκύοντας όμως τη γη, τη ζωή μας. Ενότητα αγιασμού, η οποία, για να έρθει, προϋποθέτει ειρηνική καρδιά. Και ειρηνεύει ο άνθρωπος που συγχωρεί και αγαπά. Που αφήνει κατά μέρος τα κρατούμενα που έχει στον αδελφό του. Ακόμη κι αν διαφωνεί μ’ αυτόν. Ακόμη κι αν αισθάνεται απογοητευμένος και αποκαρδιωμένος εξαιτίας του. ΟΙ άνθρωποι δοξάζουν τον Χριστό όχι γιατί πιστεύουν ότι θα τους δώσει ειρήνη, αλλά γιατί είναι βέβαιοι ότι θα εκπληρώσει τις βαθύτερες επιθυμίες και τα συμφέροντά τους. Θα τους απελευθερώσει από την τυραννία των εξωτερικών εχθρών, θα τους δώσει δύναμη και δόξα, θα τους δώσει ελπίδα για να γίνει η ζωή τους κοντά Του όπως την θέλουν. Όχι όμως όσον αφορά στην καρδιά και στην πνευματική τους κατάσταση, αλλά σε ό,τι αφορά στην εξουσία τους έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Και γι’ αυτό σύντομα θα αλλάξουν άποψη γι’ Αυτόν και θα Τον θανατώσουν. Γιατί είδαν ότι η δική Του ειρήνη δεν ήταν αυτό που επιζητούσαν.
Ο Χριστός εισέρχεται στην αγία Πόλη για να ειρηνεύσει τον άνθρωπο από το άγχος του θανάτου, από το άγχος της ταχύτητας ότι δε θα προλάβει να ζήσει όπως και όσο θέλει για να είναι ευτυχισμένος, ότι θα έχει ανεκπλήρωτα όνειρα και επιθυμίες, ότι οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται στα όσα ζητά. Έρχεται ο Χριστός για να ειρηνεύσει τον άνθρωπο για όσα δε θα προλάβει να κάνει, αλλά και για να τον απαλλάξει από το άγχος ότι πρέπει οπωσδήποτε να είναι χρήσιμος, με τον τρόπο που μετρά τη χρησιμότητα ο κόσμος. Και οι άνθρωποι θα Τον αρνηθούν, διότι θεωρούν ότι η πίστη σ’ Αυτόν τους εισάγει σε έναν τρόπο ζωής που δεν είναι ευχάριστος, διότι υπόσχεται ταπείνωση, ήττα από τις εξουσίες, και ζητά παράδοση του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού και όχι αγωνιώδη εμπιστοσύνη μόνο στον εαυτό του. Η ειρήνη του Χριστού είναι ειρήνη ταπείνωσης και εμπιστοσύνης στον Θεό. Για να βγει ο άνθρωπος από το άγχος πρέπει να πάψει να είναι αυτοαναφορικός. Να σκέφτεται δηλαδή τα πάντα με κέντρο τον εαυτό του και να ανοιχτεί στον Θεό και την αγάπη.
Ο Χριστός εισέρχεται στην αγία Πόλη για να ειρηνεύσει τον άνθρωπο από τα «πρέπει» του κόσμου, που κάποτε γίνονται και «πρέπει» της θρησκείας. Μας είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοσμικά «πρέπει». Συνήθως τα ταυτίζουμε με την άρνηση του Θεού και έτσι τρεφόμαστε από την ψευδαίσθηση ότι τα έχουμε ξεπεράσει ακολουθώντας την πίστη. Υπάρχουν όμως και μερικά θρησκευτικά «πρέπει», τα οποία αποτέλεσαν και τη βάση για να οδηγηθεί ο Χριστός στον Σταυρό. Είναι ό,τι χρησιμοποιείται ως βάση για να δικαιολογηθεί ο θρίαμβος του εγώ και της ατομικότητας και να επιτευχθεί η αυτοδικαίωση. Το «πρέπει» της αυτάρκειας, ότι τηρώντας τον νόμο δεν μου χρειάζεται κάτι άλλο και ο Θεός μου οφείλει. Το «πρέπει» της τυπολατρίας, ότι δεν έχει σημασία η αγάπη, αλλά μόνο η εξωτερική τήρηση των τύπων. Το «πρέπει» του σεβασμού στις αυθεντίες, μόνο που αυτές δεν αισθάνονται την ανάγκη να αγαπήσουν, αλλά να εξουσιάσουν, κραδαίνοντας το δικαίωμα της μίας και μοναδικής ερμηνείας. Το «πρέπει» του φαίνεσθαι και η αδιαφορία για το «είναι», δηλαδή για την επίγνωση της αμαρτωλότητας και της αδυναμίας να είμαστε χαρούμενοι γιατί ο Θεός μας λύτρωσε. Το «πρέπει» του σταυρού χωρίς ανάσταση, του άδικου σταυρού γιατί οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν την αξία μας και μας βασανίζουν, ενώ δήθεν εμείς είμαστε άψογοι. Αυτά τα θρησκευτικά «πρέπει» ο Χριστός με τη είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα, αλλά και στις δικές μας καρδιές, τα αφήνει κατά μέρος ή μας οδηγεί στο να ειρηνεύουμε μαζί τους. Τα φωτίζει μέσα από τη σχέση μαζί Του και τότε όλα όσα χρειάζονται γίνονται στην προοπτική της αγάπης και προς τον Χριστό και προς τον συνάνθρωπο και όχι με κριτήριο την τυπολατρία.
Ας προσανατολιστούμε πνευματικά, ώστε στη ζωή της Εκκλησίας να συναντήσουμε αληθινά τον Χριστό και ιδίως κατ’ αυτές τις μέρες να βρούμε την πνευματική προτεραιότητα και την ειρήνη τόσο στην καρδιά όσο και στα νοήματά μας, για να γιορτάσουμε αληθινά το Πάσχα! Τίποτε δεν περιφρονούμε στην Εκκλησία, ούτε το υλικό ούτε το κοσμικό, αλλά όλα τα αφήνουμε να αγιαστούν μέσα από την προτεραιότητα της σχέσης με τον Χριστό!
Κέρκυρα, Κυριακή των Βαΐων,
24 Απριλίου 2016