«Οι άνθρωποι πορευόμαστε παράλληλα με τον χρόνο. Μόνο που εκείνος συνεχίζει την πορεία του κι εμείς κάποια στιγμή εξερχόμαστε από αυτόν». Η σκέψη αυτή του Μεγάλου Βασιλείου (Ομιλία στην Εξαήμερο) δείχνει τη δυσκολία που ο κόσμος έχει, αν θελήσει να συζητήσει και να κατανοήσει τον λόγο που η Εκκλησία κρατά σταθερότητα στη διδασκαλία της, παρότι ο πολιτισμός μεταβάλλεται, οι νοοτροπίες των ανθρώπων προσαρμόζονται στις αλλαγές και ένα αίτημα επανέρχεται κατά καιρούς πιο έντονα: «να εκσυγχρονιστεί η Εκκλησία, να ακολουθεί το σήμερα». Γι’ αυτό και πολλοί σπεύδουν να κατηγορήσουν την Εκκλησία για έναν υπερβολικό συντηρητισμό, φοβικό για τον χρόνο.
Η προτροπή γίνεται εντονότερη στην προοπτική διαλόγου της Εκκλησίας με τους νεώτερους. Αν η Εκκλησία δεν πει «ναι» στις επιθυμίες και τα θέλω των ανθρώπων, τότε θα απομονωθεί ακόμη περισσότερο από την ανάγκη των νέων για σύγχρονο πνεύμα και στη θρησκεία. Για μία πίστη η οποία θα αποδέχεται τον πολιτισμό ως κεκτημένο και τα δικαιώματα που αυτός δίνει ως αυτονόητα. Που δε θα προτείνει την άσκηση ως βάση νοηματοδότησης του χρόνου, αλλά μία περίπου αυτόματη αγάπη, η οποία θεωρείται δεδομένη υποχρέωση της Εκκλησίας, διότι αυτή, στη λογική των πολλών, λειτουργεί ως ιδεολογικό σύστημα. Όπως τα κόμματα, οι ακτιβιστικές οργανώσεις, οι λέσχες φιλοσοφίας, οι συγγραφείς βιβλίων, έτσι και η Εκκλησία. Αρκεί να προβάλει τη διδασκαλία της και να απαιτήσει από τους πιστούς της να την αποδεχτούν «λόγοις», και όλα θα γίνουν πράξη. Είναι ίδιον της ιδεολογίας να ταυτίζει τον άνθρωπο μόνο με τον νου. Αρκεί αυτός να δεχτεί και όλα έχουν αλλάξει. «Όλα είναι στο μυαλό», υποστηρίζει ο σύγχρονος κόσμος.
Η Εκκλησία όμως οφείλει τη συνεχή πορεία της στον χρόνο στην εμπειρική βίωση του αποστολικού λόγου: « Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8). Αν η διδασκαλία της πίστης και η εμπειρία της άλλαζε στην παράλληλη πορεία με τον χρόνο, τότε το πιο πιθανόν θα ήταν η Εκκλησία να εξέρχονταν από αυτόν, μετατρεπόμενη όντως σε φιλοσοφία ή σε δημαγωγικό σύστημα. Όμως η Εκκλησία ακολουθεί με συνέπεια την οδό που άνοιξε Αυτός που την θεμελίωσε στο αίμα Του. Πάντοτε υπήρξε αντισυστημική όσον αφορά στις νοοτροπίες του κόσμου. Όχι ευχάριστη, αλλά αληθινή. Πάντοτε δίδασκε και βίωνε τον κόπο, που ξεκινούσε από την μετάνοια ως βάση για να νικήσει ο άνθρωπος τον κόσμο. Και ο Θεός προσέθετε τη χάρη Του και έδινε την καλή αλλοίωση. Έτσι η Εκκλησία δε φοβήθηκε απόρριψη, διωγμούς, ειρωνείες, περιθωριοποίηση.
Η συγκατάβαση της Εκκλησίας στα πρότυπα του κόσμου είχε να κάνει με τη γλώσσα που η πίστη χρησιμοποιούσε για τον διάλογο μαζί του. Η Εκκλησία προσλάμβανε τους προβληματισμούς των ανθρώπων και κατέθετε στη γλώσσα τους τις θέσεις της. Όχι για να κάνει εκπτώσεις σ’ αυτό που είναι και πιστεύει, αλλά για να διακηρύξει την αλήθεια. Και γι’ αυτό δε θα εξέλθει από τον χρόνο, αλλά θα τον νοηματοδοτεί για όποιον, και ιδίως νέο, ζητά αυθεντικότητα. Αγάπη όχι μαγική, αλλά ως επιλογή που συνοδεύεται από πράξη. Κι αυτό ήταν, είναι και θα είναι μία μοναδική επανάσταση. Διότι οδηγεί σ’ Εκείνον που νοηματοδοτεί τον χρόνο μέσα από τη σχέση με το πρόσωπό Του. Τον Θεάνθρωπο!
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ορθόδοξη Αλήθεια"
φύλλο 30ής Δεκεμβρίου 2015