Διαμαρτυρόμαστε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Ότι αποφασίζουν για μας πριν από εμάς. Ότι η ζωή μας είναι δεσμευμένη από τις μέριμνες, τις υποχρεώσεις, τις μικρότερες ή μεγαλύτερες αγωνίες. Η μέγιστη υποδούλωση όλων μας είναι στον θάνατο. Αυτός είναι ο βέβαιος δυνάστης, ο οποίος θα μας καταπιεί, όταν έρθει η ώρα. Είμαστε όμως ακόμη δεσμευμένοι και στα μικρότερα ή μεγαλύτερα πάθη μας. Στις επιθυμίες και τις εξαρτήσεις μας. Στην παγίδα της απουσίας αληθινής πνευματικότητας, με την οποία ο πολιτισμός μάς περιβάλλει, ώστε να μην μπορούμε να αφυπνιστούμε. Τελικά, η παγίδευσή μας, η αιχμαλωσία μας στην οικονομία και την ψευτοπαρηγοριά της φιληδονίας ή της εικονικής πραγματικότητας κρύβει την ήττα μας από αυτόν τον τρόπο που ονομάζεται εκκοσμίκευση, παρόν, «εδώ και τώρα».
Αναρωτιόμαστε: η Εκκλησία άραγε κηρύσσει την απελευθέρωση από το σήμερα; Κηρύσσει την ανεξαρτησία από τις ανθρώπινες ανάγκες; Πόσο ρεαλιστικός είναι αυτός ο δρόμος, αν ισχύει;
Η απάντηση δίνεται από την πνευματική μας παράδοση. Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, λέει: «Ουκ εστέ εαυτών . ηγοράσθητε γαρ τιμής . δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού» (Α’ Κορ. 6, 19- 20). «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας. Σας αγόρασε ο Θεός πληρώνοντας το τίμημα. Τον Θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που ανήκουν σ’ Εκείνον». Ο Παύλος δεν υπονοεί ότι οι άνθρωποι είμαστε δούλοι, απλώς με διαφορετικό κύριο. Ξεκαθαρίζει ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό μας. Δεν είμαστε δούλοι των παθών, των επιθυμιών, του κόσμου, του πολιτισμού τόσο εκείνης της εποχής όσο και κάθε εποχής. Δεν είμαστε δούλοι στο παρόν. Μας εξαγόρασε ο Θεός καταβάλλοντας το τίμημα. Κι αυτό έχει να κάνει με την θυσία του Υιού Του επάνω στον σταυρό, αφού ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας και έγινε όμοιος με μας κατά πάντα, πλην της αμαρτίας. Ο Χριστός έδειξε τον δρόμο και τον τρόπο για να ελευθερωθούμε. Είναι η δοξολογία του Θεού και η αγάπη. Είναι η επανεύρεση της θέασης του Θεού ως Πατέρα με το σώμα και το πνεύμα μας, τα οποία είναι δικά Του, είναι δηλαδή εικόνες Του. Και πλήρωσε με τον δικό Του θάνατο την ευκαιρία να ζήσουμε ελεύθεροι και από τον θάνατο, δηλαδή την δωρεά της ανάστασης και της αθανασίας. Γιατί μόνο «θανάτω» ο θάνατος πατιέται.
Ο άνθρωπος ζει στο παρόν. Στο σήμερα. Δεν μπορεί να το υπερβεί ως ύπαρξη. Μπορεί όμως να του δώσει καινούργιο νόημα. Φαινομενικά, εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά καλείται να ακολουθήσει τις επιταγές του παρόντος. Αν όμως πιστεύουμε ότι ανήκουμε στον Θεό, όχι ως δούλοι ή ως υπηρέτες, αλλά ως παιδιά Του, τότε ζούμε την αληθινή ελευθερία. Πρώτα, νικώντας τον εγωισμό μας. Το αίσθημα ότι όλα μας ανήκουν, ο εαυτός μας, η ζωή, τα αγαθά μας, το δικαίωμα να φύγουμε από τον Θεό, το να ζούμε ασώτως. Είναι η παγίδευση μας σε μία ψεύτικη μορφή ελευθερίας, αληθινά δαιμονική. Αυτός που πιστεύει ότι ανήκει στον εαυτό του, είναι σκλάβος του εγώ, των αναγκών, του παρόντος. Αυτός που ανήκει στον Θεό ως υιός, χωρίς να αδιαφορεί για ό,τι χρειάζεται, αισθάνεται ότι έχοντας τον Θεό τίποτε δεν θα του λείψει, διότι πάντα του Θεού είναι και δικά του, αφού ο Πατέρας προσφέρει στο παιδί ό,τι έχει. Στη συνέχεια, με την επίγνωση ότι ο Θεός δεν είναι μία απρόσωπη δύναμη, αλλά έγινε άνθρωπος και στο Πρόσωπο του Χριστού μας λυτρώνει, μας απελευθερώνει, μας ενισχύει, μας δίνει νόημα σε κάθε δοκιμασία της ζωής μας, σε κάθε ήττα μας, σε κάθε έλλειψή μας. Ότι είναι παρών στα μυστήρια και τη ζωή της Εκκλησίας. Στην αγάπη που μπορούμε να δώσουμε, με κάθε τρόπο. Στην προσευχή και την επίκληση του ονόματός Του. Ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνουμε πάντοτε να είμαστε αυτό που θέλει, Εκείνος δεν παύει να μας βλέπει ως παιδιά Του, ως φίλους και οικείους. Κι έτσι, ακόμη κι αν το παρόν φαντάζει παντοδύναμο, έχουμε ελπίδα, σε όλα όσα πράττουμε, αρκεί να φανερώνουν Εκείνον. Κι εδώ έρχεται ο τρίτος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε την αληθινή ελευθερία. Είναι η δοξολογία του Θεού με όλη μας την ύπαρξη. Δοξάζουμε τον Θεό τηρώντας το θέλημά Του. Αγαπώντας. Συγχωρώντας. Όταν χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου και ιδίως με την μετάνοια. Όταν νικούμε την υπερηφάνεια, τον εγωισμό, το αίσθημα ότι έχουμε δίκιο και ότι αυτό πρέπει να επιβληθεί. Όταν νικούμε την ανάγκη το παρόν να μας κάνει αποδεκτούς επειδή θα ακολουθούμε τις επιταγές του. Όταν τελικά μπορούμε να χαρούμε με τα λίγα ή τα πολλά που ο Θεός μας δίνει. Όταν μετανιώνουμε γι’ αυτά που δεν μπορούμε να τηρήσουμε. Αλλά και όταν αισθανόμαστε ότι το κυριότερο στη ζωή μας είναι να είμαστε μαζί με τον Θεό.
Ο κόσμος απορρίπτει τον Θεό και την πίστη. Θεοποιεί το παρόν. Αρνείται την αιωνιότητα και απολυτοποιεί τα πάθη. Ζητά να είναι μία χώρα μακρινή από τον Θεό ως Πατέρα, διότι δεν θέλει να Τον αναγνωρίσει με αυτή την ιδιότητα, αλλά ως κάποιον που μας στερεί από την απόλαυση και τη χαρά του ιδίου θελήματος. Και δεν υπολογίζει όχι μόνο την κένωση και τη θυσία του Χριστού, αλλά ούτε και την προσμονή της επιστροφής κοντά Του. Έτσι βιάζεται να χαρακτηρίσει παρελθόν την πίστη. Να την υποκαταστήσει με τα επιτεύγματά του. Για να κρύψει τον θάνατο που καραδοκεί. Και μας σκλαβώνει, στο όνομα της ελευθερίας από τον Θεό που τον θεωρεί ως αφέντη και όχι ως Πατέρα. Ας επιμείνουμε στην πεποίθηση και το βίωμα της Εκκλησίας ότι ο Θεός μας απελευθερώνει από τη δυναστεία του παρόντος, της αμαρτίας, των εξαρτήσεων, του θανάτου δια της δικής Του θυσίας και αγάπης και μας περιμένει όπως ο Πατέρας τα παιδιά Του. Αυτή η πίστη είναι η αρχή για να παλέψουμε για κάθε άλλη μορφή ελευθερίας. Όχι όμως χωρίς βάσεις.
Κέρκυρα, 28 Φεβρουαρίου 2016