2/11/16

ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ


Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Δεκατρείς νύχτες πριν το ξημέρωμα» (εκδόσεις Ιβίσκος) της συναδέλφου στο σχολείο Λιάνας Τσιρίδου είχαμε την ευκαιρία να φιλοσοφήσουμε για μία ακόμη φορά πάνω στο τι μπορεί να προσφέρει ένα καλό βιβλίο. Τη δυνατότητα να σκεφτούμε αν ήμασταν στη θέση των ηρώων πώς θα αντιδρούσαμε (ενσυναίσθηση). Την ευκαιρία να δούμε πώς θα λειτουργούσαν δικές μας ιδέες και στάσεις ζωής αν συναντούσαμε (που γίνεται συχνά) χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Τον πνευματικό οπλισμό ενός συγγραφέα, την δική του ταυτότητα. Τα χαρίσματά του, την ικανότητα να αξιοποιεί τη γλώσσα, αλλά και να πλάθει ήρωες, πλοκή, αφήγηση, επεισόδια, «περιπέτεια» (με την αριστοτελική έννοια του όρου). Τα προτερήματα και τις αδυναμίες της γραφής του, αλλά και τις προοπτικές του. Το κυριότερο, ένα βιβλίο μας δίνει την ευκαιρία να αλλάξουμε λίγο τον ρυθμό της ζωής μας, ίσως και τα σύνορα του κόσμου μας.
Ας έρθουμε στο προκείμενο. Διαβάσαμε ένα βιβλίο που σε ορισμένα σημεία του ήταν αληθινά καθηλωτικό. Με ρέουσα αφήγηση, ανατροπές στην πλοκή, παιχνίδια με τις χρονικές αναδρομές που δίνουν στον αφηγηματικό χρόνο εγρήγορση, όχι σύγχυση. Η συγγραφέας διηγείται μία ιστορία με φαινομενικά δύο πρωταγωνίστριες, γυναίκες, μία ώριμη, καθημερινή φιλόλογο, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες ή στόχους και όνειρα να αλλάξει τον κόσμο, και μία έφηβη, η οποία αναζητεί  ταυτότητα κι αγάπη, για να βγει από τον ψεύτικο κόσμο στον οποίο επιλογές άλλων την έφεραν να ζήσει. Στην πραγματικότητα πρωταγωνιστής είναι ο άνδρας που συνδέει αυτές τις δύο γυναίκες και οι επιλογές του. Σύζυγος της γυναίκας και πατέρας της έφηβης (με άλλη γυναίκα, τη φίλη της ηρωίδας), μόνο που και έναντι και των δύο δε στάθηκε αληθινός. Έχτισε δύο κόσμους, όχι γιατί ήθελε να παίξει και να καταστρέψει, αλλά γιατί παγιδεύτηκε στην ψευδαίσθηση ότι μπορεί να αγαπήσει χωρίς τιμήματα. Ότι μπορεί να τα έχει όλα χωρίς να πληγωθεί. Το χειρότερο, νόμισε ότι η απόσταση του τόπου θα ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες να πληγώσει. ‘Η αλλιώς, η νοοτροπία του «βλέπουμε». Η συγγραφέας βεβαίως δεν περιγράφει έναν άντρα που προσωποποιεί το κακό. Έναν δυστυχισμένο άνθρωπο στην ουσία αποτυπώνει, ο οποίος, στη διπλή ζωή του, δε σκέφτεται ότι η «αρσενική» του εξουσία, ευφυία, εφευρετικότητα θα συγκρουστεί αναπόφευκτα με τους νόμους της ζωής: ότι το ψέμα κάποτε θα φανερωθεί. Μόνο που δεν είναι στο μυθιστόρημα η ζωή που το αποκαλύπτει, αλλά ο θάνατος.
Η συγγραφέας ουσιαστικά, αντλώντας από το σχήμα της αρχαίας τραγωδίας «ύβρις- τίσις- νέμεσις», προχωρά την πλοκή του μυθιστορήματος στα δεκατρία χρόνια που κρατά το μαρτύριο της ηρωίδας να διαχειριστεί την ματαίωση της αίσθησης ότι στην αγάπη είχε την αποκλειστικότητα, την απώλεια της κόρης της, η οποία σκοτώθηκε με τον άντρα της στο τροχαίο δυστύχημα, την ανάγκη να διαχειριστεί τον θυμό για μία αλήθεια για την οποία ήταν εντελώς απροετοίμαστη και την αδυναμία της να δει την κόρη του άντρα της ως το μόνο πρόσωπο που δεν έφταιγε για το ψέμα, μέσα στο οποίο και αυτή ξεκίνησε τη ζωή της. Δεκατρία χρόνια για να φτάσει στη συγχώρεση, τόσο του εαυτού της που δεν κατάλαβε, του άντρα της που δεν υπολόγισε και της προγονής της που δεν αγαπήθηκε.
Δεκατρία χρόνια κρατά και το μαρτύριο της συνύπαρξης για τη δεύτερη ηρωίδα, την έφηβη. Μόνο που εκείνη έχει την κατανόηση της συγγραφέως, όπως και του σύγχρονου κόσμου. Ο νέος δικαιολογείται, ακόμη και στο σκληρό πρόσωπό του. Ό,τι κι αν κάνει, δεν έχει καταλήξει ποιος αληθινά είναι. Η επανάστασή του ξεκινά από την απόφαση να βρει την ταυτότητά του. Να αποδείξει ότι υπάρχει ως πρόσωπο. Να δώσει απαντήσεις σ’ αυτούς που τον αμφισβητούνε. Να δημιουργήσει είτε σε επίπεδο προσωπικής ευαισθησίας είτε σε συλλογικό οραματισμό. Να δώσει το στίγμα του. Ακόμη κι αν αυτός ο δρόμος δεν μπορεί να εκφραστεί με αυτό που και ο ίδιος ζητά: με την αγάπη. Αυτή μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανάγκη να τιμωρήσει τους μεγάλους για τον κόσμο στον οποίο τον έφεραν να ζήσει.  Να διορθώσει αυτόν τον κόσμο, ακόμη κι αν δεν ξέρει πώς. Κι εδώ και πάλι κλειδί οι μεγαλύτεροι. Αυτοί που μπορούν να αγκαλιάσουν «χωρίς να μεν, αλλά», να θυσιάσουν τα δικά τους αισθήματα, να δώσουν αγάπη όχι μόνο υλική, αλλά και αυτήν, τις εκφράσεις της οποίας χρειαζόμαστε, αλλά δεν εκτιμούμε: στο χαμόγελο, την ενθάρρυνση, τη διακριτική παρουσία, την αγκαλιά, την συγχώρεση.
Πόσο αυθεντική είναι αυτή η περιγραφή σε έναν κόσμο σκληρά εικονικό, όπου οι σύγχρονοι έφηβοι ανεβοκατεβάζουν τις φωτογραφίες και τις εικόνες τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σχολιάζουν με τη δική τους γλώσσα και έχουν αφήσει στην άκρη οποιονδήποτε συλλογικό οραματισμό, είναι κάτι συζητήσιμο. Το μυθιστόρημα ως είδος περιγράφει όχι κατ’ ανάγκην τον κόσμο όπως είναι, αλλά και όπως θα θέλαμε να είναι. Αν σκεφτούμε όμως ότι ο άνθρωπος, όσο κι αν ο πολιτισμός μας μάς κάνει να πιστεύουμε άλλα, παραμένει μία ύπαρξη που βρίσκει νόημα στο να σχετίζεται, να κοινωνεί, να αγαπά, καταλαβαίνουμε ότι δεν πρέπει να θυσιάσουμε τα τιμαλφή μας χάριν ενός ρεαλισμού που ολοένα και περισσότερο σήμερα έχει γίνει κυνικότητα και φέρνει την απόλυτη απελπισία: ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την παράδοση στην εξουσία του χρήματος και ότι η μόνη παρηγοριά για τον καθένα είναι ο εαυτός του, το δικαίωμά του να περνά καλά, να αυτοαναρτάται στο Διαδίκτυο, για να νιώσει ότι υπάρχει.  
Στην αρχαία τραγωδία η κάθαρση είχε ως σκοπό να φανερώσει την αποκατάσταση του νόμου,  της θείας δικαιοσύνης. Στην χριστιανική παράδοση η κάθαρση έχει να κάνει με την μετάνοια και την άφεση. Στον ψυχολογικοποιημένο κόσμο μας η κάθαρση είναι ένας συνδυασμός και των δύο: να αποκατασταθεί η τάξη, έστω και με σκληρότητα, αλλά και να μπορέσουμε να προχωρήσουμε παραπέρα, βρίσκοντας αυτό που μας λείπει: την  αγάπη για τον εαυτό μας, τον άλλο, τη ζωή, με την επίγνωση των λαθών μας. Στην πορεία αυτή ο χρόνος είναι το μεγάλο ερωτηματικό. Θα προλάβουμε;
Η συγγραφέας, παρακολουθώντας τις ηρωίδες της, αφήνει να διαφανεί η αισιόδοξη ματιά. Για τον «θηλυκό» κόσμο, όπου συνυπάρχουν η σκληρότητα της απαίτησης οι γυναίκες να είναι, να αισθάνονται ή έστω να φαίνονται μοναδικές, αλλά και η δύναμη της μνήμης, που άλλοτε παγιδεύει και άλλοτε ελευθερώνει, η συγχώρεση μπορεί να πραγματωθεί. Ο χρόνος θέτει βεβαίως τα διλήμματά του: από την μία η καρδιά θέλει να ανοιχτεί στη συγχώρεση και από την άλλη το μυαλό, η μνήμη απαιτούν τιμωρία. Η συγγραφέας διαλέγει την οδό της καρδιάς. Για τον «αρσενικό» κόσμο όμως, αυτόν της δύναμης και της εξουσίας, η απάντηση στο μυθιστόρημα είναι αρνητική. Δεν μπορεί να παίζει ατιμώρητα με ανθρώπους και αισθήματα. Η συντριβή περιμένει στη γωνία. Είτε ως έξοδος στην πραγματικότητα είτε ως μνήμη είτε ως κούραση, η ώρα της απόφασης κάποια στιγμή θα φτάσει. Και η απόφαση είναι θάνατος για μία απληστία, που τα «έχει όλα, αλλά θέλει παραπάνω», θάνατος βιολογικός και ψυχικός, αργός ή άμεσος. 
Ωραίος ο λόγος της συγγραφέως. Ίσως σε κάποια σημεία αχρείαστα ρεαλιστικός. Δεσπόζει η αφήγηση, με ωραία αξιοποίηση της λογικής του εσωτερικού μονόλογου. Ίσως δε χρειαζόταν η συγκεκριμένη αναφορά στα γεγονότα του 2008, μία πολιτικοποίηση που δεν προσθέτει ρεαλισμό, αλλά προσγειώνει μηνύματα που ξεπερνούν πρόσωπα κι εποχές. Θα είχε ενδιαφέρον αν η συγγραφέας επιχειρούσε σε επόμενα έργα της να δοκιμάσει να ανοιχτεί περισσότερο και στην οδό της περιγραφής. Μπορεί η μοντέρνα λογοτεχνία να παλεύει με τον κλειστό χώρο, τον εσωστρεφή, τον ψυχικό, πάντα όμως υπάρχει και ο ανοιχτός. Αυτός του κόσμου, της πόλης, της φύσης, της εξόδου από τα διαμερίσματα και την καθημερινότητα, της συνάντησης του εαυτού με τον άλλο, τη γη και τον ουρανό.
Η χριστιανική πίστη μιλά για την συγχώρεση όχι αυτόνομα, ως ψυχικό κατόρθωμα, ως απόφαση απλώς παραίτησης από τον εγκλωβισμό στο κακό παρελθόν μας ή σε ό,τι αγνοούσαμε ότι μας ταλαιπωρεί. Η συγχώρεση έρχεται ως δώρο σ’ εκείνον που θέλει να αγαπά. Είναι μίμηση Θεού, εσταυρωμένου, που δεν έπαψε να αγαπά ακόμη και στη στιγμή της έσχατης ήττας: αυτής του θανάτου από τον αγνώμονα άνθρωπο, τον αυτοθεωμένο και υβριστή. Η συγχώρεση είναι δώρο σε ύπαρξη που σκέφτεται πιο πέρα από τον σταυρό: ζητά και επιλέγει την ανάσταση. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Δεκατρείς νύχτες πριν το ξημέρωμα» νιώσαμε ότι όταν πιστεύουμε στην αξία της ψυχής, από κάθε άποψη, δεν μπορεί, η αγάπη στο τέλος θα νικήσει, ακόμη κι αν περάσει την οδύνη του χρόνου και του θανάτου.
 Γιατί η απάντηση στο ερώτημα «θα προλάβουμε;» είναι «αν θέλουμε, θα προλάβουμε».

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός